Παρόλο που ετυμολογικά δεν λέει τίποτα στα καθ' ημάς, πέρασε κι εδώ ως viral ατάκα το «OK boomer», σλόγκαν που αναδείχτηκε ως «φράση της χρονιάς», κυκλοφορώντας αρχικά ως πιασάρικο meme της νεανικής και ραγδαία ανερχόμενης εφαρμογής TikTok, για να κατοχυρωθεί γρήγορα ως «επίσημη» έκφραση διαμαρτυρίας των νεότερων γενεών απέναντι στη γενιά των «boomers» που, αντί να έχει πάρει προ πολλού σύνταξη και να αναλογίζεται τις ευθύνες της για την κατάντια του πλανήτη, εξακολουθεί να κυβερνά και να διαχειρίζεται την εξουσία και τον πλούτο, κυρίως για την πάρτη της.
Τεχνικά, οι αποκαλούμενοι «baby boomers» είναι όσοι γεννήθηκαν στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο (εποχή που στις ΗΠΑ είχε σημειωθεί σημαντική αύξηση γεννήσεων, το λεγόμενο «baby boom») και μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '60, αλλά η μπάλα πήρε και νεότερους που δέχονται τη γεμάτη συγκατάβαση και σαρκασμό επίπληξη των millennials και της Γενιάς Ζ, μέσω αυτής της φράσης: «OK boomer». Τουτέστιν, «OK μπάρμπα (ή γέρο), ό,τι πεις». Η φράση δεν απευθύνεται τόσο σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα όσο σε συγκεκριμένη αντίληψη.
Κύριοι, επτωχεύσαμεν. Κάτι καταλάβαμε από το πάρτι, αλλά πάνω στο καλύτερο, έσκασε το κανόνι και έκτοτε επιπλέουμε στα απόνερα της ύφεσης και στενάζουμε από τις απανωτές κρίσεις μέσης ηλικίας.
Πέρα όμως από την αβάσταχτη ελαφρότητα της viral συνθηματολογίας, η ραγδαία εργαλειοποίηση του όρου αποτελεί σαφές δείγμα ενός χάσματος και ενός –παγκοσμίου– πολέμου που διεξάγεται ανάμεσα στις παλαιές «καθεστωτικές» γενιές και στις νεότερες που αναζητούν μια θέση στον ήλιο, σε συνθήκες πολύ χειρότερες από τους προκατόχους τους. Οι πρώτοι εγκαλούνται από τους δεύτερους ως άπληστοι πρώην (ή δήθεν) προοδευτικοί που κατσικώθηκαν εφάπαξ στα πόστα και διαβρώθηκαν πλήρως από το βόλεμα και το χρήμα και οι δεύτεροι από τους πρώτους ως ευέξαπτες «χιονονιφάδες» που κατοικούν στην (ψηφιακή) κοσμάρα τους.
Έχει άραγε κάποιο νόημα η μεταφορά αυτών των γενεαλογικών χαρακτηριστικών στην ελληνική συνθήκη, τηρουμένων των αναλογιών; Και ναι και όχι. Το βέβαιο είναι ότι μια αντίστοιχη διαμάχη σαφώς ισχύει και εδώ (και ενδεχομένως με μεγαλύτερη ένταση) και έχει την αφετηρία της στο ξέσπασμα της κρίσης, η οποία λειτούργησε εντελώς διχαστικά και διαβρωτικά και σε επίπεδο γενεών. Ο Κωστάκης Καραμανλής, ο Σαμαράς και ο ΓΑΠ ανήκουν άλλωστε στην γενιά των εγχώριων «boomers».
Χρησιμοποιώντας λοιπόν πολιτικά ορόσημα ως μπούσουλα (ανέκαθεν μας ταίριαζαν περισσότερο) θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι σύμφωνα με το αμερικανικό γενεαλογικό χρονοδιάγραμμα, η γενιά των boomers (γεν. μεταξύ 1946 και 1964) αντιστοιχεί με τη γενιά που γεννήθηκε εδώ από τον εμφύλιο ως την αποστασία περίπου και περιλαμβάνει άτομα που κατά καιρούς έχουν χρεωθεί στη γενιά του 114, στη γενιά της χούντας (προφανώς ο λιγότερο δημοφιλής προσδιορισμός, αν και στις μέρες μας σίγουρα ξεμυτίζουν όλο και περισσότεροι που θα δήλωναν μέλη της, ως τίτλο τιμής), στη γενιά του Πολυτεχνείου, μέχρι και τη γενιά της (πρώιμης) μεταπολίτευσης.
