Ψάχνοντας να βρω κάποιες άγνωστες σ’ εμένα λέξεις από διάφορες αργκό, συνειδητοποίησα πως υπάρχει τρομερή ζωντάνια μέσα στη διαδικασία δημιουργίας λέξεων, φράσεων και τρόπων ομιλίας. Ζωντάνια που δεν μπορεί να μεταφερθεί από τη σχολική διαδικασία, που όμως αποτελεί οργανικό κομμάτι της εκμάθησης όλων των γλωσσών.
Θυμάμαι έναν Έλληνα διανοούμενο που, διαφεύγοντας κάποια στιγμή στη Γαλλία, νόμισε ότι θα μπορούσε να επικοινωνήσει εκεί, γνωρίζοντας άψογα μόνο την επίσημη γαλλική. Έπρεπε να περάσει κάποιος καιρός και να τριγυρίσει πολύ στους δρόμους του Παρισιού για να μπορέσει να εξοικειωθεί με τη γαλλική αργκό της εποχής του κι έτσι όντως να μυηθεί στους παριζιάνικους τρόπους.
Πλήθος λέξεων και εκφράσεων από την αργκό χρησιμοποιείται ασυναίσθητα απ' όλους και όλες μας, ειδικά στις πιο κάζουαλ περιστάσεις. Οι αργκό μπολιάζουν όλες τις γλώσσες, ανανεώνοντάς τες διαρκώς και η κοινή νέα ελληνική δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική μοίρα.
Απευθύνθηκα, λοιπόν, στον καθηγητή Γλωσσολογίας και μέχρι πρότινος πρόεδρο του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Γιώργο Ξυδόπουλο που έχει ασχοληθεί εκτενώς με τις αργκό και όχι μόνο. Ξεκινήσαμε συζητώντας για αργκό και διαλέκτους για να φτάσουμε σε ευρύτερα ζητήματα που άπτονται της γλώσσας.
Ο πουριτανισμός παίζει πάντα ρόλο σε οτιδήποτε αφορά την ανθρώπινη δραστηριότητα και την έκφραση των συναισθημάτων. Ο πουριτανισμός μπορεί να αποτρέπει κάποιον από το να χρησιμοποιεί συγκεκριμένο λεξιλόγιο, να τον κάνει να ντρέπεται ή να αισθάνεται φόβο. Ο πουριτανισμός σε κάνει να λες «θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα για την κακή λέξη που είπες!».
— Τι είναι οι αργκό και ποια η διαφορά τους από τις διαλέκτους;
Καταρχάς, και τα δύο αφορούν τη γλωσσική ποικιλία. Η μία είναι περισσότερο γεωγραφικά προσδιορισμένη, γι’ αυτό λέγεται γεωγραφική διάλεκτος. Υπάρχει όμως και ένας άλλος όρος, η «κοινωνιόλεκτος», για μια ποικιλία που βασίζεται σε κοινωνικές παραμέτρους (ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη, επάγγελμα κ.λπ.). Η αργκό ή αλλιώς αγοραία γλώσσα, σλανγκ ή περιθωριακή γλώσσα, όπως αποκαλείται πολλές φορές στη βιβλιογραφία, είναι ο τρόπος χρήσης της γλώσσας και το λεξιλόγιο που αφορούν τη μη τυπική χρήση της γλώσσας από συγκεκριμένες ομάδες.
Μη τυπική χρήση της γλώσσας μπορεί να κάνουμε κι εμείς, ασχέτως της δουλειάς μας – κι εγώ στις ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας με τους φίλους μου, που αισθάνομαι πιο οικεία, μπορώ να χρησιμοποιώ κάλλιστα και σλανγκ. Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτών που τη χρησιμοποιούν και των υπολοίπων
— Αυτή η διάκριση επίσημης - μη επίσημης γλώσσας υπήρχε από πάντα;
Ναι. Ακόμα και στα αρχαία ελληνικά το βλέπουμε αυτό. Βλέπουμε τον Αριστοφάνη να χρησιμοποιεί ανεπίσημη γλώσσα, υβριστική, προσβλητική.
