Ένα παιδί με δύο μητέρες που γεννήθηκε με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή βρίσκεται εδώ και λίγους μήνες ανασφάλιστο επειδή τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης δεν αναγνωρίζονται νομικά ως προστατευόμενα μέλη, αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει για τα αντίστοιχα ετερόφυλα.
Το εννιάχρονο σήμερα αγόρι είναι «ανύπαρκτο» και στο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και αυτά δεν είναι τα μόνα εμπόδια και διακρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει μια οικογένεια η οποία, όσον αφορά τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις της προς την πολιτεία, αντιμετωπίζεται ισότιμα ‒ δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και αναφορικά με τα δικαιώματά της.
Η περίπτωση της Λένας, της Ιωάννας και του γιου τους είναι ενδεικτική αφενός των αδυναμιών του υφιστάμενου νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης σχετικά με τη ΛΟΑΤΚΙ γονεϊκότητα, αφετέρου του λόγου που η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα δεν αρκείται στο σύμφωνο και ζητά γάμο για όλους.
Η Λένα Τοπασίδου, Θεσσαλονικιά, και η Ιωάννα Συμονόβιτς, Πολωνή υπήκοος που ήρθε στην Ελλάδα αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, γνωρίστηκαν το 2008 σε ένα μπαρ της συμπρωτεύουσας. Προέκυψε έρωτας και γίνανε ζευγάρι.
Στην πορεία αποφάσισαν να δημιουργήσουν οικογένεια. Ήξεραν, βέβαια, τους νομοθετικούς περιορισμούς για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, ότι δηλαδή στην Ελλάδα μια μόνη γυναίκα που επιθυμεί παιδί μπορεί να απευθυνθεί σε τράπεζα σπέρματος και να αναγνωριστεί ως νόμιμη γονέας, όχι όμως ένα ομόφυλο ζευγάρι, ακόμα κι αν έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο άλλωστε υπήρχε τότε μόνο ως αίτημα. Αποφάσισαν όμως να προχωρήσουν, προσδοκώντας ότι η θεσμοθέτηση του συμφώνου και ακολούθως του ομόφυλου γάμου δεν θα αργούσε.
Είναι πολλά τα εμπόδια που συναντάμε. Το χειρότερο είναι ότι, αν, ο μη γένοιτο, συμβεί κάτι στην Ιωάννα, τη βιολογική του μητέρα, εγώ δεν θα έχω κανένα δικαίωμα στο παιδί που μαζί μεγαλώσαμε, ούτε θα αναγνωρίζομαι ως συγγενής του.
Εν τέλει, μέσω της Ιωάννας απέκτησαν το 2013 το 9χρονο σήμερα αγοράκι τους. Οι ειδικοί στους οποίους απευθύνθηκαν τις αντιμετώπισαν άψογα, μου λένε. Μάλιστα είχαν πει στον ιδιώτη γιατρό που παρακολουθούσε την Ιωάννα ότι επειδή ήταν δύσκολη η κύηση –χρειάστηκε καισαρική–, θα προτιμούσαν να γεννήσει σε κάποιο δημόσιο μαιευτήριο, όπως και έγινε.
Επιλέχθηκε το Παπαγεωργίου, «όπου μάλιστα οι γιατροί με βάλανε μέσα στον θάλαμο ως κανονική σύζυγο, στη δε γέννα παρέστη και ο ιδιώτης γιατρός μας», λέει η Λένα. «Παρότι εγώ δεν είχα βιολογική σχέση με το παιδί, λειτουργούσα όπως κάθε σύντροφος που θα γινόταν γονιός. Ήμουν ενθουσιασμένη και ταυτόχρονα συγκινημένη – η χαρά και των δυο μας όταν γεννήθηκε ήταν απερίγραπτη!».
