— Γιατί υπάρχει έντονος νομικός προβληματισμός όσον αφορά τη διάταξη για το εκλογικό μπλόκο του κόμματος του Ηλ. Κασιδιάρη;
H εκλογική κάθοδος ακραίων κομμάτων με στελέχη που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτόδικα, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση είναι κάτι που θα πρέπει να ανησυχεί και να ενεργοποιεί κάθε δημοκρατικό πολίτη. Ωστόσο, καμία νομοθετική ρύθμιση δεν επιτρέπεται να έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα.
Το Σύνταγμα του 1975 συνειδητά απέρριψε την απαγόρευση ύπαρξης πολιτικών κομμάτων. Η δυνατότητα αυτή προβλεπόταν στο κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος, αποσύρθηκε όμως ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το Σύνταγμά μας στο άρθρο 51 παρ. 3 προβλέπει τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ως συνέπεια αμετάκλητης (και όχι απλά πρωτόδικης ή τελεσίδικης) καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου. Υπάρχει, βέβαια, και το άρθρο 29 παρ. 1, το οποίο ορίζει ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διάταξη όμως αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να καταλήγει κατ’ ουσίαν στο ίδιο αποτέλεσμα που απέρριψε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975, δηλαδή στην απαγόρευση των πολιτικών κομμάτων.
Τέλος, ο όποιος αποκλεισμός από τις εκλογές θα πρέπει να σέβεται το ατομικό δικαίωμα της δικαστικής προστασίας. Δεν χρειάζεται, δε, ιδιαίτερη ανάλυση για το ότι ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο σε δύο μόλις ημέρες για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν πληροί τις προϋποθέσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Τελικά, το ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: έως ποιο βαθμό μπορεί μια δημοκρατία να περιορίζει τα πολιτικά δικαιώματα, ώστε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της;
Για όλους αυτούς τους λόγους υπάρχει στη νομική κοινότητα πολύ έντονος προβληματισμός όσον αφορά τη συνταγματικότητα μιας νομοθετικής διάταξης που θα απαγορεύει την κάθοδο πολιτικών κομμάτων στις εκλογές, λίγους μάλιστα μήνες πριν από τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών.
Αν είναι πράγματι αναγκαία η θεσμοθέτηση της δυνατότητας απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, θα έπρεπε να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα. Ενώ όμως τα πολιτικά κόμματα γνώριζαν τον κίνδυνο εδώ και πολλά χρόνια, στη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 δεν συμπεριέλαβαν καμία διάταξη περί απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων ή απαγόρευσης καθόδου τους στις εκλογές.
— Είναι πιθανό η προτεινόμενη διάταξη να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει;
Ναι, είναι πολύ πιθανό. Πρώτα απ’ όλα, είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων μπορεί να γίνει με νομικές απαγορεύσεις αντί με την αντιμετώπιση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αιτίων που τα δημιουργούν.
Δεύτερον, αποτελεί δίδαγμα της κοινής πείρας ότι οι απαγορεύσεις κάθε είδους πολλές φορές αποτελούν την καλύτερη διαφήμιση. Φανταστείτε μόνο την περίπτωση που η όποια ρύθμιση κριθεί αντισυνταγματική από τον Άρειο Πάγο ή ο Άρειος Πάγος κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του για το κόμμα του Ηλία Κασιδιάρη.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, το οποίο αφορά την ερμηνεία του Συντάγματος. Προφανώς, μια απαγόρευση θα προφύλασσε τους δημοκρατικούς πολίτες από το δυσάρεστο συναίσθημα να τους μοιράζονται ψηφοδέλτια σαν αυτά της Χρυσής Αυγής στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Η ερμηνεία του Συντάγματος, όμως, και η υπεράσπιση της δημοκρατίας δεν πρέπει να γίνονται με όρους συναισθημάτων αλλά με όρους συνταγματικούς και με το βλέμμα στο μέλλον.
Τελικά, το ερώτημα που τίθεται είναι το ακόλουθο: έως ποιο βαθμό μπορεί μια δημοκρατία να περιορίζει τα πολιτικά δικαιώματα, ώστε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της; Μήπως η υιοθέτηση του μοντέλου της «μαχόμενης» αντί της «ανεκτικής» δημοκρατίας κινδυνεύει να θέσει υπό αμφισβήτηση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της και να διαμορφώσει μια πρακτική που μπορεί να εφαρμοστεί εις βάρος άλλων πολιτικών φορέων σε άλλες συγκυρίες;
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι και εκεί που υιοθετήθηκε η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, το μοντέλο αυτό αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, όπως στην Τουρκία και στη Γερμανία.
— Πώς είναι δυνατό ένας καταδικασμένος πρωτοδίκως σε κάθειρξη δεκατριών ετών και έξι μηνών για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης να κάνει προεκλογική καμπάνια από το κελί;
Αυτό είναι κάτι που προβληματίζει όχι μόνο εσάς και μένα αλλά όλους τους πολίτες. Και όσον αφορά το ζήτημα αυτό, σημασία έχει το εάν τηρούνται οι διατάξεις του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα και του Κανονισμού των Φυλακών όσον αφορά την επικοινωνία των κρατουμένων. Είναι κάτι που ασφαλώς θα πρέπει να διερευνηθεί από τις αρμόδιες αρχές.
