Υπάρχει κάπου ένας παράλληλος κόσμος γεμάτος παράξενες λέξεις όπως Brough Superior, Vincent, Ariel, Royal Enfield, Norton, Velocette, BSA και πολλές ακόμα. Ένας κόσμος που αρνείται οτιδήποτε ηλεκτρονικό, βολικό, μοδάτο, πλαστικό, εφήμερο και εύκολο· που πλαισιώνεται από συγκεκριμένη μουσική, ρούχα, χτενίσματα, φετιχιστικά αξεσουάρ, ντεμοντέ ποτά και ξεπερασμένες, αλλά ρομαντικές συμπεριφορές· που μυρίζει καμένα λάδια κινητήρα και επαναφέρει, κόντρα στην εποχή, μια άλλη, ξέθωρη πραγματικότητα. Είναι ο κόσμος του ροκ εν ρολ, των γυρισμένων ρεβέρ, των σηκωμένων γιακάδων, των old school τατουάζ και των παλιών μοτοσικλετών. Ο κόσμος του Μάρλον Μπράντο από την εποχή του «Wild One» και του Έντι Κόχραν από τις μέρες του «Summertime Blues».
Το τελευταίο ίσως «συνεργείο επισκευής παλιών ονείρων» ανήκει στον Περικλή Παπαμιχαήλ και βρίσκεται στους Αγίους Αναργύρους. Ένα γκαράζ βγαλμένο από την εποχή των Rockers, στους τοίχους του οποίου μπορείς να χαζέψεις αφίσες από παλιές μοτοσικλέτες και ακόμα παλιότερες εκδηλώσεις. Ένας χώρος γνήσιος και αληθινός και όχι επιτηδευμένος ή γυαλισμένος έτσι ώστε να συγκινεί. Ένα συνεργείο γεμάτο βαριά μηχανήματα (μερικά κατευθείαν από την παλιά αμερικανική βάση), γράσα και μουτζούρες, καλάθια μοτοσικλετών, μισοτελειωμένα πρότζεκτ, κουτιά με παξιμάδια, μανιατό, φανάρια, μπουζί και ντίζες. Ένα μέρος ιερό για όσους είναι μυημένοι στην αυθεντική αγάπη για τις παλιές μοτοσικλέτες και περισσότερο σε μια διαφορετική αισθητική και ηθική από αυτή των ημερών.
«Το ότι πηγαίνω με τη μηχανή στο σπίτι και μυρίζει λάδια μου αρέσει πολύ γιατί είναι η μυρωδιά ενός παλιού κόσμου. Η ταλαιπωρία, η μανιβέλα και η απογοήτευση όταν ξεμένεις (μαζί με τη χαρά όταν ακούς το γουργουρητό της επανεκκίνησης) είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος που δεν είναι στη φάση».
Είναι Δευτέρα πρωί και το συνεργείο είναι γεμάτο κόσμο που έχει έρθει να φτιάξει τις μηχανές του. Όλοι μοιράζονται την ίδια λόξα, την ίδια «αρρώστια» για τις παλιές μηχανές, «κλοτσιά στο κεφάλι» όπως την ονομάζει ο Φ., ένας 50άρης με τζιν με ρεβέρ και λευκό μπλουζάκι που μοιάζει σαν να ξεπήδησε απ’ τον «Ατίθασο».
Ο Α.Ν., ο οποίος είναι κάτοχος μιας Royal Enfield και φίλος του Περικλή, μας υποδέχεται και μας βάζει να καθίσουμε στο μικρό τραπέζι στο βάθος του συνεργείου, περιτριγυρισμένοι από παλιές BMW, BSA, Enfield και Norton. Ξεκινάει την κουβέντα για να δραπετεύσουμε έστω και λίγο σ' εκείνο τον ξεχασμένο κόσμο και να αντιληφθούμε τις δυσκολίες που εμφανίζονται όταν ακολουθείς τον δρόμο της ενασχόλησης με κάτι τόσο απαιτητικό όσο μια γερασμένη, φιλάσθενη Εγγλέζα ή μια αιωνόβια γκρινιάρα Γερμανίδα. Στην κουβέντα συμμετέχουν και όλοι οι παρευρισκόμενοι, πελάτες αλλά και φίλοι.