— Οπότε δεν έπαιξε κάποιον ρόλο ο πουριτανισμός για να δημιουργηθεί αυτή η διάκριση;
Ο πουριτανισμός παίζει πάντα ρόλο σε οτιδήποτε αφορά την ανθρώπινη δραστηριότητα και την έκφραση των συναισθημάτων. Ο πουριτανισμός μπορεί να αποτρέπει κάποιον από το να χρησιμοποιεί συγκεκριμένο λεξιλόγιο, να τον κάνει να ντρέπεται ή να αισθάνεται φόβο. Ο πουριτανισμός σε κάνει να λες «θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα για την κακή λέξη που είπες!».
— Η σύγχρονη αργκό είναι πιο περιορισμένη απ’ ό,τι στην αρχαιότητα;
Αντιθέτως, η αργκό σήμερα είναι πιο διαδεδομένη, διότι σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχουν και τα όρια που υπήρχαν παλιά. Παλιότερα υπήρχαν περιορισμοί σε κοινωνικές ομάδες που είχαν να κάνουν με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, όπως οι ομοφυλόφιλοι που στις αρχές του εικοστού αιώνα χρησιμοποιούσαν τα καλιαρντά, μια κρυπτική, συνθηματική γλώσσα, η οποία τους επέτρεπε να επικοινωνούν χωρίς να αποκαλύπτουν όσα ήθελαν να πουν σε όσους ήταν εκτός της ομάδας αυτής.
Αυτά τα όρια δεν υπάρχουν πλέον, διότι η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών αρχών έχει επιτρέψει την πολύ πιο ελεύθερη χρήση ακόμα και λέξεων από τα καλιαρντά. Ως γλώσσα δεν χρησιμοποιείται πια όπως τότε, γιατί τότε είχε συγκεκριμένο σκοπό.
Σήμερα επίσης έχουμε δραστηριότητες όπως το gaming, που τροφοδοτούν πολύ την αργκό με λεξιλόγιο, ή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άρα οι πηγές εμπλουτισμού της σλανγκ διαφοροποιούνται ανάλογα με το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται.
— Όταν σήμερα κάποιοι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τη νεανική αργκό παραβιάζουν κάποια όρια;
Δεν νομίζω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Άλλωστε μην ξεχνάτε ότι κι εμείς ως boomers –γιατί εγώ ανήκω σε αυτήν τη γενιά– είχαμε τη δική μας «γλώσσα των νέων» όταν ήμασταν σε αυτή την ηλικία! Δηλαδή δεν είναι ίδιον της γενιάς αυτής μόνο.
Απλώς κάθε χρονική φάση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά για το πόσο, από τι και ποια γλώσσα επηρεάζεται και από ποιες δραστηριότητες μπορεί αυτή να τροφοδοτείται.
— Οι διάλεκτοι μπορούν να εξελιχθούν σε γλώσσες;
Η γλωσσολογία κανονικά δεν διακρίνει ανάμεσα σε διάλεκτο και γλώσσα. Η διάκριση αυτή είναι περισσότερο περιγραφική παρά πραγματική. Έχει να κάνει με εθνικά σύνορα, με την αντίληψη περί της ύπαρξης –για τα δικά μας δεδομένα– κάπου μιας ελληνικής-μητέρας γλώσσας (χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε πού), η οποία έχει από κάτω της διάφορα παρακλάδια.
Αν το δούμε από την πλευρά του ομιλητή, αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι καθένας από εμάς έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει σε ένα γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο έμαθε τη γλώσσα του, αυτή που μίλαγε ο περίγυρός του. Αυτή η γλώσσα μπορεί να ήταν σε ένα χωριό της Κρήτης. Άρα αυτός ο άνθρωπος τι έμαθε; Τη γλώσσα του και όχι μια διάλεκτο της ελληνικής.
