ΕΝΤΟΝΗ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ η συζήτηση, όπως έντονες είναι και κάποιες αντιδράσεις, γύρω από το κείμενο που δημοσιεύτηκε στο ιστορικό αμερικανικό περιοδικό Harper΄s και φέρει την υπογραφή 153 διανοούμενων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών και άλλων επιφανών εκπρόσωπων του πνεύματος στις ΗΠΑ – ανάμεσά τους πρόσωπα που εκπροσωπούν εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές ατζέντες όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Φράνσις Φουκουγιάμα, διάσημοι συγγραφείς όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ, ο Μάρτιν Έιμις και ο Σάλμαν Ρούσντι, η ηγέτιδα του φεμινιστικού κινήματος στα '70s Γκλόρια Στάινεμ, διάσημοι κριτικοί όπως ο Γκρέιλ Μάρκους, διάφοροι γνωστοί αρθρογράφοι γνώμης καθώς και αρκετοί Αφρο-Αμερικανοί διανοούμενοι όπως η ιστορικός Νελ Ίρβιν Παΐντερ.
Το κείμενο, που φέρει τον τίτλο «Επιστολή για την δικαιοσύνη και τον ανοιχτό διάλογο» και αποτελεί σύμφωνα με τους εμπνευστές μια κραυγή ενάντια στην λεγόμενη κουλτούρα ακύρωσης και έλλειψης ανεκτικότητας απέναντι στην διαφορετική άποψη, υπογράφεται επίσης από την συγγραφέα των βιβλίων Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, που εσχάτως κατηγορείται για τις τρανσοφοβικές της θέσεις, αλλά και από τον πρώην καθηγητή και πρύτανη της Νομικής Σχολής του Χάρβαρντ, Ρόναλντ Σάλιβαν Τζούνιορ, ο οποίος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του, εξαιτίας των διαμαρτυριών που προκάλεσε ο ρόλος του ως συνηγόρου υπεράσπισης του Χάρβεϊ Γουάινστιν.
Σύμφωνα με το κείμενο, «η ελεύθερη ανταλλαγή της πληροφορίας και των ιδεών, πηγή ζωής για μια φιλελεύθερη κοινωνία, περιορίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο», και εκδηλώνεται ως «έλλειψη ανεκτικότητας σε αντίθετες απόψεις, δημόσια διαπόμπευση και εξοστρακισμό και ως μια έντονη τάση να ερμηνεύονται σύνθετα πολιτικά ζητήματα υπό το πρίσμα μιας τυφλής ηθικής βεβαιότητας»
«Οι πολιτισμικοί μας θεσμοί αντιμετωπίζουν μια στιγμή δοκιμασίας», ξεκινά αυτή η ανοιχτή επιστολή. «Οι πρόσφατες δυναμικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έχουν οδηγήσει, έστω και αργοπορημένα, σε επείγοντα αιτήματα σχετικά με την αναμόρφωση της αστυνομίας, και σε εκκλήσεις για μεγαλύτερη ισότητα και ισότιμη ενσωμάτωση μειονοτήτων στην κοινωνία μας, και ειδικότερα στην ανώτερη εκπαίδευση, στην δημοσιογραφία, στην φιλανθρωπική δραστηριότητα και στις τέχνες».
«Αυτό το τόσο απαραίτητο ξεκαθάρισμα όμως, έχει επίσης ισχυροποιήσει μια νέα σειρά ηθικών συμπεριφορών και πολιτικών δεσμεύσεων που τείνουν στην αποδυνάμωση των κανόνων ανοιχτού διαλόγου και ανοχής της διαφορετικής άποψης, προς όφελος ενός ιδεολογικού κομφορμισμού. Ενώ χειροκροτούμε την πρώτη εξέλιξη, νιώθουμε την ανάγκη να υψώσουμε τη φωνή μας ενάντια στην δεύτερη. Οι δυνάμεις της ανελευθερίας που κερδίζουν έδαφος σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν βρει έναν ισχυρό σύμμαχο στον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος αντιπροσωπεύει μια αληθινή απειλή κατά της δημοκρατίας. Δεν πρέπει όμως να αφήσουμε την αντίσταση να γίνει κι αυτή ένα δόγμα ή ένας εξαναγκασμός – στοιχείο που ήδη εκμεταλλεύονται οι δεξιοί δημαγωγοί. Η ισότητα και η ενσωμάτωση που επιθυμούμε μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν υψώσουμε τη φωνή μας ενάντια στο κλίμα μισαλλοδοξίας που μοιάζει να κυριαρχεί σε όλες τις πλευρές».