«Σήμερα, αυτός που θέλει να πάρει ένα παλιό μηχανάκι, το βλέπει ως προέκταση του πέους του», λέει ο Μ.Σ. «Επειδή είχε πρόβλημα αποδοχής μικρός, νομίζει ότι παίρνοντας ένα παλιό μηχανάκι θα αποκτήσει κύρος και υπόσταση. Εγώ το δικό μου μηχανάκι το καβαλάω επειδή γουστάρω ο ίδιος. Δεν με ενδιαφέρει να το γουστάρει άλλος. Το καβαλάω και πάω όπου θέλω, δεν το κάνω για να το δείξω. Είναι πολλοί αυτοί που παίρνουν ένα παλιό μηχανάκι για να το δείξουν, “κοιτάξτε τι έχω”, έχει αλλάξει πολύ η φάση.
Τη δεκαετία του ’80 είχαμε από ένα μηχανάκι και πίναμε καφέ βάζοντας το πόδι πάνω του για να δείξουμε ότι είναι δικό μας, να μην έρθει κανένας και το πειράξει. Τώρα κάποιοι έχουν δέκα μηχανάκια, δεν βγάζουν να κυκλοφορήσουν ούτε ένα και το μόνο που τους νοιάζει είναι πότε θα πάρουν το επόμενο. Είναι η απληστία του ανθρώπου, δεν ευχαριστιέται με τίποτα, είναι μιζέρια. "Πάρε, βρε, το μηχανάκι σου και βγες μια βόλτα να γυρίσεις ευτυχισμένος"».
«Χθες, που σχόλασα από τη δουλειά, πήρα την Enfield και οδηγούσα για ώρα χωρίς προορισμό, άδειασε το κεφάλι μου», λέει ο Α.Ν. «Τώρα δεν βλέπεις στον δρόμο μοτοσικλέτες τις καθημερινές, κάθε Κυριακή μόνο βγαίνουν μηχανές που κάνουν τριάντα χιλιάρικα, κάτι γυαλισμένα κτήνη, κάτι υπερμεγέθεις Indian ή Harley που φωνάζουν “δείτε με!”. Είναι το δίτροχο Range Rover της εποχής. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν συνδέονται προσωπικά μ’ αυτό, με τη μηχανή τους, δεν την καβαλάνε για να γουστάρουν οι ίδιοι πλέον και να μην τους νοιάζει, την καβαλάνε για να γουστάρει ο άλλος που τους βλέπει.
Γιατί να κυκλοφορείς με μια αντίκα που θα σου βγάζει την πίστη, που δεν προσφέρει άνεση, αν δεν γουστάρεις αυτήν τη μοτοσικλέτα; Μια μοτοσικλέτα του 1938 είναι ξερή, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς φλας, καλά φρένα ή δείκτη βενζίνης κι αυτός που γουστάρει έχει τον σεβασμό μου γιατί τα σημερινά μηχανάκια είναι πολύ καλύτερα και με πιο μεγάλες ευκολίες ή ασφάλεια. Είναι σαν να ακούς βινίλιο και όχι mp3, ακριβώς το ίδιο πράγμα. Έχει να κάνει με την αναβίωση μιας άλλης εποχής που είναι πιο manual, που χρειάζεται να συμμετέχεις προσωπικά, με το να ξέρεις πώς λειτουργεί, να παίρνεις μέρος ακόμα και στην επιδιόρθωσή της.