Εμείς ερχόμαστε μετά, το παρατηρούμε αυτό και περιγράφοντάς το λέμε ότι «επειδή αυτός μιλάει με αυτά τα συγκεκριμένα γλωσσικά χαρακτηριστικά, μιλάει μια διάλεκτο της ελληνικής που είναι η κρητική».
— Θα έπρεπε να διδάσκουμε στα παιδιά τις ντόπιες διαλέκτους;
Αυτό μπορεί και πρέπει να γίνεται στο σχολείο. Αν μάλιστα το σχολείο είναι σε μια περιοχή στην οποία μιλάνε τα ελληνικά διαφορετικά απ’ ό,τι κάπου αλλού, θα έπρεπε να πούνε, σε ισότιμο βαθμό, ότι π.χ. εδώ τη γάτα τη λέμε «κατσούα», ενώ στην κοινή ελληνική λέγεται «γάτα».
Έτσι το παιδί θα μάθει να κάνει τη διάκριση αφενός, και αφετέρου να μην αισθάνεται μειονεκτικά επειδή χρησιμοποιεί την τοπική του διάλεκτο. Θυμάμαι, ως μαθητής στην Αθήνα, που είχαμε δυο παιδιά στην τάξη τα οποία πρόφεραν το «λι» και το «νι», σύμφωνα με τη διάλεκτό τους. Κι εμείς τα κοροϊδεύαμε, όπως έχουμε δει να συμβαίνει σε τηλεοπτικές εκπομπές, σειρές κ.λπ.
Αυτό δεν βοηθάει στο να αντιμετωπίζουμε ισότιμα τις διαλέκτους. Ούτως ή άλλως, αυτό που συνέβη με την κοινή νέα ελληνική, αυτό που λέμε πρότυπη ελληνική, είναι ότι απλώς κάποια στιγμή μία από τις διαλέκτους προτυποποιήθηκε.
— Μπορείτε να μας μιλήσετε για το ψηφιακό λεξικό που φτιάχνετε σχετικά με την καταγραφή των αργκό;
Στη σύγχρονη λεξικογραφία βασιζόμαστε πάρα πολύ στις πληροφορίες που μπορούμε να αντλήσουμε από τα λεγόμενα «σώματα κειμένου». Αυτά είναι συλλογές κειμένων, επιλεγμένων με συγκεκριμένα κριτήρια, που μπορεί να ανήκουν σε διάφορα κειμενικά είδη.
Τα συγκεντρώνουμε όλα μαζί, δημιουργούμε μια βάση δεδομένων και ύστερα ειδικά προγράμματα που μπορούν να ψάξουν μέσα σε ένα «σώμα κειμένου» εντοπίζουν τις διάφορες τάσεις που μπορεί να παρουσιάσει το λεξιλόγιο. Οι τάσεις έχουν να κάνουν με τη συχνότητα εμφάνισης μιας λέξης, το περιβάλλον μέσα στο οποίο μπορεί να εμφανίζεται, τη συμπεριφορά της λέξης μέσα σε αυτό το περιβάλλον.
Όλα αυτά τα στοιχεία, εάν τα αντλήσουμε από αυτό το «σώμα κειμένου», μας δίνουν ένα αξιόπιστο στιγμιότυπο της ζωής μιας λέξης. Από την πραγματική της χρήση δηλαδή και όχι από την εντύπωση που έχει ο λεξικογράφος, ο οποίος είναι ένας άνθρωπος με μια διαμορφωμένη άποψη που θα είναι ρυθμιστική για τη γλώσσα.
— Κάποιοι θεωρούν ότι στο πέρασμα από την προφορικότητα στη γραπτή γλώσσα χάθηκε και κάτι από τη ζωντάνια της. Από την άλλη, υπάρχει η αντίληψη ότι ο πολιτισμός ξεκινά από τη γραφή.
