Ένα οδοιπορικό που δημοσιεύτηκε στο περιοδικο «01», του 1995. Από την Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία ήταν τότε αρχισυντάκτρια του περιοδικού.
Το καλοκαίρι του ’86 ακολούθησα τη συμβουλή του Μπόμπυ Τρουπ: πήρα τη Route 66 απ’ το Σικάγο ως το Λος Άντζελες, οδηγώντας ένα Ολντσμομπιλ που είχα αγοράσει για οκτακόσια δολάρια στο Τζέρζι. Εκείνη την εποχή, όπως και κάθε άλλη εποχή άλλωστε, ο μύθος του δρόμου μ’ άφηνε εντελώς αδιάφορη: δεν ήμουν περιηγήτρια, ούτε με συγκινούσαν οι ιστορίες με μπενζεδρίνες, μπύρες και τζαζ- εξάλλου, μισούσα τούς φυσιολατρικούς ομίλους, τούς τουρίστες και τους περιπατητές, τα μουσεία και τα μνημεία. Μόνο το μπετόν μ’ άρεσε: δεν νοσταλγούσα τα δέντρα, ούτε τα νερά και τα ξέφωτα - οι αυτοκινητόδρομοι ένωναν πόλεις κατακόρυφες κι επιθετικές, τοπία χέρσα κι άγονα.
Η Route 66 ήταν η κατάλληλη διαδρομή: περνούσε μέσα από τρεις ζώνες χρόνου, μέσα από επτά Πολιτείες - η φύση ήταν άγρια, εγκαταλελειμμένη στους καιρούς, μια εικόνα από το τέλος του κόσμου. Και τα καρότα ήταν μόνο ψυχεδελικά, αιχμηρά, φτιαγμένα από ενδιάμεση ύλη: ωστόσο, ούτε οι διάδοχοι των μπήτνικς μ’ ενδιέφεραν, ούτε οι Merry Pranksters με τα πολύχρωμα χαπάκια και τα τεράστια μαγνητόφωνα. Το μόνο που ήθελα ήταν να οδηγώ με το ’να πόδι στο γκάζι και τ’ άλλο στο κάθισμα, μέσα στην απεραντοσύνη. Δεν αναζητούσα τίποτα: ούτε συναντήσεις, ούτε αποχωρισμούς. Ούτε ήθελα να δω τον πάτο του κόσμου σαν τον Κάσαντι και τον Πάρανταϊζ.
Η Route 66 έκοβε στα δυο την Αμερική, «το καινούριο δροσερό και πράσινο στήθος του Νέου Κόσμου», όπως έλεγε ο Φιτζέραλντ― και η Αμερική ήταν για μένα ένα σύστημα από δρόμους με σκονισμένα αγροτικά φορτηγά και βενζινάδικα και διόδια. Και μαζί, βαμμένες ερημιές και πετρωμένα δάση, και δάση από πινακίδες και σήματα και βέλη και σύμβολα που έλεγαν: Hit the Motherroad.
Πήρα τη Route 66, το χνάρι του ινδιάνικου μονοπατιού Οσατζ που στα τέλη του 19ου αιώνα ονομαζόταν "Δρόμος του σύρματος" γιατί πρώτος το ακολούθησε ο τηλέγραφος. Η Route 66 ξεκινούσε απ’ το Σικάγο κι εισχωρούσε στη βαθιά Αμερική, μέσ’ απ’ τα καλαμποκοχώραφα, διασχίζοντας το Μιζούρι, το Κάνσας, την Οκλαχόμα και το Τέξας: έφτανε ως την Αγρια Δύση, εκεί όπου, παλιότερα, στις άκρες των χωματόδρομων βρίσκονταν κρανία αγελάδων και τρακαρισμένες Φορντ-Τ, ναυάγια συγκρούσεων και νεκροταφεία από λαμαρίνες. Τέλος, έμπαινε στην έρημο της Αριζόνα, για να καταλήξει στους κροσσούς του Λος Άντζελες, στο Σαν Μπερναντίνο, εκεί που άνοιξε το πρώτο ταχυφαγείο του ο Μακ Ντόναλντ. Έπειτα, διέσχιζε τη Σάντα Μάνικα στις ακτές του Ειρηνικού, που πάφλαζε κι ακουόταν από μακριά σαν κοχύλι.