Το ότι πηγαίνω με τη μηχανή στο σπίτι και μυρίζει λάδια μού αρέσει πολύ γιατί είναι η μυρωδιά ενός παλιού κόσμου. Η ταλαιπωρία, η μανιβέλα και η απογοήτευση όταν ξεμένεις (μαζί με τη χαρά όταν ακούς το γουργουρητό της επανεκκίνησης) είναι κάτι που δεν μπορεί να το καταλάβει κάποιος που δεν είναι στη φάση. Δεν είναι θέμα ταχύτητας, είναι θέμα αίσθησης του ανέμου στο πρόσωπο και ψυχοθεραπείας. Μπορείς να πάρεις ένα σκουτεράκι, μία BMW GS 1200 που είναι σαν ρομπότ, με θερμαινόμενα γκριπ, υπολογιστές ταξιδιού, abs και να πηγαίνεις από δω μέχρι τα Γιάννενα και να μην καταλαβαίνεις τίποτα, αλλά δεν είναι το ίδιο.
Νομίζω ότι πλέον δεν υπάρχουν μοτοσικλέτες αλλά μηχανές.
Για μένα αυτές οι γραμμές είναι design, αρχιτεκτονική, ιστορία. Κοίταξε ποια είναι η διαφορά στα μυαλά της τότε Γερμανίας από την Αγγλία της ίδιας εποχής. Κοίτα το χοντροκομμένο, το επιβλητικό, το πιο μινιμαλιστικό, το πιο huge μιας Zundapp KS750, και κοίτα ποιοι είναι οι Άγγλοι με το Royal Enfield Model G2, που είναι πιο εκλεπτυσμένο, πιο αυτοκρατορικό, έχει πιο λεπτές ρόδες, είναι intellectual και elegant μαζί, παρότι και τα δύο μοντέλα είναι προπολεμικά ή πολεμικά. Από τις μηχανές μπορείς να μάθεις ιστορία, αν είσαι παρατηρητικός. Μου αρέσει που σε αυτό το μαγαζί έρχομαι και βλέπω αυτή την αφίσα η οποία είναι τριάντα χρονών και καρφωμένη στον τοίχο και έχει παλιώσει μαζί με το μαγαζί. Όλα έχουν παλιώσει μαζί με το γκαράζ. Ακόμα και το πορτρέτο του Μπράντο με το δερμάτινο από τις μέρες του τζάιβ προτού καν γεννηθεί το ροκ εν ρολ, κι αυτό δείχνει ότι ξεκίνησε με άλλη όρεξη το μαγαζί, μα αυτά έμειναν εκεί, να θυμίζουν μια χαμένη νιότη».
«Έτσι είναι», προσθέτει ο Μ.Σ. «Πολλές φορές νιώθω ότι μπήκα στο μαγαζί πριν από τριάντα χρόνια και ξύπνησα σήμερα χωρίς να καταλάβω πότε πέρασε ο καιρός και τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα. Έμεινα εδώ κυκλωμένος από τις Norton, τις BMW και τις Enfield».
«Οι Enfield έφυγαν από την Αγγλία το '59-'60 και τώρα βγαίνουν στην Ινδία», λέει ο A.N. «Η Enfield ήταν μια εταιρεία που έφτιαχνε κανόνια, εξού και το "made like a gun, goes like a bullet", όλες οι εταιρείες έφτιαχναν ή κανόνια ή βλήματα (π.χ. η BSA - Birmingham Small Army) ή σφαίρες, μέχρι και βελόνες. Υπήρχαν μοτοσικλέτες γερμανικές, αγγλικές, γαλλικές, βελγικές, ελβετικές, οι οποίες χάθηκαν όλες μετά τον πόλεμο. Κάποιες έφτασαν μέχρι το ’50 και ύστερα χάθηκαν.
Και υπήρχαν και αμερικανικές. Το Κόβεντρι, για παράδειγμα, που έβγαζε τις καλύτερες μοτοσικλέτες, ισοπεδώθηκε από τους ναζί. Η καταστροφή αυτών των μοτοσικλετών και η διάλυση της κουλτούρας ήρθε οριστικά όταν έγινε η γιαπωνέζικη εισβολή, όταν ξεκίνησε αυτή η φάση, Yamaha, Suzuki, Kawasaki και Honda. Τότε ήταν που έγινε κανονικό "Pearl Harbor" στην Ευρώπη. Ισοπεδώθηκαν πολύ περισσότερα από παλιοσίδερα και η μηχανή ξεκίνησε να γίνεται κάτι άλλο, κόντρα, σούζα, αντίο ροκ εν ρολ και Έντι Κόχραν».
