Σε ένα κτίσμα περίπου εκατό ετών στο Κορωπί, που κάποτε λειτουργούσε ως στάβλος, ανοίγοντας την παλιά σκουριασμένη πόρτα μυρίζει κάτι από άχυρο ακόμα, μαζί με καμένα μέταλλα και λάδια με πολλές ώρες λειτουργίας σε αερόψυκτους κινητήρες. Απ' όλα αυτά, βέβαια, ο Γιώργος προτιμά το άρωμα του νυχτολούλουδου που υπομονετικά περιμένει στην αυλή να υποδεχτεί το καλοκαίρι κάθε χρόνο.
Στον χώρο του στάβλου, ταλαιπωρημένα από τα χρόνια αντικείμενα έχουν τοποθετηθεί επιμελώς ατημέλητα, και κάπως στριμωγμένα. Έτσι όμως σώθηκαν, κερδίζοντας μια δεύτερη ευκαιρία για να ξαναλειτουργήσουν.
Μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα που πρωτοκυκλοφόρησαν πολλές δεκαετίες πριν, ένα τζουκ μποξ, φλιπεράκια, μερικά vintage έπιπλα, που μαζί με μια ξυλόσομπα διαμορφώνουν κάτι σαν μικρό καθιστικό, μουσικά όργανα, μια ξύλινη μπάρα που λειτουργεί και γεμίζει συχνά. Βρισκόμαστε σε έναν χώρο που έχει κάτι από παλιατζίδικο, συνεργείο, σαλόνι και μπαρ. Όσοι τον γνωρίζουν και τον επισκέπτονται, τον αποκαλούν ακόμα «στάβλο» και συνεννοούνται.
«Αγαπώ τη φυσική φθορά που αφήνει ο χρόνος πάνω στα αντικείμενα αλλά και σ' εμάς τους ίδιους. Ο στάβλος έχει νόημα να υπάρχει εφόσον δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε πολύ παλιά αντικείμενα ώστε να προσφέρουν ξανά αναλογικές στιγμές ευχαρίστησης, ενώ κάποια από τα αυτά λειτουργούν ως μοναδικές custom κατασκευές».
Όσα κάνει σήμερα στο Κορωπί ο Γιώργος Φακίνος έχουν την αρχή τους στο 2013, όταν ακόμα εργαζόταν στους διαδρόμους του αεροδρομίου της Αθήνας, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του είχε αρχίσει να αξιοποιεί μερικά παλιά σκουριασμένα εργαλεία του πατέρα του που βρήκε στο γκαράζ του σπιτιού τους.
«Τα χρήματα ήταν λιγοστά, ενώ όλα γύρω μου μού φαίνονταν κονσέρβα. Όλα τα οχήματα ήταν ίδια, απλώς είχαν διαφορετικές αποχρώσεις, τα έπιπλα των σπιτιών μας ήταν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό και την ίδια πολυεθνική, οι τηλεοράσεις πολλών ιντσών έμπαιναν σε προσφορά. Έχοντας αυτές τις εικόνες, με έπιανε το συναίσθημα του ασυμβίβαστου, ήθελα να δημιουργήσω κάτι δικό μου, ξεχωριστό και μοναδικό».
Αγόρασε τότε την πιο οικονομική κλασική μηχανή που βρήκε και ξεκίνησε το «chop-άρισμα» – οι πρώτες chopper μηχανές εμφανίστηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι στρατιώτες που επέστρεψαν στην πατρίδα τους άρχισαν να αφαιρούν από τις μηχανές τους τα μεγάλα και βαριά μέρη που δεν είναι απαραίτητα για τη βασική λειτουργία τους, όπως τα φτερά, προκειμένου να τις κάνουν πιο ελαφριές και να βελτιώσουν την απόδοσή τους στους αγώνες που πραγματοποιούνταν σε αποξηραμένες λίμνες της Νότιας Καλιφόρνιας.
Η κυκλοφορία της ταινίας «Easy Rider» το 1969 συνέβαλε στο να εξαπλωθεί ραγδαία το στυλ αυτών των μηχανών και να αποκτήσουν θαυμαστές και εκτός της υποκουλτούρας που μέχρι τότε υπήρχε μόνο σε μερικές περιοχές των ΗΠΑ, ενώ τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές τους.
Μια τέτοια μοτοσικλέτα μπορεί να δημιουργηθεί πάνω σε έναν ήδη υπάρχοντα σκελετό ή να κατασκευαστεί από το μηδέν. «Με την πρώτη μηχανή που αγόρασα άρχισα να δημιουργώ το δικό μου πρότζεκτ, σύμφωνα με τα δικά μου γούστα. Είχε γίνει η αρχή για κάτι που μου άρεσε πολύ, αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί πού θα με οδηγούσε. Έπειτα άρχισαν να μου ζητάνε φίλοι να φτιάξω custom μοτοσικλέτες για εκείνους.
Ακόμα θυμάμαι τις ξέγνοιαστες στιγμές στο μικρό γκαράζ με το παλιό ψυγείο, που ήταν πάντα γεμάτο με μπίρες, και μια μικρή ψησταριά που βοηθούσε στο να καθόμαστε με τις ώρες, χειμώνα - καλοκαίρι. Ήταν θέμα χρόνου να ψάξω να βρω ένα μεγαλύτερο μέρος ύστερα και από τα παράπονα που έκανε και η κυρία Ευθυμία, η μητέρα μου».