Όταν το 2016 θεσμοθετήθηκε το σύμφωνο συμβίωσης, οι δύο γυναίκες έσπευσαν να κατοχυρώσουν και νομικά τη σχέση τους. Συνέχισαν να μεγαλώνουν το παιδί τους με πολλή αγάπη και φροντίδα. Ο μικρός, που τώρα πηγαίνει στη Δ’ Δημοτικού, έχει συνειδητοποιήσει και αποδεχτεί απόλυτα φυσιολογικά το γεγονός ότι έχει δύο μαμάδες. «Ευτυχώς, ούτε οι δάσκαλοι ούτε και οι συμμαθητές του είχαν ως τώρα κάποιο πρόβλημα με αυτό – μόνο μερικοί τον ρωτάνε τι και πώς από περιέργεια, το δέχονται όμως κι αυτοί».
Ούτε με τους άλλους γονείς αντιμετώπισε το ζευγάρι κάποιο ιδιαίτερο θέμα, «εκτός από μερικούς που λέγανε “πώς θα το εξηγήσω τώρα εγώ αυτό στο δικό μου παιδί” και τέτοια, όπως όμως κι εμείς διαπιστώσαμε, τα παιδιά είναι πιο άνετα και δεκτικά στη διαφορετικότητα απ’ όσο νομίζουμε οι μεγαλύτεροι».
Πολύ θετικοί και υποστηρικτικοί ήταν εξαρχής οι συγγενείς και οι φίλοι των δύο γυναικών, τόσο με τη σχέση τους όσο και με τη γονεϊκότητα ‒ «σταθήκαμε ίσως τυχερές γιατί δεν το λες και αυτονόητο, αλλάζει βέβαια και η κοινωνία σιγά-σιγά».
Εδώ και λίγο καιρό, όμως, ο μικρός είναι ανασφάλιστος, καθώς, παρότι αρχικά είχε αναγνωριστεί ως προστατευόμενο μέλος, τώρα τους λένε ότι αυτό έγινε κατά λάθος, καθώς η νομοθεσία δεν το προβλέπει για ανθρώπους που έχουν κάνει σύμφωνο συμβίωσης.
Η Ιωάννα ζει αρκετά χρόνια τώρα στην Ελλάδα, δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ιθαγένεια, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι πολίτης της Ε.Ε., ενώ ακόμα κι αν είχε πολιτογραφηθεί Ελληνίδα, δεν θα άλλαζε κάτι νομικά σε σχέση με το παιδί.
Και, όπως τονίζουν, το πρόβλημα είναι ότι ενώ η πολιτεία δεν κάνει καμία διάκριση ως προς τις φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις που έχουν απέναντί της οι δύο γυναίκες –να πούμε εδώ ότι τα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης μπορούν να υποβάλουν κοινή φορολογική δήλωση–, τις αντιμετωπίζει ως πολίτες β’ κατηγορίας σε μια σειρά από άλλα ζητήματα που έχουν αντίκτυπο και στο παιδί.
Η οικογένεια λάμβανε voucher από τον ΕΣΠΑ, αρχικά για τον παιδικό σταθμό και τώρα για τα ΚΔΑΠ, μέσα από ένα σωρό δυσκολίες και ενστάσεις βέβαια. Όπως είπαμε, το παιδί δεν φαίνεται στο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και η Ιωάννα δεν μπορεί να εκδώσει τέτοιο πιστοποιητικό ούτε στην Πολωνία, αφού είναι δεσμευμένη εδώ (με το σύμφωνο), έχοντας επιπλέον στην οικογένειά της ένα παιδί-μέλος που για την πολιτεία είναι ανύπαρκτο.
Εάν, μάλιστα, η Λένα διέθετε μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο εισόδημα, θα μπορούσε να χαθεί το voucher και «εδώ προκύπτει ξανά η αντίφαση, ότι δηλαδή ως ζευγάρι έχουμε ίσες υποχρεώσεις αλλά όχι και ίσα δικαιώματα. Είναι πολλά τα εμπόδια που συναντάμε. Το χειρότερο είναι ότι, αν, ο μη γένοιτο, συμβεί κάτι στην Ιωάννα, τη βιολογική του μητέρα, εγώ δεν θα έχω κανένα δικαίωμα στο παιδί που μαζί μεγαλώσαμε, ούτε θα αναγνωρίζομαι ως συγγενής του.