Η Καλιφόρνια ήταν το τέλος του δρόμου, ο παράδεισος του χρυσού και της αμερικανικής ξανθότητας - ήταν ο προορισμός των πιονιέρων, το σημείο φυγής ενός δρόμου επιπλωμένου: όποιος διέθετε ρόδες και χρόνο μπορούσε ν’ ανακαλύπτει ένα-ένα τα μοτέλ σε σχήμα ινδιάνικης καλύβας, τα εστιατόρια σε σχήμα δεινόσαυρου και τα παγωτατζίδικα σε σχήμα γιγάντιου κώνου. Το ’86, πιονιέροι δεν υπήρχαν πια, αλλά υπήρχαν σέρφερς - κι εγώ είχα άφθονο χρόνο κι άλλωστε δεν κουραζόμουν ποτέ. Έτσι, διάνυσα τα δυόμισι χιλιάδες μίλια, σαν τους φτωχούς Okies του Στάινμπεκ με τις σακαράκες τους, σαν τους προσκυνητές και τους τυχοδιώκτες που αναζητούσαν το Ελντοράντο κι έβρισκαν το Μπέικερσφηλντ, ένα βαρετό χωριό με πορτοκαλιές. Και σαν τον Χάμπερτ Χάμπερτ, που οδηγούσε ανήσυχος στο πλάι της Λολίτα περνώντας μέσα από νεκρές νυχτερινές πόλεις - με τα φώτα του νέον ν’ αναβοσβήνουν πιο αργά απ’ τους χτύπους της καρδιάς του.
ΑΜΑΡΙΛΛΟ
Στο δυτικό Ιλλινόι, κοντά το Σπρίνγκφηλντ, σκέφτηκα να γυρίσω πίσω, να μείνω στο Σικάγο, να δω την Κόκο Ταίυλορ που έπαιζε σ’ ένα κλαμπ της Δυτικής Πλευράς. Έπειτα, μετάνιωσα: ακόμα και το μεσοκαλόκαιρο στο Σικάγο φυσούσε ο άνεμος Γεράκι κι εμένα η ζέστη δεν μου ήταν ποτέ αρκετή. Έτσι, έφτασα αδιαμαρτύρητα ως το Αμαρίλλο και στάθηκα στο ράντσο που ’ναι παραχωμένες οι Κάντιλακ - έμεινα λίγο σαν δείκτης ρολογιού που καθυστερεί - κι έπειτα χάλασα: κι αυτό, για λίγο - χάλασα σαν ρολόι, έχασα το χρόνο. Ξέχασα εκείνο το παρόν, το ράντσο που είχε κατασκευάσει η εταιρεία «Φάρμα των μυρμηγκιών», ξέχασα τις Κάντιλακ, και τις Ντε Σότο και τις Χάντσον: δυο χρόνια νωρίτερα, στο παλιό μονοπάτι του Νάτσεζ, κοντά στο Νάσβιλ, είχα κλάψει πολύ-πολύ πικρά. Έπειτα, μετάνιωσα και γι’ αυτό: βρίσκομαι στο κέντρο της γης, είπα, μπορώ να πάω οπουδήποτε, απ’ το Φορτ Σμιθ του Άρκανσω ως τη Σάντα Φε κι από ’κει στο Μεξικό, εκεί που δεν φτάνει ούτε το διαπολιτειακό superhighway, εκεί που έφτασε ο Στάινμπεκ όταν ταξίδευε με το σκύλο του τον Τσάρλι.
Οδηγούσα κοιτάζοντας στην άκρη της προοπτικής ψάχνοντας στο ραδιόφωνο την καλύτερη συχνότητα, κάτι που να συνοδεύει μια τόσο άσκοπη περιπλάνηση, τόσο διαφορετική απ’ τα ταξίδια του Βίλεμ Μάιστερ. Ήμουν ένα αποδημητικό πουλί, σκεφτόμουν - ένα πουλί: τα σχέδιά μου δεν ξεπερνούσαντην επόμενη μέρα. Μαζί μετά χρόνια είχαν συσσωρευτεί οι φυγές και οι επιστροφές στις παλιές αυταπάτες. Και οι δρόμοι δεν τέλειωναν πουθενά, απλώς διακόπτονταν - δεν μ’ οδηγούσε κανένα φως, μόνο το εγχειρίδιο τροχαίων σημάτων, μόνον ο άτλαντας του κόσμου. Υπήρχα μέσα στο χώρο, έξω απ’ το χρόνο: γλιστρούσα στον ανάγλυφο χάρτη, παραμόνευα σαν τα θηρία της ξηράς, σαν τα θαύματα. Η Route 66 ήταν η αποθέωση της ποίησης των ταξιδιών, η αποθέωση της ματαιότητας: ήταν ο ανοιχτός δρόμος που συμβόλιζε μιαν ελευθερία μοναχική και υπέροχη - ελευθερία στα 65 μίλια την ώρα, πέρα απ’ το όριο της νομιμότητας.
