ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΑΚΡΑΙΑ ΠΟΛΩΜΕΝΗ κατάσταση έχει προστεθεί πλέον και η σύγκρουση της κυβέρνησης με τον πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστο Ράμμο, τον οποίο κάποιοι επιχειρούν να εμπλέξουν στο τοξικό μικροκομματικό παιχνίδι.
Το σύνθημα της προεκλογικής περιόδου που ξεκίνησε πολύ νωρίς μοιάζει να είναι το «όποιος αντέξει», αλλά δυστυχώς το πρώτο θύμα φαίνεται πως είναι οι θεσμοί. Ίσως επειδή είναι οι πιο αδύναμοι απ’ όσους κινδυνεύουν σε αυτήν τη μάχη. Γι’ αυτό και έπρεπε να μείνουν εκτός. Αλλά δεν τους έκαναν τη χάρη.
Η τελευταία φάση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, που κορυφώνεται αυτές τις μέρες, ξεκίνησε στις 7 Δεκεμβρίου, όταν ο Αλέξης Τσίπρας, κλιμακώνοντας την επίθεσή του στην κυβέρνηση για το θέμα των υποκλοπών, αποφάσισε να επισκεφτεί την ΑΔΑΕ για να ενημερωθεί από αντιπροσωπεία και τον πρόεδρό της Χρήστο Ράμμο για τις έρευνές της αλλά και για να καταθέσει τις δικές του προτάσεις, όπως ανέφεραν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Βγαίνοντας από τα γραφεία της ΑΔΑΕ, όπου έμεινε περίπου μία ώρα, δήλωσε ότι ζήτησε από τον πρόεδρο της Αρχής πρόσβαση, ως πολιτικός αρχηγός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στις διατάξεις «που αφορούν πολιτικά πρόσωπα, υπουργούς, βουλευτές, ευρωβουλευτές, δημοσιογράφους, δικαστές αλλά και αρχηγούς ή αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων και έχουν υπογραφεί την τελευταία τριετία».
Σύμφωνα με τον τελευταίο νόμο, για τον οποίο ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ έχει εκφράσει αντιρρήσεις, αλλά, όπως ανέφερε το μέλος της, Κατερίνα Παπανικολάου, είναι υποχρεωμένη η Αρχή να τηρεί, ο θιγόμενος μπορεί να ζητήσει ενημέρωση μόνο μετά από τρία χρόνια, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση πως με την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο έγινε.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, «παρόμοιοι νόμοι και αυστηρότεροι» ισχύουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι ενώ εκκρεμούσε το αίτημα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, ακολούθησε η γνωμοδότηση Ντογιάκου, η οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι δεν επιτρέπεται άλλοι, πλην του θιγόμενου, να ζητήσουν στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, ένας αρχηγός πολιτικού κόμματος ή άλλος πολιτικός παράγοντας. Η γνωμοδότηση Ντογιάκου, που εκφράζει και την ερμηνεία της κυβέρνησης, δέχτηκε κριτική (για άλλες πτυχές) από την αντιπολίτευση και αρκετούς νομικούς, ανάμεσα στους οποίους και από τον Βαγγέλη Βενιζέλο, οι σχέσεις του οποίου με τον πρωθυπουργό, από θερμές που ήταν κάποτε, είναι πλέον παγωμένες.
Η συνάντηση του Χρήστου Ράμμου με τον Αλέξη Τσίπρα στα γραφεία της ΑΔΑΕ την Τρίτη για να τον ενημερώσει και να του δώσει τον φάκελο, την ώρα που οι παρακολουθήσεις έχουν ριχτεί στην κομματική αρένα, ήταν έκπληξη για πολλούς. Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ μπορεί να τοποθετήθηκε στη θέση αυτή επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως επισημαίνει συχνά τελευταία η Νέα Δημοκρατία, ήταν όμως ένας δικαστής που είχε δώσει σημαντικά δείγματα ανεξαρτησίας και είχε διαμαρτυρηθεί έντονα για όσα συνέβαιναν στη Δικαιοσύνη επί ΣΥΡΙΖΑ, φτάνοντας να παραιτηθεί από την Ένωση Δικαστών την περίοδο εκείνη, όταν κάποιοι άλλοι δικαστές που δεν ήταν αρεστοί στην κυβέρνηση έβλεπαν την ιδιωτική τους αλληλογραφία στον τότε φιλοκυβερνητικό Τύπο.