Ο Α.Ν. φρόντισε να βγουν μερικές μοτοσικλέτες στον δρόμο για τη φωτογράφιση κι εμείς καθίσαμε να μιλήσουμε με τον Περικλή για το «συνεργείο επισκευής παλιών ονείρων» του.
— Από πότε σε ενδιαφέρουν οι μηχανές;
Το ενδιαφέρον για τις μηχανές το έχω από παιδί. Από πιτσιρικάς μού άρεσαν πολύ τα μηχανάκια, τα αυτόματα, τα δίκυκλα γενικά. Και πάντα είχα λόξα με τα παλιά. Αυτή η ιστορία με τις παλιές μηχανές ξεκίνησε το 1984. Όσο σπούδαζα –τελείωσα το Οικονομικό Υμήμα της Νομικής– δούλευα σε μηχανουργείο το πρωί και το απόγευμα σε συνεργείο. Όταν τελείωσα τη σχολή, αντί να ασχοληθώ με το αντικείμενο των σπουδών μου, συνέχισα να δουλεύω στο μηχανουργείο. Το μαγαζί το άνοιξα το 1993, το Πάσχα συμπλήρωσε τριάντα χρόνια.
— Πάντα ήσουν ροκαμπιλάς;
Το ροκ εν ρολ έχει καθορίσει την αισθητική μου και τη σχέση μου με τις μηχανές, γιατί όλα αυτά είναι αλληλένδετα. Το 1981, που είχε έρθει ο Ρόρι Γκάλαχερ στην Αθήνα και είχα πάει στη συναυλία του, είχα μακριά μαλλιά, αλλά κάποιος φίλος πήγε στην Αγγλία, έφερε έναν δίσκο των Stray Cats και πήγαμε και κουρευτήκαμε όλοι, αφήσαμε φαβορίτες και το γυρίσαμε στο ροκ εν ρολ.
— Υπάρχει ενδιαφέρον για τις παλιές μηχανές στην Ελλάδα;
Υπάρχει, πάντα υπήρχε, απλώς τώρα δεν υπάρχουν πολλά τέτοια μηχανάκια. Τα έχουν σηκώσει οι Γερμανοί τα περισσότερα, πολλοί ιδιώτες τα πουλάνε στο εξωτερικό, δεν μπορείς να βρεις εύκολα. Τη δεκαετία του ’80 στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι, μόνο σε αυτόν τον δρόμο, είχε δύο μαγαζιά με BSΑ, ένα Horex κι ένα BMW. Τότε είχε πολλά μηχανάκια, τώρα δεν βλέπεις τίποτα. Αν έχεις χρήματα, βρίσκεις και τώρα, αλλά είναι πολύ ακριβά.
— Γιατί είχαμε τόσες αντίκες εδώ;
Μεταπολεμικά, τη δεκαετία του ’50, υπήρχε νόμος στη Γερμανία ότι ανά 3-5 χρόνια έπρεπε να αλλάζεις τις μηχανές για να προλαβαίνεις τη φθορά. Έτσι πήγαιναν οι Έλληνες, αγόραζαν τις μεταχειρισμένες μηχανές και τις φόρτωναν στα τρένα. Αυτές τις μηχανές ήρθαν οι Γερμανοί τη δεκαετία του ’80 και τις ξαναπήραν πίσω. Πήγαιναν στα καφενεία και έκαναν deal με όσους τις είχαν για 30 και 50 χρόνια και τις σήκωσαν όλες. Οι αγγλικές έχουν μείνει στην Ελλάδα γιατί τις πήρε το Ναυτικό, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Και τη δική μου τη Norton από εκεί την πήρα το 1995.
— Πόσες μηχανές έχεις;
Τρεις. Τη Norton Commando, την BMW με το καλάθι και την Enfield του 1936. Και αυτές πολλές είναι, είπα να διώξω καμία. Βάλε λάστιχα, βάλε μπαταρίες, βάλε χίλια δυο, δεν τελειώνει ποτέ η επισκευή, φτάνουν δύο.