Η γραφή δεν είναι τίποτε άλλο από την αποτύπωση της προφορικής γλώσσας. Γι’ αυτό και για τους γλωσσολόγους και τη γλωσσολογία η γραφή έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Για μας δηλαδή προέχει ο προφορικός λόγος, αυτός είναι η γλώσσα. Διότι δεν είναι υποχρεωτικό ένας ομιλητής να πάει στο σχολείο για να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Συνεχίζει να είναι ομιλητής, να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του. Η έννοια της γραπτής παράδοσης σίγουρα προσδίδει υψηλότερη αξία σε κάποιες γλώσσες, οι οποίες ανέπτυξαν ιστορικά, ποσοτικά και ποιοτικά πλήθος κειμένων υψηλού επιπέδου, όπως η ελληνική.
Γιατί τελικά «λατρεύεται» η αρχαία ελληνική; Επειδή ακριβώς έχουν δημιουργηθεί πολύ υψηλού επιπέδου κείμενα σε αυτήν τη γλώσσα. Αυτό δεν δίνει όμως υψηλότερη αξία στην ίδια τη γλώσσα. Εκεί γίνεται το μεγάλο λάθος να θεωρείται η αρχαία ελληνική ως πρότυπη, ως παράδειγμα προς μίμηση, και να λέμε ότι τα νέα ελληνικά έχουν φτωχύνει, ότι είναι υποδεέστερα. Αυτή είναι μια εντελώς εσφαλμένη σύγκριση.
Καταρχάς, δεν υπάρχουν κριτήρια. Τι σημαίνει «φτωχό» ή «πλούσιο» και πώς το μετράς σε μια γλώσσα; Εάν μετρήσουμε λέξεις, η νέα ελληνική έχει περισσότερες από τα αρχαία ελληνικά. Και είναι λογικό, διότι ο πολιτισμός σήμερα είναι πολύ πιο εξελιγμένος απ’ ό,τι ήταν πριν από 3.000 χρόνια.
Η γλώσσα είναι μια φυσική διαδικασία. Κατακτάται με φυσικό τρόπο από τους ανθρώπους, δηλαδή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Μπορούμε να δημιουργήσουμε, και έχουμε δημιουργήσει, τεχνητές γλώσσες που έχουν, συγκεκριμένο σκοπό, όπως οι γλώσσες των υπολογιστών, οι οποίες μιμούνται λίγο τη γλωσσική δομή. Κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν και τεχνητές γλώσσες, όπως η εσπεράντο.
— Άρα δεν πρέπει να διαφυλάξουμε ούτε έναν πυρήνα κανόνων ή λέξεων;
Κι αυτό πάλι πιστεύω ότι πηγαίνει στα όρια της ρύθμισης, προσπαθώντας να δημιουργήσουμε κάτι το οποίο θεωρούμε καλό, που θα πρέπει να το μιμηθούμε και να το ακολουθήσουμε. Εγώ νομίζω ότι από κει ξεκινάει το πρόβλημα και δυστυχώς περνάει και στο σχολείο.
Σήμερα ζητούν από τα παιδιά στο σχολείο ουσιαστικά να πάψουν να επικοινωνούν όπως επικοινωνούσαν και να αρχίσουν να επικοινωνούν σε κάτι το οποίο δεν κατανοούν. Φανταστείτε πόσο πιο σωστό θα ήταν στο σχολείο να μπορεί να μελετηθεί και η γλώσσα των παιδιών αυτών, ισότιμα με τη γλώσσα που μπορούν να βρουν σε ένα πεζό, σε ένα ποίημα, σε ένα κείμενο γραμμένο σε μια εφημερίδα, και να μπορούν να δουν τις διαφορές.
Όλα τελικά ξεκινούν από την προφορική επικοινωνία η οποία δεν αξιοποιείται όπως θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, στην παραγωγή γραπτών κειμένων. Επιπρόσθετα, τα παιδιά δεν μαθαίνουν πώς να ερευνούν και να επιλέγουν κριτικά πληροφορίες από τις κατάλληλες βιβλιογραφικές πηγές ώστε να γράψουν ένα δικό τους κείμενο. Απλά μαθαίνουν, τελείως αφύσικα, να αντιγράφουν έτοιμες πληροφορίες και μετά να τις αναπαράγουν γραπτά.