Μόνο μια θεσμοθέτηση του γάμου για όλα τα πρόσωπα θα εξάλειφε αυτές τις ανισότητες, κι αυτό δεν το λέω θεωρητικά αλλά μέσα από την καθημερινή μου εμπειρία. Και εντάξει, όσον αφορά εμένα και τη σύντροφό μου, όσους σκοπέλους συναντήσαμε ως τώρα τους προσπεράσαμε, το θέμα είναι τι θα γίνει τώρα με την ασφάλιση του παιδιού, που είναι ξεκρέμαστο από τον Μάιο. Πρόκειται για ένα καίριο ζήτημα που αφορά κι άλλες οικογένειες σαν τη δική μας και που δεν μπορεί να περιμένει».
Η Λένα τρέχει μια μικρή ιδιωτική επιχείρηση, η Ιωάννα, που είχε αφοσιωθεί στη φροντίδα του παιδιού τα τελευταία χρόνια, δεν εργαζόταν και ως εκ τούτου δεν έχει ΕΦΚΑ. Η νομοθεσία για το σύμφωνο λέει ότι το ένα μέλος μπορεί να ασφαλίσει το δεύτερο, η ασφάλεια δηλαδή της Λένας καλύπτει και την Ιωάννα, δεν υπάρχει όμως καμία πρόβλεψη για τα παιδιά που μπορεί να υπάρχουν.
«Με την ισχύουσα νομοθεσία τα παιδιά που ενδεχομένως θα προκύψουν στη διάρκεια μιας συμβίωσης δύνανται να αναγνωριστούν ως προστατευόμενα μέλη. Με μια βασική διαφοροποίηση όμως: ενώ στα ετερόφυλα ζευγάρια που συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης εμφανίζονται κανονικά ως τέτοια στο ηλεκτρονικό βιβλιάριο υγείας, αυτό δεν ισχύει για τα ομόφυλα, στα οποία ως γονέας αναγνωρίζεται μόνο το ένα από τα δύο μέρη.
Δηλαδή τη δυνατότητα αυτή της αναγνώρισης και αντίστοιχα παροχής προστασίας προς το τέκνο την έχει μόνο ο βιολογικός ή ο θετός γονέας. Ο έτερος γονέας είναι απλώς “θεσμικό φάντασμα” στη ζωή του παιδιού, το οποίο ουσιαστικά αποστερείται των δικαιωμάτων που θα είχε από τον άλλο, ομοίως πραγματικό του γονέα, εφόσον αυτός θεσμικά δεν αναγνωρίζεται. Η ίδια θεσμική αφάνεια ισχύει αναφορικά με το έτερο μέλος ενός συμφώνου και στις περιπτώσεις που ένα ομόφυλο ζευγάρι θελήσει να αποκτήσει παιδί μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής», εξηγεί η Κατερίνα Τρίμμη, δικηγόρος και μέλος των Οικογενειών Ουράνιο Τόξο.
Αν όμως είναι έτσι, γιατί το οικείο ασφαλιστικό ταμείο είχε αναγνωρίσει το παιδί αρχικά ως προστατευόμενο μέλος; Μάλλον εκ παραδρομής, όπως φαίνεται. «Το ’19 είχα πάει στον ΟΑΕΕ (πλέον ΕΦΚΑ) όπου ήμουν η ίδια ασφαλισμένη με τη ληξιαρχική πράξη του συμφώνου και το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης και είχα ασφαλίσει και τους τρεις μας, έχω μάλιστα ακόμα το βιβλιάριο του παιδιού με τον ΑΜΚΑ, τις σφραγίδες, τις φωτογραφίες του, με όλα.
Πέρσι και πρόπερσι η ετήσια ανανέωση της ασφάλειας του παιδιού έγινε αυτόματα λόγω της πανδημίας, φέτος τον Μάιο όμως, που πήγα αυτοπροσώπως, μου είπαν ότι είχε γίνει λάθος και ότι η ασφάλιση του παιδιού ήταν παράτυπη», λέει η Λένα. Ζήτησε, λέει, από την υπηρεσία γραπτή απάντηση που να το αιτιολογεί αυτό, την οποία ακόμα αναμένει.
