Με πάνω από 12,5 χιλιάδες retweets και αμέτρητα reshares σε λογαριασμούς στο Instagram εντός και εκτός της ελληνικής διασποράς, μια φράση σάρωσε το διαδίκτυο προς το τέλος του 2022: «Οι γονείς μου άφησαν τα χωριά τους στην Ελλάδα για να μας δώσουν μια καλύτερη ζωή και τώρα το μόνο που θέλω είναι να ζήσω σε ένα χωριό στην Ελλάδα».
Το tweet, που γράφτηκε από την Ελληνοαμερικανίδα πρώτης γενιάς Eva Basilion (Εύα Βασιλειάδη), ξεκάθαρα χτύπησε μια ευαίσθητη φλέβα. Όχι μόνο αποτύπωσε ένα συναίσθημα που μπορεί να είναι οικείο σε πολλά παιδιά και εγγόνια μεταναστών, αλλά επίσης άγγιξε μια συλλογική λαχτάρα που υπερβαίνει τις κοινότητες της διασποράς. Η έντονη επιθυμία να επιστρέψει κανείς στην πατρίδα του – αυτό που αποκαλείται «νοσταλγία» – δεν είναι κάτι καινούργιο, υπάρχει όμως κάτι πολύ καίριο σ’ αυτό το κάλεσμα για έναν απλούστερο, πιο κοινοτικό τρόπο ζωής.
Στην εποχή της εξ αποστάσεως εργασίας, όπου κανείς μπορεί να κερδίσει χρήματα παρακάμπτοντας την αστάθεια της ελληνικής οικονομίας ενώ κάθεται σε ένα ελληνικό νησί, είναι πολλοί πλέον οι Έλληνες της διασποράς που επιλέγουν να μετοικήσουν στην Ελλάδα, και η νέα βίζα των ψηφιακών νομάδων που θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση επιχειρεί να εκμεταλλευτεί αυτή την τάση. Μπορεί οι γονείς ή οι παππούδες μας να αναγκάστηκαν να φύγουν, μήπως όμως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε εμείς;
Η Eva Basilion μεγάλωσε στην Ουάσινγκτον. Προϊόν ενός τυπικού ελληνοαμερικανικού success story, οι γονείς της εγκατέλειψαν τα χωριά τους στην Ελλάδα επιδιώκοντας την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις ευκαιρίες της Αμερικής. Η Basilion σπούδασε επιδημιολόγος και εργάστηκε στον τομέα της παγκόσμιας υγείας μέχρι τη γέννηση της δεύτερης κόρης της. Έκτοτε, η εργασία της επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της πρώιμης παιδικής ηλικίας. Η οικογένειά της διατηρεί ζωντανές τις ελληνικές παραδόσεις, όπως το ψήσιμο αρνιού στη σούβλα για το Πάσχα. Τώρα ζει στο Shaker Heights του Οχάιο με τις δύο κόρες της και γράφει βιβλία για τις οικογένειες, τον φεμινισμό, το φύλο και την ενσυναίσθηση.
«Υπάρχει η αίσθηση ότι χάθηκε κάτι σπουδαίο όταν οι γονείς/παππούδες μας μετακόμισαν», λέει στο ελληνοαμερικάνικο site Pappas Post. «Η εποχή της παγκοσμιοποίησης κάνει πολλούς από εμάς να νοσταλγούν απλούστερους καιρούς και την αίσθηση της κοινότητας που έχουμε συνδέσει με τη ζωή στο χωριό. Οι αξίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας εξακολουθούν να είναι σημαντικές για εμάς, η διατήρησή τους όμως είναι μια δύσκολη μάχη. Το παγκόσμιο χωριό δεν είναι το ίδιο με το πραγματικό χωριό όπου οι άνθρωποι μοιράζονται τον φυσικό χώρο σε πραγματικό χρόνο και αναπνέουν τον ίδιο αέρα. Το χωριό επιτρέπει μια αυθεντική σύνδεση, όπου αυτό που σου συμβαίνει έχει σημασία για μένα και αυτό που μου συμβαίνει έχει σημασία για σένα».
«Γράφω για την ενσυναίσθηση και ένα από τα αγαπημένα μου ρητά είναι ότι η ενσυναίσθηση είναι ένα άθλημα επαφής - όσο περισσότερη επαφή, τόσο περισσότερη ενσυναίσθηση. Το χωριό το ενσαρκώνει αυτό, και πιστεύω ότι αυτό είναι που αναζητούν οι άνθρωποι. Ένα παράδειγμα. Όταν ο πατέρας του φίλου μου εμφάνισε άνοια και η φροντίδα του από την άμεση οικογένειά του εδώ έγινε δύσκολη, αντί να τον βάλουν σε οίκο ευγηρίας, τον έστειλαν πίσω στο χωριό του, όπου θείες και γείτονες τον φρόντισαν μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Έχω περάσει πολλά καλοκαίρια στο χωριό του γαμπρού μου Σκινές, στα Χανιά της Κρήτης, στο σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας του. Οι Σκινές είναι ένα μέρος όπου όλοι ξέρουν το όνομά σου. Η εκκλησία και ο φούρνος είναι ακριβώς στο τέλος του δρόμου, η ζωή διεξάγεται με χαλαρούς ρυθμούς, συχνά στο καφενείο, ο αέρας είναι καθαρός, ο ήλιος είναι φωτεινός, το φαγητό είναι φρέσκο και νόστιμο και τα γεύματα μπορούν να κρατήσουν ώρες. Τούτου λεχθέντος, είναι βέβαιο πως εμείς οι ομογενείς ρομαντικοποιούμε τη ζωή στην Ελλάδα. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Θυμήθηκα ένα επεισόδιο του δεύτερου κύκλου της σειράς The White Lotus, που ο παππούς επιστρέφει στο χωριό των προγόνων του στη Σικελία, περιμένοντας να τον υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες. Αντ' αυτού, τον διώχνουν με τις κλωτσιές σχεδόν, αδυνατώντας να κατανοήσουν τα κίνητρά του. Είναι αδύνατο να συγκρίνουμε τη ζωή μας εδώ με το πώς θα ήταν αν δεν είχαμε φύγει ποτέ. Υπήρχε λόγος που οι άνθρωποι έφυγαν, και όσοι από εμάς έχουν φτιάξει την ζωή τους εδώ, θα επέστρεφαν σε πολύ διαφορετική θέση».
Πηγή: The Pappas Post