— Δεν υπάρχουν όμως και πράγματα τα οποία πρέπει να επισημανθούν ως λάθη;
Βεβαίως. Πρέπει να τους επισημάνουμε τις διαφορετικές χρήσεις της γλώσσας. Αν θέλουν να γράψουν μια επίσημη επιστολή, θα πρέπει να τους επισημάνουμε τι πρέπει να προσέξουν και ποιες επιλογές πρέπει να κάνουν, γιατί υπάρχουν κάποια κλισέ που χρησιμοποιούνται σε αυτές τις περιπτώσεις.
Όμως αυτή η ιστορία με τα γλωσσικά λάθη έχει να κάνει με τη διαφορά λόγιου και λαϊκού. Αν παρατηρήσετε, τα λάθη αφορούν μόνο το λόγιο λεξιλόγιο. Το «από ανέκαθεν», για παράδειγμα, λένε ότι είναι λάθος. Ο ομιλητής της νέας ελληνικής δεν μπορεί όμως να το αντιληφθεί αυτό, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει πλέον το μόρφωμα «θεν» και δεν χρησιμοποιείται παραγωγικά στη γλώσσα. Δεν λέμε «Αθήναθεν», «Πάτραθεν». Λέμε «από την Πάτρα», «από την Αθήνα». Άρα το «ανέκαθεν» πρέπει να μάθουν στο παιδί πώς να το χρησιμοποιεί και ότι από μόνο του σημαίνει «από πάντα».
Πρέπει να μαζέψεις όλες αυτές τις εκφράσεις και να του πεις «έλα εδώ να δεις πώς τις χρησιμοποιούμε εάν θέλεις να εμπλουτίσεις το κείμενό σου με αυτές». Ή μπορείς να το πεις και πιο απλά, δεν χρειάζεται να πεις «ανέκαθεν», μπορείς να πεις «από πάντα». Εάν, πάντως, θες να εμπλουτίσεις το κείμενό σου με τέτοιες λόγιες εκφράσεις, θα πρέπει να σου τις μάθω και πώς να τις χρησιμοποιείς.
Επίσης, πρέπει να σου μάθω ότι η ορθογραφία είναι μια σύμβαση. Απλώς θα πρέπει να είσαι συνεπής στη χρήση και στην εφαρμογή της. Για να συντάξει μια επιστολή ή να γράψει ένα διαγώνισμα, θα πρέπει να τον κάνουμε κοινωνό της πραγματικής ουσίας της ορθογραφίας και όχι να του λέμε ότι η ορθογραφία πρέπει να λατρεύεται. Γιατί εκεί έχουμε καταλήξει. Έχουμε θεωρήσει ότι η ορθογραφία είναι γλώσσα, που σε καμία περίπτωση δεν είναι.
— Η γλώσσα είναι μια φυσική ή μια τεχνητή διαδικασία;
Η γλώσσα είναι μια φυσική διαδικασία. Κατακτάται με φυσικό τρόπο από τους ανθρώπους, δηλαδή μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Μπορούμε να δημιουργήσουμε και έχουμε δημιουργήσει τεχνητές γλώσσες που έχουν συγκεκριμένο σκοπό, όπως οι γλώσσες των υπολογιστών, οι οποίες μιμούνται λίγο τη γλωσσική δομή. Κάποιοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν και τεχνητές ομιλούμενες γλώσσες, όπως η εσπεράντο.
Αυτές όμως δεν επιβίωσαν, γιατί για να μπορέσει να επιβιώσει μια γλώσσα θα πρέπει να μεταδοθεί, να κατακτηθεί από το παιδί σου, το παιδί του παιδιού σου κ.ο.κ. Και η κατάκτηση μιας γλώσσας δεν είναι το ίδιο με τη διδασκαλία της. Η διδασκαλία αφορά τη συνειδητή εμπλοκή του εκπαιδευόμενου, ενώ στην κατάκτηση δεν συνειδητοποιεί το παιδί εκείνη την ώρα ότι κατακτά γλώσσα.
