ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ καταγράφονται συχνά καταγγελίες για αστυνομική παραβατικότητα, την προηγούμενη μάλιστα εβδομάδα καταγγέλθηκε βιασμός σε αστυνομικό τμήμα. Ασφαλώς δεν είναι πρόθεση του άρθρου αυτού η τοποθέτηση επί του καταγγελλόμενου περιστατικού. Αυτό είναι αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Ασκήθηκε ποινική δίωξη και η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της.
Ας ευχηθούμε μόνο ότι μέχρι τη δικαστική ετυμηγορία δεν θα παραβιαστούν για μία ακόμη φορά οι θεμελιώδεις αρχές του ποινικού μας δικαίου και του νομικού μας πολιτισμού.
Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται τόσο το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (που θα πρέπει να ισχύει για όλους και όχι επιλεκτικά) όσο και η προστασία των προσωπικών δεδομένων της καταγγέλλουσας, ιδίως από τα μέσα ενημέρωσης. Και ας ελπίσουμε ακόμα ότι η ετυμηγορία θα εκδοθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και όχι ύστερα από πολλά χρόνια. Πέρα από τα ζητήματα της παραγραφής, η ποινική διαδικασία είναι μια εξαιρετικά ψυχοφθόρα διαδικασία και θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Κάθε φορά που καταγγέλλεται περιστατικό αστυνομικής βίας, η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανακοινώνουν τη διενέργεια διοικητικής εξέτασης. Δεν θυμάμαι όμως να έχω διαβάσει ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας που να αφορά την πειθαρχική καταδίκη για περιστατικό αστυνομικής βίας.
Το γενικότερο όμως ζήτημα βρίσκεται αλλού: φαίνεται πως λόγω των συχνών καταγγελιών η κοινή γνώμη εμπεδώνει μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η αστυνομική παραβατικότητα είναι διαδεδομένη, χωρίς να επιβάλλονται οι αρμόζουσες κυρώσεις.
Πολλοί επίσης αναρωτιούνται: εάν αστυνομικοί βιαιοπραγούν ακόμη και μπροστά στις κάμερες, ακόμη και κατά συλληφθέντων με χειροπέδες (όπως είδαμε το περασμένο καλοκαίρι), τι συμβαίνει όταν η δράση των αστυνομικών οργάνων δεν είναι δημόσια, λ.χ. στα αστυνομικά τμήματα και στα αστυνομικά κρατητήρια;
Βέβαια το πρόβλημα δεν είναι ελληνικό, είναι διεθνές. Επίσης υπάρχουν και ελπιδοφόρα δείγματα, όπως κάποιες επιτυχίες της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας. Επιπλέον, η πλειονότητα των αστυνομικών επιτελεί το καθήκον της και σέβεται τα δικαιώματα του πολίτη.
Ωστόσο το ερώτημα παραμένει: γιατί τόσες καταγγελίες για αστυνομική βία και παραβατικότητα; Και επιπλέον: είναι όντως αβάσιμη η αντίληψη μεγάλου μέρους της κοινωνίας περί ανοχής, σε κάποιο έστω βαθμό, των φαινομένων αστυνομικής αυθαιρεσίας; Τι πρέπει να γίνει τελικά;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν πρέπει να είναι θεωρητική αλλά πρακτική και θα μπορούσε να περιλάβει μια δέσμη μέτρων, όπως η ουσιαστική ενίσχυση του Συνηγόρου του Πολίτη και της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας, η κατά προτεραιότητα εκδίκαση των υποθέσεων αστυνομικής παραβατικότητας από τα πειθαρχικά συμβούλια και η ενδυνάμωση των μαθημάτων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στις Σχολές Ελληνικής Αστυνομίας. Επίσης, θα πρέπει να ενισχυθεί και ο ελεγκτικός ρόλος του Κοινοβουλίου. Μια σκέψη θα ήταν η συγκρότηση διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με το αντικείμενο αυτό.
Πάντως, η αποτροπή των φαινομένων αστυνομικής παραβατικότητας είναι κυρίως ζήτημα νοοτροπίας και βούλησης των κρατικών οργάνων που διοικούν και εποπτεύουν την Ελληνική Αστυνομία. Η κοινή γνώμη διαχρονικά δεν έχει πειστεί για τη βούληση αυτή.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: κάθε φορά που καταγγέλλεται περιστατικό αστυνομικής βίας, η ηγεσία της Ελληνικής Αστυνομίας και το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ανακοινώνουν τη διενέργεια διοικητικής εξέτασης. Δεν θυμάμαι όμως να έχω διαβάσει ανακοίνωση της Ελληνικής Αστυνομίας που να αφορά την πειθαρχική καταδίκη για περιστατικό αστυνομικής βίας.
Η ύπαρξη ή μη του κράτους δικαίου δεν κρίνεται μόνο από τις συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις. Κρίνεται κυρίως από το πώς οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στην πράξη. Δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης για το επίπεδο του νομικού πολιτισμού μιας χώρας από το πώς συμπεριφέρονται οι αστυνομικές δυνάμεις στους πολίτες.