Έπειτα ήταν ένας δρόμος που έβγαζε στο κέντρο του αμερικανικού λαβύρινθου, στους πίσω δρόμους που οδηγούσαν στις πόλεις - φαντάσματα. Σαν το Μπερλίν - εκεί που εμφανίστηκαν οι ιχθυόσαυροι - ή στο Ροχάινι που πριν καεί ήταν ο σκονισμένος παράδεισος της Δύσης. Ή την Οντεσσα, που ήταν πόλη - φάντασμα αλλά δεν το ήξερε: την προηγούμενη χρονιά, είχα παρεκκλίνει απ’ την 66 κι είχα πάρει την 20 - ήταν ένα σκληρό καλοκαίρι. Έφταιγαν οι κακουχίες στο δυτικό Τέξας, έφταιγαν κι οι εκατό βαθμοί Φαρενάιτ. Έφταιγαν και τα λεφτά, όπως πάντα: όταν είχα για βενζίνη δεν είχα για φαγητό, κι όταν είχα για φαγητό δεν είχα για βενζίνη. Οταν έφτασα στην Οντεσσα μέτρησα τα λεφτά και δεν έφταναν ούτε για να πάω στο Πέκος. Έτσι, πήγα στο σταθμό των λεωφορείων και ζήτησα άσυλο. Είπα πως θα ’ταν ωραία αν έδεναν το στέησον βάγκον από πίσω και με κουβαλούσαν μέχρι τα σύνορα Θα ήταν υπέροχα, είπα Ο οδηγός δεν έκανε καμιά ερώτηση εκτός από το αν είχα σχοινί - έχω σχοινί, πάντα έχω σχοινί, είπα. Ήταν ένα λεωφορείο με μουσούδα, υπόλειμμα στρατιωτικού υλικού απ’ το Φορτ Γουόρθ—έκανα διακόσια σιωπηλά χιλιόμετρα, δεμένη πίσω απ’ το λεωφορείο, κοιτώντας τους ανεμόμυλους να αδρανούν μέσα στην κάψα Στις άκρες του δρόμου σέρνονταν αγκαθωτά φυτά που σταματούσαν σε μικρογραφίες εκκλησιών με την Παρθένο και λουλούδια και καντήλια κι άλλα αντικείμενα που δεν αναγνώριζα Ήταν σαν ένα όνειρο: καθόμουν οκλαδόν, προσέχοντας αόριστα το φρένο, και διέσχιζα το δυτικό Τέξας με είκοσι δύο δολάρια κι άλλα τόσα σεντς και μια πιστωτική κάρτα που είχε αποδειχτεί ανίσχυρη σ’ ολόκληρο το Τέξας. Σκεφτόμουν το σπίτι μου στη Νέα Υόρκη κι αν είχαν μπει κλέφτες απ’ τη μεταλλική σκάλα, αν είχε πάρει φωτιά, αν είχε πλημμυρίσει: ξαφνικά, αναίτια, αισθανόμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη Δύση - κι έγινα ακόμα πιο ευτυχισμένη όταν φτάσαμε στο Ελ Πάσο κι είδα τη μάντρα του Γκάθρι. ΡΟΔΕΣ - ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΕΡΙ, έγραφε. Και το εννοούσε: δεν κοίταξε καν τα χαρτιά μου, δοκίμασε τη μίζα κι έπειτα είπε: Ο,τι πρέπει για τους λαθραίους. Μου έδωσε πεντακόσια δολάρια - που ήταν κοροϊδία - και που αρκούσαν για το Γκρέιχαουντ ως τη Νέα Υόρκη αλλά δεν αρκούσαν για φαγητό. Έτσι βρισκόμουν πάλι στο ίδιο σημείο.