Σε κάποιες χώρες στις οποίες υπήρχαν αποικίες έχουμε επίσης τις λεγόμενες κρεολές γλώσσες. Στην Αϊτή π.χ. μιλάνε μια γλώσσα η οποία θυμίζει πολύ τα γαλλικά ως αποτέλεσμα της επαφής της γαλλικής με την ντόπια γλώσσα.
Το σίγουρο είναι ότι γεννιόμαστε όλοι με μια συγκεκριμένη προδιάθεση, τουλάχιστον αυτό πιστεύει η γενετική γλωσσολογία, που την είχε εισαγάγει ο Τσόμσκι. Από τη στιγμή που δεν πάσχουμε από κάτι που θα μας απέτρεπε από το να αναπτύξουμε γλώσσα (δεν είμαστε κωφοί ή δεν έχουμε κάποιο πρόβλημα στους αρθρωτικούς μηχανισμούς), μπορούμε να μάθουμε οποιαδήποτε γλώσσα στην οποία θα εκτεθούμε για ικανό χρονικό διάστημα. Ούτε σε διδάσκει κάποιος, ούτε τίποτα. Γι’ αυτό και αναπτύσσουν γλώσσα και παιδιά που γεννήθηκαν σε αγράμματες οικογένειες και παιδιά που γεννήθηκαν σε πολύ εγγράματες οικογένειες. Είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς.
— Έχετε ασχοληθεί επίσης και με τον εξαγγλισμό της ελληνικής γλώσσας.
Ναι, και είναι ακόμα σε εξέλιξη αυτή η έρευνα. Όπως και η σλανγκ, με την οποία ασχολούμαστε, έτσι και ο εξαγγλισμός μάς κάνει μεγάλη εντύπωση. Ειδικότερα η πίεση η οποία ασκείται από την αγγλική στα νέα ελληνικά, την οποία ως επιστήμονες πρέπει να την παρατηρούμε και να την περιγράφουμε.
Δεν στεκόμαστε φοβικά απέναντι σε αυτό το φαινόμενο. Εκεί είναι η μεγάλη διαφορά. Είναι κάτι το οποίο δεν μπορείς να σταματήσεις. Για να το σταματήσεις θα πρέπει να κλείσουν τα πάντα, να σταματήσουμε την οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο, να σταματήσει δηλαδή η φυσιολογική ζωή, έτσι ώστε να μην κινείται τίποτα. Ε, δεν γίνεται αυτό το πράγμα.
— Υπάρχει όμως μια διάθεση να τεθούν κάποιοι περιορισμοί, μη κλίνοντας, για παράδειγμα, τις ξένες λέξεις.
Οι ξένες λέξεις μπορεί να κλίνονται ή να μην κλίνονται. Από τη στιγμή που προφέρονται στα νέα ελληνικά, αποτελούν λέξεις της νέας ελληνικής. Το πρώτο επίπεδο ενσωμάτωσης των λέξεων είναι η φωνητική-φωνολογική. Όταν δανείζεσαι μια λέξη από τα αγγλικά δεν την προφέρεις όπως ο Άγγλος. Όσο κι αν θες να μιμηθείς λίγο την προφορά ενός αγγλόφωνου, δεν το κάνεις.
Το ίδιο και με τα γαλλικά. Δε λες γεστογάν, λες ρεστοράν. Λες ασανσέρ, δε λες ασανσέγ. Αυτό που παρατηρούμε, και το παρατηρούμε με μεγάλο ενδιαφέρον, είναι ότι πολλά πράγματα που θα μπορούσαμε να τα λέμε με διαφορετικό τρόπο στα ελληνικά, επιλέγουμε να τα λέμε στα αγγλικά, κι αυτό πάλι το αντιμετωπίζουμε ως απόλυτα φυσιολογικό.