Με την ευκαιρία αυτή, επιτρέψτε μου να παρατηρήσω και το εξής: από τη μια ακούγεται ότι θα απαγορευτεί με νομοθετική ρύθμιση η κάθοδος του κόμματος του Ηλία Κασιδιάρη, επειδή είναι αντίθετο στον δημοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, και από την άλλη του επιτρέπεται να διεξαγάγει κανονική προεκλογική εκστρατεία από τη φυλακή. Ότι εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση είναι κάτι παραπάνω από προφανές.
Αλλά και σε ένα γενικότερο επίπεδο και πέρα από την έλλειψη συνταγματικής βάσης που προανέφερα, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί ένα κόμμα που θεωρείται επικίνδυνο για τη δημοκρατία μπορεί να κάνει τα πάντα και να προβάλλεται με κάθε μέσο και το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να κατέβει στις εκλογές. Δεν συνιστά αυτό ακόμα μία αντίφαση;
— Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) έχει βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Πώς αξιολογείτε όλη αυτήν τη συζήτηση, η οποία έχει εξελιχθεί σε κομματική αντιπαράθεση;
Είναι πράγματι λυπηρό μια συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Διαχρονικά μιλώντας και ανεξάρτητα από την τρέχουσα συγκυρία, θα έλεγα ότι υπάρχει μια δυσανεξία του πολιτικού συστήματος απέναντι στις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.
Και όμως: με τα όποια προβλήματα, τις όποιες δυσλειτουργίες τους και την όποια θεμιτή επιστημονική κριτική ασκείται στις αποφάσεις τους, οι ανεξάρτητες αρχές επιτελούν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση των δικαιωμάτων μας. Και αυτό ισχύει και για την ΑΔΑΕ.
— Θεωρείτε ότι το θέμα των επισυνδέσεων θα μπορούσε να διερευνηθεί αποτελεσματικά από τη γενική διεύθυνση ενός υπουργείου;
Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Το πρόβλημα στη χώρα μας, όπως και σε άλλες χώρες, είναι η έλλειψη «θεσμικού τακτ» απέναντι στις αποφάσεις των ανεξαρτήτων αρχών, όπως και στις αποφάσεις των δικαστηρίων.
Κάθε φορά που ένα δικαστήριο ή μια ανεξάρτητη αρχή εκδίδουν μια απόφαση για ένα ζήτημα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, τα μέσα ενημέρωσης της μιας πολιτικής κατεύθυνσης την εκθειάζουν και τα μέσα της άλλης πολιτικής κατεύθυνσης την επικρίνουν, όχι με όρους επιστημονικής κριτικής που θα ήταν απολύτως θεμιτό αλλά πολιτικής αξιοποίησης και εργαλειοποίησης. Και αυτό είναι ένα δομικό και διαχρονικό πρόβλημα της σύγχρονης δημοκρατίας.
Όλοι μιλάνε για ανεξάρτητη δικαιοσύνη και ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, αλλά αυτό δεν γίνεται αποδεκτό όταν θίγει εμάς τους ίδιους. Η ανεξαρτησία είναι καλοδεχούμενη από ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου μόνο όταν θίγει τους πολιτικούς αντιπάλους.
— Όσον αφορά τη δημόσια διαφωνία Ντογιάκου - Ράμμου, ποια αρχή προηγείται; Επίσης, η πρωτοβουλία του προέδρου της ΑΔΑΕ, Χρήστου Ράμμου, να ενημερώσει τον πρόεδρο της Βουλής, τα πολιτικά κόμματα και τον υπουργό Δικαιοσύνης για τα αποτελέσματα των ελέγχων της Αρχής θα συνιστούσε παράβαση καθήκοντος αν δεν είχε παρθεί;
Το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός ότι στην έννομη τάξη μας κατοχυρώνονται πολλές αλληλοσυγκρουόμενες αρμοδιότητες διαφορετικών οργάνων. Σίγουρα εδώ δεν είναι ο κατάλληλος τόπος για να μπούμε σε νομικές λεπτομέρειες που θα κουράσουν.
Επειδή όμως ο νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του Συντάγματος και όχι το Σύνταγμα υπό το πρίσμα των νόμων, η απάντηση και στα δύο ερωτήματά σας θα πρέπει να προσανατολιστεί στο άρθρο 19 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο και διασφαλίζεται από την ΑΔΑΕ. Βέβαια, η ΑΔΑΕ είναι ανεξάρτητη, αλλά όχι αυτόνομη και οι πράξεις της προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Από κει και πέρα όμως η ΑΔΑΕ, όπως και κάθε άλλη ανεξάρτητη αρχή, θα πρέπει να αφήνονται να επιτελούν τον ρόλο τους χωρίς να εμπλέκονται, όπως δυστυχώς συχνά συμβαίνει, στην πολιτική αντιπαράθεση.
Τουλάχιστον η πρόσφατη εμπειρία ας γίνει αφορμή για να αποκτήσουμε αυτό που προανέφερα, ένα «θεσμικό τακτ» απέναντι σε κάποιους θεσμούς που μπορεί ενίοτε να γίνονται ενοχλητικοί στην εκάστοτε εξουσία, αποτελούν όμως βασικό πυλώνα του κράτους δικαίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO.