ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΑΣΧΟΛΕΙΤΑΙ με τη δημοσιογραφία το 1993. Εργάστηκε σε διάφορα μέσα, πήρε συνεντεύξεις από γνωστές προσωπικότητες, έφτασε να κάνει πολεμικό ρεπορτάζ στο Κόσσοβο, τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο, έφτασε μέχρι τη Νιγηρία. Υπήρξαν φορές που κινδύνευσε, που τα χρειάστηκε, ήξερε άλλωστε ότι διάλεξε ένα επίφοβο επάγγελμα, δεν μπορούσε όμως να διανοηθεί ότι τα χειρότερα θα τον έβρισκαν στο κέντρο της Αθήνας.
Βρισκόμαστε στις 15/6/11, η Ελλάδα έχει μπει για τα καλά στον «πυρετό» των μνημονίων, η πλατεία Συντάγματος τελεί υπό κατάληψη και ο Μανώλης Κυπραίος έχει κατέβει να καλύψει για το Alter τη μεγάλη διαδήλωση που κατευθυνόταν στη Βουλή εν όψει της έναρξης της συζήτησης για το μεσοπρόθεσμο.
Με την ατμόσφαιρα τεταμένη, τα πνεύματα οξυμένα και αφηνιασμένους, πάνοπλους αστυνομικούς των ΜΑΤ σε κάθε γωνία, όπως θυμόμαστε καλά όλοι όσοι βρεθήκαμε στο Σύνταγμα εκείνες τις μέρες, ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσουν κατευθυνόμενα, εν πολλοίς, σύμφωνα και με τη δική του μαρτυρία, επεισόδια, που τον βρίσκουν Ξενοφώντος και Φιλελλήνων, μέσα στη στοά: «Σκέφτηκα ότι εκεί θα ήμουν κάπως προφυλαγμένος, και θα είχα ταυτόχρονα μια οδό διαφυγής αν χρειαζόταν».
Εκεί τον εντοπίζει μια περαστική διμοιρία και με πρώτο τον επικεφαλής της, παρότι γνωστοποίησε εξαρχής την ιδιότητά του, του επιτίθεται εντελώς απρόκλητα, στην αρχή φραστικά και ακολούθως πετώντας του μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης.
Εν πλήρει γνώσει τους ότι μέσα στη στοά ο κρότος θα πολλαπλασιαζόταν, το ίδιο και η ζημιά που θα προκαλούσε – δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά, όπως δεν ήταν και η πρώτη φορά που ένας δημοσιογράφος ή φωτορεπόρτερ στοχοποιούνταν, με τον Μάριο Λώλο και την Τατιάνα Μπόλαρη να είναι από τις γνωστότερες περιπτώσεις. Λιποθυμά και όταν τον συνεφέρνουν άλλοι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί αντιλαμβάνεται ήδη πως δεν ακούει.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, και στην πρώτη δίκη και στην έφεση, λειτούργησαν χωρίς φόβο και πάθος, τεκμηριωμένα, με αποδείξεις και έρευνα. Έδειξαν ότι «υπάρχουν δικαστές εις τας Αθήνας». Και αυτό με χαροποιεί. Γιατί η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία και την καταπάτηση του Συντάγματος.
Καθώς οι συγκρούσεις ολόγυρα έχουν γενικευτεί, προσπαθεί ζαλισμένος και παραπατώντας να κατευθυνθεί στο αυτοσχέδιο ιατρείο της πλατείας Συντάγματος, αλλά εμποδίζεται από δυνάμεις των ΜΑΤ. Επιχειρεί τότε να πάει στον «Ευαγγελισμό» και στον δρόμο δέχεται νέα επίθεση και ξυλοδαρμό από αστυνομικούς που χτυπούσαν στον σωρό.
Με τα πολλά, καταφέρνει να φτάσει στον «Ερυθρό Σταυρό» όπου του παρέχονται οι πρώτες βοήθειες και όπου ο ίδιος ο διευθυντής τον πληροφορεί γραπτώς ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξανακούσει όπως πριν – η διάγνωση αναφέρει απώλεια ακοής κατά 90%.
Ο 55χρονος σήμερα Μανώλης, που και άκρας υγείας έχαιρε ως τότε και επαγγελματικά προόδευε –επρόκειτο μάλιστα τον Σεπτέμβριο να αναλάβει διευθυντική θέση στον όμιλο της Real–, χάνει τον κόσμο. Δεν είναι μόνο η δημοσιογραφική του καριέρα που συνειδητοποιεί ότι τελείωσε, είναι η ίδια η ζωή και η καθημερινότητά του που αλλάζουν πλέον άρδην.
Από τότε ξεκινά μια «οδύσσεια» με τεράστιο οικονομικό κόστος, που δεν αφορούσε μόνο τη μερική, έστω, αποκατάσταση της υγείας του αλλά και τη διακαή του επιθυμία να βρεθούν οι ένοχοι, να δικαστούν και να αποζημιωθεί έστω χρηματικά για την ανήκεστο βλάβη που υπέστη. Στο πλευρό του θα βρεθούν σωματεία και οργανώσεις όπως η ΕΣΗΕΑ, ο ΕΔΟΕΑΠ, η Διεθνής Αμνηστία, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα αλλά και απλοί πολίτες.
Από πλευράς πολιτείας καμία συγνώμη, καμία απολογία, μόνο προκλητικός, χοντρόπετσος κυνισμός. Τον Μάιο του ’20 το δικαστήριο τον δικαιώνει, επιδικάζοντάς του χρηματική αποζημίωση ύψους 74.000 ευρώ (τα μέχρι τώρα ιατρικά και δικαστικά του έξοδα αγγίζουν τα 60.000 ευρώ, καθώς λέει), αλλά το ελληνικό Δημόσιο μέσω του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ασκεί έφεση προφασιζόμενο, συν τοις άλλοις, την «επιδεινούμενη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας» για την οποία προφανώς έφταιγε ο ανάπηρος, πλέον, συνάδελφος.
Φέτος, στις αρχές Δεκεμβρίου, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση του Δημοσίου και ο δρόμος για την τελική δικαίωση (και μια αποζημίωση που μπορεί να φτάσει και τις 200.000 ευρώ) είναι πλέον ανοικτός, κάτι που θα έχει μεγάλη συμβολική –και όχι μόνο– σημασία σε μια περίοδο που η αστυνομική βία και καταστολή βρίσκονται ξανά σε έξαρση.
Φίλες κ φίλοι, με την απόφαση 4055/14-11-2022 το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ΑΠΕΡΡΙΨΕ την έφεση του δημοσίου κ έκανε ΔΕΚΤΗ τη δική μου. Μια νίκη της δημοκρατίας, της κοινωνίας κ της ελευθερίας του Τύπου. Μια νίκη που ανήκει σε όλους μας.
— Emanuel Kypreos (@EmanuelKypreos) December 5, 2022
Πέσαμε κάτω 7 φορές, μα σηκωθήκαμε 8...
Όλα αυτά βέβαια εφόσον το Δημόσιο δεν ασκήσει εκ νέου έφεση σε τρίτο βαθμό, δηλαδή στο ΣτΕ. «Αυτό θα σήμαινε επιπλέον έξοδα και άλλα 3-4 χρόνια ταλαιπωρία. Εύχομαι να μην το κάνουν γιατί θα είναι παντελώς παράλογο και εκδικητικό. Είναι πρωτοφανές αυτό που γίνεται. Αντί να ζητήσουν συγγνώμη, σε κυνηγούν μέχρις εσχάτων, προσπαθώντας να σε διαλύσουν ψυχολογικά και οικονομικά…», λέει εν κατακλείδι σε μια συναισθηματικά φορτισμένη συζήτηση που έγινε μέσω e-mail και SMS, καθώς διαφορετικά η επικοινωνία μας θα ήταν προβληματική.
— Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια για να δικαιωθείς. Ποια ήταν η πρώτη λέξη, φράση ή σκέψη που σου ήρθε στο μυαλό όταν έμαθες για την απόφαση;
Η αλήθεια είναι πως πέρασαν αρκετά 24ωρα για να το συνειδητοποιήσω. Βλέπεις, όταν 11,5 χρόνια τραβάς κουπί μέσα στη θύελλα, όταν φτάσεις σε απάγκιο λιμάνι δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως έφτασες. Νομίζω ότι θα μου πάρει αρκετό καιρό για να το συνειδητοποιήσω πλήρως.
Και φυσικά όλα αυτά εφόσον το κράτος δεν προχωρήσει στην τρίτη βαθμίδα εκδίκασης, αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εάν συμβεί αυτό, παρά τις αποφάσεις που είναι καταπέλτης, τότε αυτό το καταταλαιπωρημένο βαρκάκι θα πρέπει να ξαναβγεί στη θύελλα…
— Τι σε κράτησε όρθιο μέχρι τη δικαίωση παρά τις καθυστερήσεις, τα εμπόδια, τις αντιξοότητες, ακόμα και την έφεση που άσκησε το ’20 το Δημόσιο στην πρωτόδικη απόφαση, που όριζε να αποζημιωθείς για τη βλάβη που υπέστης; Ποιο ήταν το οικονομικό κόστος αυτής της δικαστικής περιπέτειας και πώς καλύφθηκε;
Δεν το λες ακριβώς ότι ήμουν όρθιος. Έπεφτα και σηκωνόμουν. Υπήρχαν χέρια απλών αλλά σπουδαίων ανθρώπων που στάθηκαν στο πλάι μου. Η οικογένειά μου, γιατροί που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και τους ευχαριστώ, ψυχολόγοι-λογοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, και πάει λέγοντας.
Πέρα από αυτούς όμως, δεν μπορώ να μη μνημονεύσω το ενδιαφέρον και τη στάση που κράτησαν η ΕΣΗΕΑ, ο ΕΔΟΕΑΠ, η Διεθνής Αμνηστία, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου, η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων, οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα αλλά και ο ΟΗΕ. Τα οικονομικά, τώρα, εφιάλτης! Το ποσό ήταν ασύλληπτο. Φαντάσου ότι, με πρόχειρους υπολογισμούς, άγγιξε ως τώρα τα 60.000 ευρώ. Δικηγόροι, παράβολα, ειδικοί τεχνικοί σύμβουλοι, τι να πρωτοθυμηθώ.
Η βοήθεια του υπέροχου απλού πολίτη, η βοήθεια της ΕΣΗΕΑ και του ΕΔΟΕΑΠ, η πώληση ακόμα και του αυτοκινήτου μου κάλυψαν ένα μεγάλο μέρος του ποσού, αλλά ακόμη χρωστάω, ευτυχώς όχι σε τοκογλύφους μα σε φίλους. Γιατί διαφορετικά σε αυτές τις περιπτώσεις, ξέρεις τι γίνεται!
— Είχες πει ότι τα επεισόδια εκείνα τα ξεκίνησαν κουκουλοφόροι που βγήκαν πίσω από τις γραμμές των ΜΑΤ. Ήταν, πιστεύεις, πράγματι «στημένα»; Σε είχαν, λες, στοχοποιήσει και προσωπικά, παρότι είχες δηλώσει ιδιότητα και διέθετες ταυτότητα τόσο της ΕΣΗΕΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων (EFJ);
Σαφέστατα. Και αυτή η εικόνα δεν μου έχει φύγει από το μυαλό. Το ίδιο είχαν κάνει και στη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς του 2005 στην Κωνσταντινούπολη. Άρχισαν από την πλατεία Ταξίμ και από κεντρικές πολυκατοικίες να βγαίνουν ομάδες μαυροντυμένων και να πετούν μολότοφ προς τους αστυνομικούς που, τι περίεργο, βρίσκονταν ακριβώς στα σημεία από όπου βγήκαν οι μαυροντυμένοι. Και το τραγελαφικό αυτής της υπόθεσης είναι πως η αρχή της πορείας δεν είχε φτάσει καν στις παρυφές της πλατείας. Καταλαβαίνεις τι επακολούθησε. Μεσαιωνικό πεδίο μάχης.
— Υπήρξε έστω τώρα κάποια απολογία, κάποια συγγνώμη από πλευράς υπουργείου ΠροΠο και ΕΛΑΣ; Τι θα έλεγες σήμερα στον αστυνομικό που σε στόχευσε και τον διοικητή του που τον διέταξε, αν τους συναντούσες;
Μια τι; Συγγνώμη; Όχι, δεν υπήρξε καμία. Και υπό αυτές τις συνθήκες που επικρατούν από την έναρξη του μνημονίου μέχρι σήμερα, δεν νομίζω πως θα υπάρξει φραστικά. Ίσως πρακτικά. Αλλά φραστικά όχι. Αν το κάνουν, θα το δεχθώ με μεγάλη χαρά.
Οι δικαστές, προς τιμήν τους, βρήκαν τους ενόχους παρότι τους είχα απλώς περιγράψει, καθώς ούτε τους έβλεπα καλά μέσα από τις μάσκες, ούτε και διακριτικά φορούσαν. Δεν θα ήθελα όμως να δημοσιοποιήσω τα στοιχεία τους, και για λόγους αρχής αλλά και για λόγους δικαστικού απορρήτου.
Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι οι δικαστικοί λειτουργοί, και στην πρώτη δίκη και στην έφεση, λειτούργησαν χωρίς φόβο και πάθος, τεκμηριωμένα, με αποδείξεις και έρευνα. Έδειξαν ότι «υπάρχουν δικαστές εις τας Αθήνας». Και αυτό με χαροποιεί. Γιατί η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία και την καταπάτηση του Συντάγματος.
Όσο για τους αστυνομικούς των ΜΑΤ που με χτύπησαν μετά, ναι, τους ξανασυνάντησα. Σε μια πορεία. Φευγαλέα, αλλά τους συνάντησα. Φορούσαν το μόνο διακριτικό που υπάρχει για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους και ήταν αυτό που έφεραν όταν με χτύπησαν. Έναν μαύρο ρόμβο. Τους κοίταξα κατάματα και με κοίταξαν κι αυτοί. Ήταν γωνία Ακαδημίας και Βουκουρεστίου. Σταμάτησαν, κοιταχτήκαμε κάποια δευτερόλεπτα, με παρέκαμψαν και συνέχισαν να κυνηγούν διαδηλωτές στον πεζόδρομο. Ήταν Φλεβάρης του 2012.
— Υπήρξε κάποια αντίδραση από την Υπηρεσία στις καταγγελίες, διατάχθηκε έστω κάποια ΕΔΕ;
Ναι, μετά από 7 μήνες! Το αποτέλεσμα δεν θες να το ξέρεις γιατί το λιγότερο είναι να βάλεις τα γέλια ή τα κλάματα – δεν ξέρω, όπως σου έρθει. Έτσι μου ήρθε κι εμένα η ιδέα να μετονομάσω την ΕΔΕ από Ένορκη Διοικητική Εξέταση σε «Εμείς Δεν Ευθυνόμαστε». Γιατί το 90% των ΕΔΕ σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό βγάζει ως αποτέλεσμα.
Αυτή η κοροϊδία με τις ΕΔΕ πρέπει όμως κάποτε να σταματήσει. Καλούνται αστυνομικοί να βρουν ενόχους αστυνομικούς και να τους παραδώσουν στη δικαιοσύνη. Είναι δυνατόν μια «μάνα» να καταδικάσει το παιδί της; Αυτό φυσικά δεν θα συμβεί ποτέ.
Χρειάζεται επί τούτου να συσταθεί μια ερευνητική ομάδα από δικαστικούς, αστυνομικούς, πανεπιστημιακούς, νομικούς, ΜΚΟ και ανεξάρτητες αρχές γενικά. Να μην παρεμποδίζεται το έργο των δικαστών και, το πιο σημαντικό από όλα, να φέρουν διακριτικά οι αστυνομικοί. Είναι δυνατόν να μη φέρουν διακριτικά; Η σχετική απόφαση υπάρχει από το 2010! Για φαντάσου ένα αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες να αρχίσει να τραυματίζει ή να σκοτώνει κόσμο. Οφείλουν απέναντι στο Σύνταγμα και τους νόμους να γνωρίζουμε ποιοι είναι.
— Το πρόβλημα του «υπέρμετρου ζήλου» των αστυνομικών οργάνων που κοστίζει ακόμα και ζωές επανέρχεται έκτοτε διαρκώς στο προσκήνιο, είτε μιλάμε για πολιτικές συγκεντρώσεις και πορείες είτε για την αντιμετώπιση ανθρώπων από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Είναι, πιστεύεις, θέμα έλλειψης πολιτικής βούλησης, κακής νοοτροπίας και εκπαίδευσης ή μιλάμε τελικά για ένα δομικό πρόβλημα;
Σκαλίζεις πληγή που αιμορραγεί δεκαετίες τώρα. Το πρόβλημα όχι μόνο υπάρχει αλλά έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις. Είναι πολιτικό, εκπαιδευτικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, όλα μαζί και ένα. Αλληλοσυνδέονται. Οι δολοφονίες των δύο έφηβων Ρομά, στο Πέραμα πέρσι και στα Διαβατά φέτος, η υπόθεση του σκηνοθέτη Ινδαρέ και της οικογένειάς του και πόσα άλλα ανάλογα περιστατικά φανερώνουν ότι πρέπει να δημιουργηθεί άμεσα μια απόλυτα ανεξάρτητη επιτροπή διερεύνησης της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Σκέψη μου είναι πως αυτή πρέπει να στελεχώνεται από δικαστικούς, νομικούς, αστυνομικούς, γιατρούς, δημοσιογράφους και εμπειρογνώμονες με υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό. Μια επιτροπή που θα λογοδοτεί ΜΟΝΟ στη Βουλή και θα διεξάγει έρευνες σε χρόνους-ρεκόρ χωρίς «άνωθεν επεμβάσεις».
Επιβάλλεται, επιπλέον, ψυχολογική εξέταση ΟΛΩΝ των αστυνομικών που φέρουν όπλο – όσοι δεν πληρούν τα βασικά κριτήρια, αφαίρεση όπλου και τοποθέτηση όπου κρίνει το ελληνικό κράτος. Καλύτερη εκπαίδευση –ειδικά των ΜΑΤ/ΔΡΑΣΗ– και εντατικά μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου και λειτουργίας της δημοκρατίας. Δεν ζούμε στο Φαρ Ουέστ. Κάπου πρέπει να δοθεί ένα τέλος ή τουλάχιστον να αρχίσει η αρχή του τέλους!
O Mανώλης Κυπραίος ζητά απονομή δικαιοσύνης εδώ και δέκα χρόνια.
— Πώς βιοπορίζεσαι από τότε που έχασες πλήρως την ακοή σου; Βελτιώθηκε καθόλου στο μεταξύ με τις θεραπείες αποκατάστασης; Υπήρξε έμπρακτη στήριξη από τον κλάδο στην Ελλάδα;
Όπως καταλαβαίνεις, πλήρης απώλεια ακοής σημαίνει κωφός. Φαντάσου το σοκ για έναν άνθρωπο με φυσιολογική ακοή μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου να τη χάνει. Κόλαση. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Είχα ζημιά στους λαβυρίνθους, πονοκεφάλους και φυσικά W-PTSD (παλαιότερα λεγόταν «shell shock») το οποίο πραγματικά σε διαλύει και φυσικά, όπως και η κώφωση, δεν βελτιώνεται ποτέ. Οι δύο μαύρες σκιές που θα σε ακολουθούν σε όλη σου τη ζωή.
Φαντάσου, έκανα να σηκωθώ από το κρεβάτι 7 μήνες, επί 7 χρόνια περπατούσα με μπαστούνι και κανείς δεν ήξερε ότι μέσα στα παπούτσια μου είχα ρύζι και ρεβύθια για να με βοηθούν να περπατάω όσο το δυνατόν καλύτερα. Και θεραπείες αποκατάστασης δεν υπάρχουν. Μόνο βοηθήματα.
Έχω κοχλιακό εμφύτευμα, το οποίο βιδώθηκε μέσα στο κρανίο μου μετά από επέμβαση 7 ωρών. Δυστυχώς η πρώτη επέμβαση δεν είχε τα αποτελέσματα που θέλαμε και έγινε και δεύτερη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αλλά το κοχλιακό εμφύτευμα δεν είναι πανάκεια, έχει πάρα πολλούς περιορισμούς και θα σου αναφέρω μερικούς: ακούς μόνο ανθρώπινη φωνή και αυτή με προϋποθέσεις, δηλαδή να μη μιλάνε πολλοί άνθρωποι μαζί, δεν μπορείς να μιλήσεις στο τηλέφωνο, να ακούσεις μουσική, να πας κινηματογράφο, να βγεις σε μπαρ, τίποτα.
Το μοναδικό που προσφέρει, και είναι αρκετά σημαντικό, είναι ότι μπορείς να συνεννοηθείς με ανθρώπους στον κοινωνικό περίγυρο σου και να μειώσεις την αποξένωση. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας δεν το φοράς και μαθαίνεις να ζεις ως κωφός γιατί, πολύ απλά, είσαι κωφός. Κάτι το οποίο άνθρωποι που δεν είναι κοντά σου δεν αντιλαμβάνονται εύκολα. Όσο για τον βιοπορισμό μου, παίρνω αναπηρική σύνταξη…
— Πώς βλέπεις το σημερινό πολιτικοκοινωνικό τοπίο και τον ρόλο της δημοσιογραφίας σε αυτό;
Μαύρες εποχές ζούμε, φίλε μου. Η ελληνική κοινωνία μοιάζει να είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Με ανησυχεί αυτή η όξυνση των πνευμάτων (όχι άδικα από τον λαό) και θα ήθελα η εκάστοτε εξουσία να έχει εκτός από μακριά χέρια και μεγάλα αυτιά για να ακούει τον κόσμο όταν φωνάζει. Και όταν ο λαός προειδοποιεί μία, προειδοποιεί δύο, η τρίτη φορά δεν θα είναι προειδοποίηση, αλλά ένα «γερό μαύρισμα» στις κάλπες. Το έχουμε ξαναζήσει αυτό τα τελευταία δώδεκα χρόνια, μοιραία λοιπόν με τις τωρινές συνθήκες θα επαναληφθεί. Δεν τη διαβάζουν, δεν την «ακούν» την ιστορία οι πολιτικοί μας…
Όσο για τα του οίκου μας, οι δημοσιογράφοι είναι και πρέπει να είναι τα μάτια και τα αυτιά της δημοκρατίας. Οι ενδιάμεσοι κρίκοι ανάμεσα στο κράτος και τον λαό. Γι' αυτό και η θέση μας είναι κάτω. Γι' αυτό και πρέπει να συνεχίζουμε να βρισκόμαστε εκεί. Και είναι υποχρέωσή μας να παλέψουμε γι' αυτό. Όπως έγραψε και ο Καζαντζάκης: «Νιώθω σαν να χτυπάμε τα κεφάλια μας στα σίδερα. Πολλά κεφάλια θα σπάσουν. Μα κάποια στιγμή, θα σπάσουν και τα σίδερα».