Δεν αναζητούσε κάποιο «λουξ» κατάστημα, βρήκε λοιπόν τον στάβλο, εγκαταστάθηκε εκεί, τον έχτισε σιγά σιγά με τη βοήθεια φίλων και του έδωσε το όνομα Homo Ratus. «Αγαπώ τη φυσική φθορά που αφήνει ο χρόνος πάνω στα αντικείμενα αλλά και σ' εμάς τους ίδιους. Ο στάβλος έχει νόημα εφόσον δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε πολύ παλιά αντικείμενα, ώστε να προσφέρουν ξανά αναλογικές στιγμές ευχαρίστησης, ενώ κάποια από τα αυτά λειτουργούν πάλι ως μοναδικές custom κατασκευές.
Έχω ξοδέψει ώρες ατελείωτες με αυτά τα σίδερα, ούτε που θυμάμαι πόσα έχω φτιάξει, έχω ξενυχτήσει για να λύσω προβλήματα, έχω κάνει ρεβεγιόν με βρόμικα χέρια, έχουν δακρύσει τα μάτια μου από την ηλεκτροκόλληση, έχω κάψει τόσο τα χέρια μου που έχουν αποκτήσει "ανοσία", έχω ταλαιπωρήσει το πόδι μου παλεύοντας με τις μανιβέλες. Όλα αυτά δεν τα λέω για να δείξω πόσο γαμάτος είμαι αλλά γιατί όλα αυτά με έκαναν να αναρωτιέμαι πώς στο καλό μπορεί ένα άψυχο μεταλλικό αντικείμενο να σου προσφέρει τόσα συναισθήματα, σαν αυτά που έχω νιώσει εγώ».
Έχει περάσει μια δεκαετία απ’ όταν άρχισε να διαμορφώνει τον στάβλο με πράγματα που τον βρίσκουν πια, όπως λέει, χωρίς καν να τα ψάξει και μου ακούγεται λογικό. Με τα χρόνια πολλοί έμαθαν ότι στα χέρια του Γιώργου Φακίνου κάποια πράγματα μπορούν να αποκτήσουν ξανά αξία.
«Παρότι προσπαθώ να συγκρατούμαι, έχω αγοράσει αρκετές φορές πράγματα για να τα σώσω από βέβαιο "θάνατο". Βρίσκω κάτι μαγικό και μυστηριώδες σε αυτά, καθετί κρύβει και μαρτυρά μια άλλη εποχή, σίγουρα θα έχει αποτελέσει κομμάτι όμορφων στιγμών, κάποιος μπορεί να κόπιασε κάποτε για να το αποκτήσει. Βρήκα πεταμένο στην υγρασία ένα παλιό πιάνο, γερμανικό, του 1888. Όταν το άνοιξα προκειμένου να το κουρδίσω βρήκα χαραραγμένο ένα γυναικείο όνομα και τη χρονιά, 1902. Όταν άρχισα να παίζω σε αυτό ήταν λες και ταξίδευα με τον ίδιο ήχο που κάποτε γέμιζε μουσική κάποιο άλλο σπίτι, σε κάποια άλλη γειτονιά».
Πριν από καιρό αγόρασε ένα Chevrolet του 1949, το πρόλαβε λίγο πριν γίνει παλιοσίδερα. «Καθώς το χάζευα, συνειδητοποίησα πόσες ζωές θα χρειαστώ για να φτιάξω όσα έχω μαζέψει εδώ. Και κάπως ξύπνησα, έβαλα ένα μέτρο και άρχισα να ζω περισσότερο».
Μέσα από το Homo Ratus ο Γιώργος Φακίνος γνώρισε και γνωρίζει ακόμα πολύ κόσμο, ο οποίος μάλιστα συμβάλλει και συνεισφέρει στη διατήρηση του στάβλου. Εκεί τον γνώρισα κι εγώ, σε ένα μπάρμπεκιου που έγινε στην αυλή του και ένωσε δυο μεγάλες παρέες.
Αποτελώντας και το σημείο συνάντησης της Λέσχης Κλασικών και Τροποποιημένων Οχημάτων, μια και δεν είναι μόνο ο Γιώργος που απολαμβάνει να ασχολείται με αυτές τις μηχανές και την κουλτούρα τους στην Αθήνα, ο στάβλος είναι πάνω απ’ όλα ένα «κέντρο συνάντησης ανήσυχων φίλων», όπως τον περιγράφει.
«Συνηθίζουμε να κάνουμε κάποια θεματικά πάρτι ώστε να ανοίγει ο χώρος μας για όλο τον κόσμο και η ανταπόκριση είναι τουλάχιστον συγκινητική, ολοκληρώνει την ιδέα του Homo Ratus γιατί χωρίς την αγάπη κάποιου γι’ αυτό το μέρος θα μιλούσαμε απλώς για ένα ακόμα παλιό κτίσμα».
Πέρα από τα πάρτι όμως, στα οποία παρευρίσκεται και ο ίδιος, πολλοί είναι εκείνοι που ζητούν τον χώρο για να γιορτάσουν εκεί μια σημαντική προσωπική τους στιγμή, ανάμεσα σε πραγματικά παλιά αυτοκίνητα και μηχανές που θυμίζουν ταξίδια στον εμβληματικό αυτοκινητόδρομο της Route 66. Αρκεί να τα βρείτε με τον Γιώργο στη μουσική που θέλετε να ντύσει αυτή σας τη στιγμή.
Homo Ratus, Μιχαήλ Δήμα 79, Κορωπί, 211 1838405