Αλλά ούτε ο δήμος Θεσσαλονίκης, όπου απευθύνθηκαν για πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, τους αναγνωρίζει ως οικογένεια. «Ούτε εκεί “υπάρχει” ο μικρός. Δηλαδή υπάρχει, όχι όμως κανονικά μέσα στο κυρίως δημόσιο έγγραφο αλλά ως υποσημείωση στις Παρατηρήσεις, κάτι που έγινε μετά από δική μας πίεση. Αυτό όμως αφορά μόνο το χαρτί που δίνει ο δήμος, αν μπω να εκδώσω το πιστοποιητικό από το gov.gr, δεν φαίνεται πουθενά».
Μήπως σε όλα αυτά παίζει κάποιο ρόλο το γεγονός ότι ο μικρός, παρότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, δεν έχει αποκτήσει ακόμα την ιθαγένεια; Όχι, ούτε αυτό ισχύει, δεν θα αργήσει άλλωστε αυτό, εφόσον κιόλας η βιολογική του μητέρα είναι πολίτης Ε.Ε. και διαμένει αρκετά χρόνια στη χώρα.
Όπως αναφέρεται και στην πρόσφατη έκδοση της Generation 2.0, «Ελληνική ιθαγένεια: Γνωστοί μύθοι-Άγνωστες αλήθειες», στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, δεν ισχύει το «δίκαιο του εδάφους» (Jus soli) αλλά το «δίκαιο του αίματος» (Jus sanguinis), δηλαδή η απευθείας απόκτηση της ιθαγένειας του γονέα/των γονέων. Τα παιδιά που γεννιούνται στην Ελλάδα από γονείς με ιθαγένεια άλλου κράτους παίρνουν την ελληνική ιθαγένεια μόνο αφού εγγραφούν στην Α’ Δημοτικού και μόνο εφόσον πληρούνται τα αυστηρά κριτήρια πολυετούς νόμιμης διαμονής των γονέων τους στην Ελλάδα ‒ μόνο τα τρίτης γενιάς παιδιά αλλοδαπών γονέων αποκτούν αυτόματα την ιθαγένεια μόλις γεννηθούν».
Αν η Ιωάννα είχε πολιτιγραφηθεί Ελληνίδα –προς το παρόν διαθέτει βεβαίωση εγγραφής πολίτη κράτους μέλους της Ε.Ε.‒, θα δικαιούνταν να άνοιγε δική της οικογενειακή μερίδα και να είχε το παιδί αποκάτω, όμως ο νόμος θα την αντιμετώπιζε ως μονογονεϊκή οικογένεια, αφήνοντας απέξω τη σύντροφό της. Η οποία, αν αναγνωριζόταν ως δεύτερη μητέρα του, θα μπορούσε να του μεταβιβάσει την ιθαγένεια μέσω αυτής.
Ωστόσο, ακόμα κι αν το αγοράκι ήταν ήδη Ελληνόπουλο και «με τη βούλα», πάλι ανασφάλιστο θα έμενε, αφού στο ομόφυλο σύμφωνο συμβίωσης αναγνωρίζεται μόνο ο βιολογικός ή ο θετός γονέας.
Είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους που «δείχνουν» τις αλλαγές που οφείλουν να υπάρξουν στη νομοθεσία ώστε να γίνει πιο δίκαιη, πιο συμπεριληπτική, πιο εναρμονισμένη με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Και το ζήτημα δεν είναι πόσο «έτοιμη» είναι η κοινωνία, η οποία όχι σπάνια αποδεικνύεται πιο ευέλικτη απ’ όσους χρησιμοποιούν τη δικαιολογία αυτή ως άλλοθι, αλλά κατά πόσο υπάρχει αφενός πίεση από τις οργανώσεις και τα κινήματα της κοινωνίας των πολιτών, αφετέρου ισχυρή πολιτική βούληση για να δρομολογηθούν αυτές οι αλλαγές. Οι οποίες, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα των παιδιών και μόνο, θα έπρεπε να είναι αυτονόητες.