Έμεινα στο Ελ Πόσο δυο μέρες, τριγυρίζοντας ανάμεσα στο πάρκο Αρόγιο και τον Ρίο Γκράντε. Δεν είχα τίποτ’ άλλο να κάνω πέρα απ’ το να κοιτάζω: εκατοντάδες εργάτες γης έρχονταν με σαραβαλιασμένα λεωφορεία νωρίς το πρωί και γύριζαν στο Μεξικό, στο Κλουδάδ Χουαρέζ, στις έξι το απόγευμα. Ήταν κουρασμένοι το πρωί και κουρασμένοι το βράδυ: μερικοί έτρωγαν αλατισμένους σπόρους κολοκύθας που ήταν πολύ παράξενοι στη γεύση - και που δεν ήταν καν χορταστικοί. Τη δεύτερη νύχτα, στο μοτέλ, καθόμουν ξάγρυπνη κι ονειρευόμουν καινούργια, μεγάλα ταξίδια με τον αντίχειρα - σκονισμένους δρόμους όπου θα καίγονται οι κινητήρες, όπου θα καίγονται τα λάστιχα, κι όπου στα μοτέλ οι πινακίδες θ’ αναβοσβήνουν εξωτικά ονόματα. Ονειρευόμουν φάρους στους ωκεανούς, νησιά της Κίρκης και της Καλυψώς, μονοπάτια των Απάτσι και των Σιού, βουνά αφρώδη και χαμένα ορυχεία. Την άλλη μέρα, πήγα σ’ ένα βενζινάδικο που είχε σήμα ένα πέταλο: Βενζίνη της Καλής Τύχης, έγραφε - και το εννοούσε. Ένα φορτηγό πήγαινε ως το Μάουντ Πλέζαντ, πάνω από εξακόσια μιλιά, και - εντάξει, γιατί όχι, ανέβα, πέτα πίσω το σάκο.
Το 1986, στα βενζινάδικα της Έξον μοίραζαν τους καλύτερους χάρτες. Στα σύνορα της Καλιφόρνιας, εκεί που τελειώνει η Νεβάδα, το αυτοκίνητο χάλασε - χάλασε λίγο έξω απ’ το Νηντλς, μέσα στην έρημο. Ωραία, είπα: θυμήθηκα που χρόνια πριν είχα μείνει από βενζίνη έξω απ’ το Ρήντζβιλ. Στάθηκα στην άκρη του αυτοκινητόδρομου: κάποιος έπρεπε να με βοηθήσει, να με πάει τουλάχιστον ως το βενζινάδικο, δυο μίλια δρόμο, σύμφωνα με το χάρτη που μου είχαν δώσει στο Κίνγκμαν. Περίμενα τρία τέταρτα: είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ωραία, ξαναείπα - θα κοιμηθώ σ’ ένα χαλασμένο αυτοκίνητο που θα εκραγεί τη νύχτα αφού προλάβουν να με ληστέψουν άγριοι ορεσίβιοι απ’τα βουνά Σακραμέντο. Στην πραγματικότητα δεν φοβόμουν. Έπληττα. Βιαζόμουν να διασχίσω τη Μοτζάβε, να φτάσω στον ωκεανό. Τέλος, πέρασε μια Πλύμουθ Μπελβεντέρε που νόμισα πως δεν με είδε και κόντεψα να σκάσω. Ομως, με είδε, έκανε όπισθεν, ο άνθρωπος που την οδηγούσε άνοιξε τη μπροστινή πόρτα: το μπράτσο του ήταν δυο φορές σαν τον μηρό μου. Πήρα το πιο αβλαβές μου ύφος: κάτι έχει το ψυγείο, είπα, κι έδειξα το Ολντσμομπιλ που είχαμε ήδη αφήσει πίσω. Κι αυτό κάτι έχει, απάντησε· πρέπει να σταματάω κάθε πενήντα μίλια και να το γεμίζω λάδι. Παραδέχτηκα πως επρόκειτο για τελείως διαφορετική βλάβη και μετά δεν είχα τι άλλο να πω. Στα δυο μίλια, υπήρχε πραγματικά μια Εξόν, μόνο που ήταν κλειστή. Είναι η μέρα της Σημαίας, μου είπε ο άνθρωπος με την Πλύμουθ, είναι ημιαργία. Έπειτα με λυπήθηκε που ήμουν