— Πόσο κοστίζει να φτιάξεις μια μηχανή που σου φέρνουν;
Εξαρτάται από την κατάσταση που σου τη φέρνουν. Αν είναι σε μέτρια κατάσταση, π.χ. μια BMW, γύρω στα 8-9 χιλιάρικα. Τη δεκαετία του ’80 ένα BMW ήταν πιο φτηνό από ένα παπί. Τώρα πληρώνεις την ιστορία. Μια BMW R69S έτοιμη, φτιαγμένη, περνάει τα 40 χιλιάρικα. Με το καλάθι ξεπερνάει τα 50. Αυτή την είχε η Αεροπορία. Στέλνουμε στη Γερμανία τους αριθμούς και μας λένε οι Γερμανοί ποια ήταν η ημερομηνία κατασκευής της. Αυτή εδώ είναι Zundapp του 1941. Σε αυτές τις μηχανές άνοιγαν πίσω τον σκελετό, έβαζαν έναν άξονα με ένα σαζμάν από τζιπ και δύο τροχούς και τις έκαναν φουρκόνια. Φόρτωναν ασβέστη, τσιμεντόλιθους, όργωναν όλη την Αθήνα αυτές οι μοτοσικλέτες.
— Τι διαφορά βλέπεις, από άποψη κατασκευής, σε σχέση με τις μηχανές του σήμερα;
Αυτό το μηχανάκι, που είναι του 1936, έχει φοβερή ποιότητα κατασκευής. Αν δεις πώς έχουν εντάξει τα ρουλεμάν στους τροχούς, στον σχεδιασμό του, που είναι αρκετά περίεργος, καταλαβαίνεις ότι ήταν προσεγμένη στην κάθε λεπτομέρεια. Φαίνεται ότι ήταν ακριβό μηχανάκι για την εποχή του. Βέβαια, δεν έχει τα φρένα που έχει μια σημερινή μοτοσικλέτα, αλλά είχαν ρίξει χρήμα πάνω του, όπως καταλαβαίνεις από το design. Στις σημερινές μοτοσικλέτες το πλαστικό θα σπάσει και θα διαλυθεί σε μερικά χρόνια. Αυτό είναι μόνο σίδερο, τι να πάθει; Τα μηχανάκια που φτιάχτηκαν στα '80s έχουν διαλυθεί όλα.
— Έχει δουλειά το μαγαζί;
Βγαίνει μεροκάματο, αλλά δεν είναι όπως παλιότερα. Το να έχεις ένα τέτοιο μαγαζί έχει και πολλές δυσκολίες, π.χ. πολύ δύσκολα βρίσκεις πλέον προσωπικό, παιδιά που θέλουν να μάθουν, είσαι μόνο εσύ, σαν γιατρός. Η πιο μεγάλη δυσκολία είναι η ιδιαιτερότητα των πελατών, νομίζουν ότι είναι ενημερωμένοι και τα ξέρουν όλα και δεν σε αφήνουν να κάνεις αυτό που πρέπει, αυτό που πιστεύω ότι είναι σωστό. Είναι πελάτες πιο απαιτητικοί, πιο παράξενοι από ενός συνεργείου για σκούτερ. Είναι φετιχισμός οι παλιές μηχανές, μόνο αν έχεις την ίδια λόξα το καταλαβαίνεις. Για να έχεις αγοράσει μια μηχανή που είναι προβληματική εξαρχής, είσαι ήδη αρκετά προβληματικός και εσύ.