Η επόμενη γενιά, δηλαδή η ελληνική εκδοχή της Generation X (γεν. μεταξύ 1965 και 1979), θα μπορούσε να μπει με μια σχετική ασφάλεια κάτω από την ταμπέλα «γενιά του ΠΑΣΟΚ». Δε νομίζω να υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις επ' αυτού. Αυτό μας καθόρισε πολιτισμικά (είτε για καλό είτε για κακό), το έχουμε αποδεχτεί και μοιάζει τόσο προφανές που δεν χρειάζεται νομίζω κάποια περαιτέρω τεκμηρίωση. Κύριοι, επτωχεύσαμεν. Κάτι καταλάβαμε από το πάρτι, αλλά πάνω στο καλύτερο, έσκασε το κανόνι και έκτοτε επιπλέουμε στα απόνερα της ύφεσης και στενάζουμε από τις απανωτές κρίσεις μέσης ηλικίας. Μην είμαστε αχάριστοι όμως. Τουλάχιστον είχαμε την τιμή να εκλεγούν πρωθυπουργοί της χώρας εκπρόσωποι της γενιάς μας, όπως ο Αλέξης Τσίπρας και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στα τέλη του περασμένου αιώνα είχε ξεκινήσει να γίνεται λόγος για την επόμενη της γενιάς Χ, η οποία βαφτίστηκε με τον διόλου ευφάνταστο τίτλο Generation Y, τελικά όμως όταν μεγάλωσαν εκείνα τα μωρά που δεν ήξεραν τι είδους κοσμογονικές κατραπακιές τα περίμεναν (εδώ δεν ξέραμε εμείς οι μεγαλύτεροι), επικράτησε σταδιακά ο όρος millennials.
Οι millennials (γεν. μεταξύ 1980 και 1996) είναι... millennials απανταχού της γης και αποτελούν την πρώτη γενιά που έχει λιγότερο ή περισσότερο γαλουχηθεί με το ψηφιακό σύμπαν, την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επιτάχυνση. Είναι η πρώτη γενιά που νιώθει προϊόν του 21ου αιώνα κυρίως και όχι του προηγούμενου. Αν επιχειρούσαμε μια προσαρμογή του τίτλου στα καθ' ημάς, θα λέγαμε ότι πρόκειται για τη «γενιά της Κρίσης» ή τη «γενιά των 700 ευρώ» όπως είχε αποκληθεί πριν από μερικά χρόνια με αισιόδοξη, όπως αποδείχτηκε, διάθεση (η πιο πρόσφατη υποτίμηση την ορίζει πλέον ως «γενιά των 400 ευρώ»).
Όσο για τη Generation Z, δεν υπάρχει κάποιο σαφές χρονικό πλαίσιο προσδιορισμού της –κατά κανόνα ορίζεται αορίστως ως η επόμενη γενιά από τους millennials– αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιλαμβάνει τους σύγχρονους έφηβους και νεολαίους που έχουν γεννηθεί από το 1997 ας πούμε, μέχρι τα τέλη της περασμένης δεκαετίας. Το βέβαιο είναι ότι είναι όλοι πολύ νέοι, έχουν ανατραφεί με το ψηφιακό / τεχνολογικό σύμπαν ως φυσικό περιβάλλον και μοιάζουν κάποιες φορές σα να είναι φτιαγμένοι από άλλο ύφασμα από αυτό των προγόνων τους. Δεν έχω ιδέα ποια θα μπορούσε να είναι μια «εντόπια» ονομασία αυτής της γενιάς – λίγο που το σκέφτηκα άρχισα να φρικάρω με τους δυσοίωνους τίτλους εγχώριας αποκάλυψης που μου έρχονταν στο μυαλό, σαν τραγούδι Έλληνα ράπερ.
Είναι η γενιά του «μετά» –όχι ως πρόθεμα αλλά ως κατάσταση– και ήδη έχουν ακούσει τόσες εσχατολογικές προσεγγίσεις για το μέλλον που αναρωτιούνται πόσο θα διαρκέσει αυτό το «μετά». Λογικό που μοιάζουν να αμφιταλατεύονται ανάμεσα στο «σ' εμάς έλαχε να σώσουμε τον κόσμο» και στο «πουτάνα όλα τώρα, να τελειώνουμε με σας».