Επίσης, η Νέα Δημοκρατία είχε συναινέσει σχεδόν με ενθουσιασμό στην τοποθέτηση του κ. Ράμμου ως επικεφαλής στην ΑΔΑΕ, αρνούμενη άλλες υποψηφιότητες που προωθούσε αρχικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθούν αντίθετους δρόμους. Η πρώτη, επικαλούμενη την εθνική ασφάλεια, θέλει να κλείσει το θέμα χωρίς να φωτιστεί. Η δεύτερη τροφοδοτεί καθημερινά την επικαιρότητα με στοιχεία παρακολουθήσεων ακόμα και αγνώστου προέλευσης, πιστεύοντας ότι αυτό θα τη φέρει πιο κοντά στην εξουσία.
Τι συνέβη και η σχέση του κ. Ράμμου με τον πρωθυπουργό έγινε τόσο εχθρική;
Λίγους μήνες μετά την εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας, τον Νοέμβριο του 2019, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, σε ακρόασή του στη Βουλή και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για την παρουσίαση των πεπραγμένων της Αρχής τη διετία 2017 και 2018, ανέφερε ότι οι επικοινωνίες στην Ελλάδα είναι διάτρητες και ότι η Αρχή δεν ήταν καν σε θέση να υπολογίσει πόσα συστήματα παράνομων παρακολουθήσεων υπήρχαν στη χώρα.
Αναφερόμενος ειδικά στα περίφημα «βαλιτσάκια», είπε ότι «κανείς δεν ξέρει πόσα κυκλοφορούν στην επικράτεια αυτήν τη στιγμή, ούτε η ΕΥΠ το γνωρίζει», δίνοντας την εικόνα του ανεξέλεγκτου τοπίου που υπάρχει στην Ελλάδα εδώ και χρόνια με τις παρακολουθήσεις.
Σχετικά με τον απολογισμό του 2018 η ΑΔΑΕ είχε ενημερώσει για μια μεγάλη αύξηση που είχε σημειωθεί στις παρακολουθήσεις από την κυβέρνηση Τσίπρα με 11.113 διατάξεις άρσης απορρήτου αντί των 7.182 που είχαν διαταχθεί το 2017.
Ρεπορτάζ του Γιάννη Σουλιώτη στην «Καθημερινή» εκείνη την εποχή αναφερόταν μάλιστα και σε ελληνικά «ίχνη» που εντοπίστηκαν στην υπόθεση του Ισραηλινού με το κατασκοπευτικό βαν που είχε αποκαλυφθεί τότε. «Πρόκειται για την εταιρεία-δημιουργό του λογισμικού παρακολουθήσεων Pegasus, που έχει εντοπιστεί να λειτουργεί και στην Ελλάδα και “ευθύνεται” για την υποκλοπή συνομιλιών χιλιάδων χρηστών του WhatsApp», ανέφερε το δημοσίευμα.
Αποκάλυπτε επίσης ότι, σύμφωνα με το Citizen Lab του Τορόντο, «το συγκεκριμένο λογισμικό έχει χρησιμοποιηθεί και στη χώρα μας. Μεταξύ Αυγούστου 2016 και Αυγούστου 2018 οι Καναδοί ερευνητές αναζήτησαν στο διαδίκτυο σέρβερ που σχετίζονταν με το Pegasus. Κατέληξαν σε 45 χώρες, στις οποίες θεωρούν ότι γίνονται παρακολουθήσεις με το συγκεκριμένο σύστημα. Μεταξύ αυτών βρίσκεται και η Ελλάδα».
Όλα αυτά, που συνδέονται και με τις πρόσφατες εξελίξεις, ήταν γνωστά στον κ. Ράμμο, ο οποίος ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ταυτιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως δυσφορούσε με τις δηλώσεις περί θεσμικών εμποδίων της Δικαιοσύνης και αρμών της εξουσίας.
Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να βάλει τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ στο κέντρο του πολιτικού παιχνιδιού, έγιναν προσπάθειες να εμπλακεί προσωπικά ο πρόεδρος, αλλά ο ίδιος επέμενε να κρατά θεσμική στάση, αποφεύγοντας, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, να συνομιλεί με κομματικά στελέχη και αρχηγούς κομμάτων. Υπήρχαν άλλα μέλη της ΑΔΑΕ που το έκαναν αυτό, αλλά όχι ο ίδιος.
Η Νέα Δημοκρατία, μέσω διαρροών, κατηγορεί το μέλος της ΑΔΑΕ, Κατερίνα Παπανικολάου, για στενή σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε ερώτηση που της έγινε σχετικά με την κατηγορία που της αποδίδεται για έμμισθη σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση, η ίδια δεν έκρυψε ότι ήταν σύμβουλος του πρώην υπουργού Αριστείδη Μπαλτά, αλλά απάντησε ότι δεν θεωρεί πως η σχέση αυτή την επηρεάζει στο έργο της στην Ανεξάρτητη Αρχή.
Ο Χρήστος Ράμμος, στην τελευταία εμφάνισή του στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, προκλήθηκε από κάποιους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι τον αντιμετώπισαν με επιθετικό τρόπο, αποδίδοντάς του διαρροές για τις οποίες δεν ευθυνόταν ο ίδιος. Από τότε η (μη) σχέση του με την κυβέρνηση και τη Νέα Δημοκρατία άρχισε να γίνεται όλο και χειρότερη, φτάνοντας στο σημείο που όλοι διαπιστώνουν τις τελευταίες μέρες.
Οι κατηγορίες και τα υπονοούμενα για επιδίωξη πολιτικού ρόλου με τον ΣΥΡΙΖΑ εκ μέρους της κυβέρνησης ήταν εκτός του θεσμικού πλαισίου και του σεβασμού που οφείλει στον ρόλο του ως προέδρου της ΑΔΑΕ, αλλά κανείς δεν περίμενε και από τον τυπικό κ. Ράμμο ότι θα συναντούσε αρχηγό κόμματος για να του δώσει ευαίσθητα στοιχεία από παρακολουθήσεις τρίτων προσώπων που την επόμενη μέρα θα γίνονταν φέιγ βολάν. Και αυτό ήταν μια μεγάλη έκπληξη.
Οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί δεν είδαν κανένα όνομα στους δικούς τους φακέλους, οπότε προκάλεσε μεγάλη εντύπωση γιατί να τα πήρε μόνο ο Αλέξης Τσίπρας. Η απάντηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι «του τα όφειλε ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης που είχε ζητήσει ενημέρωση»· αρκετές ώρες μετά ο κ. Ράμμος δεν είχε διαψεύσει ότι εκείνος του έδωσε τα ονόματα τρίτων προσώπων που ανακοίνωσε δημόσια. Το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα δεν έδωσε πολύ σαφείς εξηγήσεις γι’ αυτό.
Η τελευταία ανακοίνωση του κ. Ράμμου, πάντως, φανερώνει την ενόχληση και τον θυμό του για την κυβέρνηση. Απαντά ότι την πρωτοβουλία για τις συναντήσεις με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ «ουδέποτε την πήρα εγώ» αλλά «πάντα, και οσάκις επισκέφτηκε την ΑΔΑΕ, αυτό έγινε ύστερα από δικό του αίτημα». Εξέφρασε εμμέσως και το παράπονο ότι «ο κ. πρωθυπουργός ουδέποτε ζήτησε να με συναντήσει». Ανέφερε όμως ότι είχε τακτική επικοινωνία με τον αρμόδιο υπουργό κ. Γεραπετρίτη, ενώ με δική του πρωτοβουλία είχε δύο συναντήσεις με τον υπουργό της Δικαιοσύνης.
Στέλεχος της κυβέρνησης, όταν ερωτήθηκε γιατί ο πρωθυπουργός δεν κάλεσε ποτέ τον κ. Ράμμο, μας απάντησε ότι «ο κ. Ράμμος δεν ζήτησε ποτέ να δει τον πρωθυπουργό και να τον ενημερώσει», συνεχίζοντας ότι: «Η ΕΥΠ παντού στον κόσμο κάνει παρακολουθήσεις. Ας μη φτάνουμε σε ακρότητες. Από κει και πέρα πολλές παρακολουθήσεις που βγαίνουν στη δημοσιότητα είναι από παράκεντρα της ΕΥΠ, για τις οποίες η κυβέρνηση δεν γνωρίζει τίποτα», επαναλαμβάνοντας τα περί παρακρατικών δικτύων στην ΕΥΠ που κληρονόμησαν και λειτουργούσαν ανεξέλεγκτα.
Ακόμα όμως και εάν οι ισχυρισμοί είναι βάσιμοι, αυτή η εκδοχή εκθέτει επίσης την κυβέρνηση και θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις. Ο κ. Ράμμος ποτέ δεν είπε ότι παρακολουθήσεις χωρίς επαρκείς εξηγήσεις δεν γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια. Απλώς ποτέ πριν αρχηγός κόμματος δεν του είχε ζητήσει ενημέρωση για πρόσωπα και, όπως εξήγησε και ο ίδιος, «εκτός από την από 7.12.2022 αίτηση του κ. Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ουδέποτε πολιτικός αρχηγός μου είχε ζητήσει να τον ενημερώσω για οποιοδήποτε θέμα άρσης του απορρήτου».
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ακολουθούν αντίθετους δρόμους. Η πρώτη, επικαλούμενη την εθνική ασφάλεια, θέλει να κλείσει το θέμα χωρίς να φωτιστεί. Η δεύτερη τροφοδοτεί καθημερινά την επικαιρότητα με στοιχεία παρακολουθήσεων ακόμα και αγνώστου προέλευσης, πιστεύοντας ότι αυτό θα τη φέρει πιο κοντά στην εξουσία.