τόσο αδύνατη - με λένε Μπακ, είπε, κι έσπευσε να βρει συνώνυμο, Μπακ-Ελάφι. Κοιταζόμασταν μέσα στην ερημιά, στην άκρη μιας περιοχής που είχα ξαναδεί και που την έλεγαν Παιχνιδότοπο του Διαβόλου - να ’ρθεις να κοιμηθείς στο Έσεξ, κατέληξε, θα σε βάλουμε στο χωλ, στο κρεβάτι εκστρατείας. Ωραία - σκέφτηκα, άσε το μέλλον να συμβεί: άλλη λύση δεν υπάρχει. Μέρα της Σημαίας και πράσινα άλογα. Το Έσεξ δεν ήταν μακριά, στρίψαμε νότια, στο χωματόδρομο, κι ήταν εκεί, σαν κρατήρας άγνωστου πλανήτη. Ο Μπακ ζούσε με τη μαμά του και τρία εξίσου χοντρά αδέρφια που με κοιτούσαν σα να ’μουν ξωτικό. Δεν τρως, σχολίασε η μαμά του και τ’ αδέρφια συμφώνησαν κουνώντας τα κεφάλια τους κάπως αόριστα. Τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ και σκεφτόμουν την αυτοκτονία - Αυτοκτόνησε στο χωριό Έσεξ στους πρόποδες των αμμολόφων, ενώ τη φιλοξενούσαν στο φτωχικό τους φιλήσυχοι Αμερικανοί πολίτες. Δεν αυτοκτόνησα: την άλλη μέρα ο Μπακ μ’ έβαλε σ’ ένα ημιφορτηγό που πήγαινε στη Νεβάδα κι έτσι έφτασα στην Έξον, πήρα ένα τεχνικό κι ένα χάρτη και τους κουβάλησα ως το Ολντσμομπιλ. Ολα έγιναν ξαφνικά τόσο υπέροχα που μου ’ρθε να φιλήσω την άσφαλτο - στο δρόμο για το Μπάρνστοου, στη διπλανή λωρίδα κυλούσε η Πλύμουθ του Μπακ. Κόρναρε χαρούμενος: Τι χαμπάρια γάτα! φώναξε απ’ το παράθυρο. Για μια στιγμή είδα τα μεγάλα του χέρια πάνω στο τιμόνι: δεν πρόλαβα να του πω πόσο έμοιαζε με τον Μπομπ Χάιτ, την Αρκούδα των Κάντ Χητ. Αργότερα, όταν άφησα πίσω μου την έρημο, συνάντησα ένα χωριό σαν το Έσεξ - το λέγανε Μεγάλη Αρκούδα κι ήταν η τελευταία φορά που σκέφτηκα τον Μπακ.
Αργότερα, θυμήθηκα εκείνο το τραγούδι του Μωρίς Σεβαλιέ, «Πόσο είμ’ ευτυχισμένος που δεν είμαι πια νέος» και μου ήρθε να ουρλιάζω γιατί ήταν όλα τόσο αβάσταχτα, ο ουρανός, κι ο δρόμος, κι ο ήχος του σύμπαντος - κι όλα τα ανοξείδωτα πιστεύω μας και τ’ απροσπέλαστα οράματά μας. Ακούμπησα στο κάθισμα όπως τότε, στο στέησον βάγκον που το πούλησα στη μάντρα του Γκάθρι στο Ελ Πάσο - ακούμπησα και κοιτούσα μπροστά, μες στη μεταλλική ζούγκλα των σημάτων, κοιτούσα και σκεφτόμουν πόσο μακριά είμαι απ’ το Ντητρόιτ, το περιζωμένο απ’ τον άνεμο. Σκεφτόμουν, πόσο μακριά είμαι απ’ το παρελθόν το αμετάβλητο.
Οπου και να πηγαίνουμε, είμαι έτοιμος, φώναξε ο Τζεφ Μπρίτζες πηδώντας στο Ολντσμομπιλ του Κλιντ Ήστγουντ. Ήμουν έτοιμη για όλους τους δρόμους, για όλες τις φυγές, για μαγικά λεωφορεία και κόκκινα τρένα: στο τέλος της Route 66, χάθηκα στο αστικό δίκτυο των αυτοκινητοδρόμων - αντί να φτάσω στην αποβάθρα της Χερμόζα, βρέθηκα στον κόλπο Λιουνέιντα: ο Ειρηνικός πάφλαζε και ηχούσε σαν κοχύλι.