— Γιατί δεν έρχονται παιδιά, καινούργιοι μάστορες;
Έφερα τον γιο μου, που είναι 17 χρονών, και φρίκαρε το παιδί, «δεν μπορώ να αντέξω εδώ» μου λέει, «είναι μουρλοκομείο». Δεν ενδιαφέρεται πλέον για τις μηχανές, γιατί τον έβαλα τριών χρονών στο καλάθι και πήγαμε Πελοπόννησο και τώρα δεν θέλει ούτε να τα βλέπει. Δεν έρχεται γενικά νέος κόσμος, δεν υπάρχει νέος κόσμος με παλιές μηχανές, είναι ένα φετίχ που αφορά μεγαλύτερης ηλικίας κόσμο. Αν μαζεύεις βινύλια και οδηγείς παλιές μηχανές, το κάνεις γιατί δεν μπορείς να δεχτείς ότι μεγαλώνεις. Είναι πολύ φετιχιστικό, δεν μπορεί ένα νέο παιδί να ταυτιστεί, να θέλει να αγοράσει μια τέτοια μηχανή άμα δεν είναι στη φάση της μουσικής, εάν δεν είναι μέρος της υποκουλτούρας. Δεν υπάρχει τόσο ροκ εν ρολ πλέον τριγύρω.
— Υπάρχουν στην Αθήνα μάστορες που φτιάχνουν παλιές μηχανές;
Έχουν μείνει 4-5.
— Ανταλλακτικά βρίσκεις;
Βρίσκεις. Αν δεν υπάρχουν εδώ, βρίσκεις απ’ έξω. Το Ίντερνετ βοήθησε πολύ, πάρα πολύ. Τη δεκαετία του ’90, αν ήθελες να παραγγείλεις ένα ανταλλακτικό, έστελνες γράμμα στη Γερμανία, σου έστελναν προφόρμα, την πήγαινες στην τράπεζα, πλήρωνες, έστελνες τη φωτοτυπία με τον αριθμό στη Γερμανία και σου έστελναν τα πράγματα. Ήθελε δυο-τρεις μήνες να γίνει αυτή η διαδικασία με το ταχυδρομείο. Να πω, όμως, ότι επειδή είναι παλιά μια μηχανή δεν σημαίνει ότι παθαίνει και συνέχεια ζημιές, αν την προσέχεις.
Σίγουρα, όμως, οι παλιές μηχανές θέλουν σέρβις και βλέπεις τους ιδιοκτήτες τους πιο συχνά. Με τους περισσότερους έχω προσωπικές σχέσεις και «χαλάει» εκεί κάπως το πράγμα, γιατί το συνεργείο δεν είναι σούπερ μάρκετ, που πας στο ταμείο και αν δεν έχεις λεφτά δεν μπορείς να ψωνίσεις. Εδώ έρχονται, μου λένε «να δούμε τι έχει;» και μπορεί να μην έχουν μία να μου δώσουν.
Έχω βάλει την ταμπέλα «ουδεμία εργασία εξέρχεται ανεξόφλητος» και λέω «πήγαινε και μίλα με την ταμπέλα». Είναι δύσκολο, γιατί δεν φτιάχνεις παλιά αυτοκίνητα καλοζωιστών, φτιάχνεις τις μηχανές ατόμων που ακούνε ροκ εν ρολ, γίνεστε φίλοι και μετά συμπονάει ο ένας τον άλλο και αυτό κάποιος μπορεί να το εκμεταλλευτεί και να μπλέξεις. Να μην είσαι ο μάστοράς τους, να είσαι ο φίλος τους, να σου λέει «φτιάξ’ το και θα δούμε». Έτσι όμως δεν δουλεύει ένα μαγαζί.
Στον δρόμο έχει βγάλει μια BSA του 1938 (του Δ.Φ.) και την Enfield του 1936. Τα αυτοκίνητα συνέχιζαν να περνούν αριστερά και δεξιά, αδιαφορώντας για τις γερασμένες Εγγλέζες. Ο Μάρλον Μπράντο από μέσα φάνηκε να χαμογελάει προς στιγμήν και να μας κλείνει το μάτι κάτω από το στραβά βαλμένο καπέλο του. Από ένα παράθυρο μακριά νομίζαμε πως ακούσαμε τον Little Richard να τραγουδάει το «Send me some loving», αλλά ίσως να ήταν και ιδέα μας...
Classic Moto Restore, Αγίου Παντελεήμονος 14, Άγιοι Ανάργυροι