Σύμφωνα με το κείμενο, «η ελεύθερη ανταλλαγή της πληροφορίας και των ιδεών, πηγή ζωής για μια φιλελεύθερη κοινωνία, περιορίζεται καθημερινά όλο και περισσότερο», και εκδηλώνεται ως «έλλειψη ανεκτικότητας σε αντίθετες απόψεις, δημόσια διαπόμπευση και εξοστρακισμό και ως μια έντονη τάση να ερμηνεύονται σύνθετα πολιτικά ζητήματα υπό το πρίσμα μιας τυφλής ηθικής βεβαιότητας... Διευθυντές εφημερίδων απολύονται επειδή επέτρεψαν την δημοσίευση αμφιλεγόμενων άρθρων, βιβλία αποσύρονται, δημοσιογράφοι εμποδίζονται να γράψουν για συγκεκριμένα θέματα, καθηγητές εγκαλούνται επειδή παρουσίασαν συγκεκριμένα έργα λογοτεχνίας στην τάξη, επικεφαλής οργανισμών απομακρύνονται για παραπτώματα που μπορεί να είναι απλά αδέξια λάθη...».
«Αυτή η πνιγηρή ατμόσφαιρα», καταλήγει η επιστολή, «εν τέλει μόνο να βλάψει μπορεί τα πιο κρίσιμα αιτήματα του καιρού μας. Ο περιορισμός του διαλόγου, είτε προέρχεται από μια καταπιεστική κυβέρνηση είτε από μια μη ανεκτική κοινωνία, βλάπτει απαρέγκλιτα αυτούς που δεν έχουν εξουσία... Αρνούμαστε το ψευτοδίλημμα ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την ελευθερία. Η μία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την άλλη. Ως συγγραφείς έχουμε ανάγκη από μια κουλτούρα που αφήνει χώρο στον πειραματισμό, στο ρίσκο, ακόμα και στα λάθη. Πρέπει να διατηρήσουμε την πιθανότητα μιας καλή τη πίστη διαφωνίας χωρίς τον φόβο επαγγελματικών κυρώσεων. Αν δεν υπερασπιστούμε εμείς οι ίδιοι αυτό στο οποίο βασίζεται η δουλειά μας, δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να το υπερασπιστούν για λογαριασμό μας ούτε το κοινό ούτε η πολιτεία».
Οι αντιδράσεις υπήρξαν άμεσες και είχαν να κάνουν τόσο με τη συμμετοχή κάποιων συγκεκριμένων ονομάτων (όπως η Ρόουλινγκ, αλλά και άλλοι οι οποίοι κατά καιρούς έχουν ζητήσει αυτό ακριβώς που κατακρίνει η επιστολή, δηλαδή την διαγραφή ή την παραίτηση συναδέλφων με αντίθετες θέσεις) όσο και με την επιλογή της χρονικής στιγμής που επιλέχτηκε για την δημοσιοποίηση του κειμένου, το οποίο για κάποιους λειτουργεί ως αντιπερισπασμός στο κλίμα ριζικών αλλαγών που έχει επιφέρει το κύμα διαδηλώσεων για τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ.
«Μου ζήτησαν να υπογράψω την επιστολή πριν από μερικές μέρες, και δεν το έκανα», δήλωσε στο Twitter ο διευθυντής της πλατφόρμας HuffPost, Ρίτσαρντ Κιμ, «επειδή με μια πρώτη ματιά και μόνο κατάλαβα ότι επρόκειτο για ματαιόδοξη μπουρδολογία που το μόνο αποτέλεσμα που μπορούσε να έχει ήταν να τρολάρει τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι επιθυμούσε να αγγίξει».
Όπως είπε πάντως ο βασικός εμπνευστή του κειμένου, ο (κατά το ήμισυ) Αφρο-Αμερικανός αρθρογράφος του Harper's και των New York Times, Τόμας Τσάτερτον Γουίλιαμς, «στόχος μας δεν ήταν να αντιδράσουμε στις δίκαιες διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής βίας, αλλά να εκφράσουμε κάτι που μας απασχολεί εδώ και αρκετό καιρό. Δεν είμαστε μια παρέα ηλικιωμένων λευκών ανδρών που κάτσαμε να γράψουμε από κοινού αυτή την επιστολή. Ανάμεσα στις υπογραφές υπάρχουν Μαύροι στοχαστές, Μουσουλμάνοι στοχαστές, Εβραίοι στοχαστές, άνθρωποι που είναι τρανς και γκέι, νέοι και γέροι, δεξιοί και αριστεροί».
Επιμέλεια: Δ. Πολιτάκης
σχόλια