— Όμως ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας το βιώνει φοβικά.
Αν βιώνεις κάτι φοβικά, πράγμα κι αυτό κατανοητό, θα πρέπει να σκεφτείς ίσως κι έναν τρόπο για να το αντιμετωπίσεις. Υπάρχει κάποιος τρόπος; Μπορείς να σταματήσεις τη ροή του κόσμου ή τη ροή της Ιστορίας; Δεν νομίζω ότι μπορείς να το κάνεις.
— Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν ότι πρέπει να αντλήσουμε από το λεξιλόγιο των αρχαίων, των βυζαντινών ή από οποιαδήποτε άλλη περίοδο.
Δεν εξαρτάται από εμάς όμως αυτό. Αυτά γίνονται χωρίς τη βούληση του γλωσσολόγου ή οποιουδήποτε άλλου επιστήμονα-ρυθμιστή. Πώς θα το κάνεις; Ωραία μεταφράσαμε το κομπιούτερ και το κάναμε υπολογιστή. Το συγκεκριμένο ζευγάρι επιβίωσε στο λεξιλόγιό μας. Αυτός ο ανταγωνισμός, λοιπόν, είναι ένας υγιής ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δύο λέξεων, που τις κάνει να επιβιώνουν και οι δύο. Σε άλλες περιπτώσεις δεν επιβιώνουν.
Το smartphone μεταφράστηκε ως έξυπνο τηλέφωνο – άραγε πόσοι χρησιμοποιούν τον όρο «έξυπνο τηλέφωνο»; Εμείς πρέπει να πούμε καθαρά ότι δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη γλωσσική αλλαγή. Δεν μπορούμε να κάνουμε το fast-food ταχυφαγείο.
— Άρα εσείς έχετε μια διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο του γλωσσολόγου.
Ναι, ο γλωσσολόγος δεν βάζει κανόνες, δεν ρυθμίζει. Το αντικείμενο της δουλειάς του είναι η παρατήρηση, η περιγραφή και η ερμηνεία του γλωσσικού φαινομένου.
— Μετέχοντας όμως στη γλώσσα, μετέχει επίσης στο φαινόμενο που μελετά.
Εννοείται, γιατί κι εκείνος είναι ομιλητής που έχει μια ιδεολογία. Κι εκείνος μπορεί να κατηγορηθεί ότι ρυθμίζει με τη δική του έννοια. Ακόμα και η απορρύθμιση μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ένα είδος ρύθμισης. Κατά τη δική μου κρίση, πάντως, δεν υπάρχει γλωσσική αστυνομία. Συμφωνεί και η σύγχρονη γλωσσολογία με αυτό.
Για μένα το μεγάλο πρόβλημα είναι το τι γίνεται στη γλωσσική εκπαίδευση στο σχολείο. Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα, το οποίο μέχρι τώρα έχει χαθεί, γιατί εμείς, ως γλωσσολόγοι, θα θέλαμε στο σχολείο οι μαθητές να αποκτούν αυτό που ονομάζεται γλωσσική επίγνωση. Γνωρίζεις τη γλώσσα σου και στο σχολείο έρχεσαι για να μάθεις γι’ αυτή. Κι εκεί πέρα πρέπει να μάθεις ιστορία της γλώσσας, τη σχέση της γλώσσας σου με τις άλλες γλώσσες, να μάθεις τη γλωσσική ποικιλία – αυτά που λέγαμε για τις διαλέκτους.
Και γενικά πρέπει να μάθεις ότι η γλώσσα σου δεν είναι ανώτερη από τις άλλες γλώσσες, ούτε και υποδεέστερη. Ακόμα και μια γλώσσα που μιλά μια μικρή φυλή της Αφρικής είναι εξίσου σημαντική με τη δική σου. Εξάλλου, αν βρεθεί κανείς μόλις γεννηθεί σε μια καλύβα στην Αφρική, θα μάθει ως μητρική την γλώσσα που μιλιέται εκεί.