Τότε το '81, τη νύχτα του σεισμού της Αθήνας, μαζεύτηκαν όλοι , σαν να υπάκουσαν ταυτόχρονα σε μια εντολή απ' τον ουρανό. Κατέκλυσαν διάφορα υπαίθρια σημεία της πόλης και την έβγαλαν εκεί με κουβέρτες, μέχρι να χαράξει. Άφησαν στη μέση το «Φως Του Αυγερινού» ή ότι άλλο έκαναν εκείνη τη στιγμή, και κατέβηκαν όλοι στις πλατείες αλλά και στις αλάνες, που ακόμη υπήρχαν διάσπαρτες σε αρκετά μέρη της πρωτεύουσας (πριν εξαφανιστούν οριστικά για να γίνουν άλλη μια πολυκατοικία ή πάρκινγκ) και που τότε ίσως χρησίμευαν κι ως πεδία εξάσκησης στις σούζες, για τους επίδοξους μηχανόβιους της εποχής.
Τότε όμως, το συγκεκριμένο βράδυ του σεισμού, όλοι μα όλοι, ακόμη και οι μηχανόβιοι έμειναν σιωπηλοί και μουδιασμένοι, μέσα σε αυτοκίνητα ή έξω απ’ αυτά, ανάβοντας φωτιές. Ήταν για όλους κάτι πρωτόγνωρο.
Αν προσπαθήσουμε, σήμερα, να βάλουμε μια τάξη στο χάος των ημερών εκείνων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια καλή εποχή για νέους τροβαδούρους, που απαλλαγμένοι απ το πομπώδες ύφος της μεταπολίτευσης προσπαθούσαν να αρθρώσουν ειλικρινή κι ανεπιτήδευτο λόγο πριν αναλωθούν, αργότερα, σε ευκολίες του τύπου «τσικαμπούμ».
Ελάχιστα θυμάμαι αυτήν την εικόνα, σαν σε όνειρο, δεν θυμάμαι, όμως, καθόλου τι έπαιζαν τα τραντζιστοράκια και τα κασετόφωνα , εκεί μέσα στ’ αυτοκίνητα ή γύρω απ’ τις φωτιές. Αν συμβουλευτούμε το ιντερνέτ, θα δούμε ότι εκείνη τη νύχτα ο νεαρός οικοδόμος είναι πιθανόν ν’ άκουγε το «Τα Πήρες Όλα» του Στράτου Διονυσίου ή το «Μην Κλαις» του Σταμάτη Κόκοτα ή ο λογιστής, με τη βαριεστημένη γυναίκα στο διπλανό κάθισμα και τη πεθερά με τα παιδιά στο πίσω, το «Για Πάντα Μαζί».
Ή πάλι το νεαρό ζευγάρι της ντισκοτέκ το «Celebration» των Cool &The Gang ή το «The Winner Takes It All» των ΑΒΒΑ, από κάνα ραδιοπειρατή που θα παίζε ξένα μοντέρνα , αν εξέπεμπε κάποιος ραδιοπειρατής τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου του 81, πράγμα που μοιάζει μάλλον απίθανο…
Συχνά σκέφτομαι ότι αν υπήρχε στη ελληνική πραγματικότητα ένας Dr. Emmett “Doc” Brown, o τρελοεπιστήμονας με τη χρονομηχανή απ’ το «Επιστροφή στο Μέλλον», ίσως να καταλαβαίναμε πολλά περισσότερα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτής της χώρας, ή τουλάχιστον θα το διασκεδάζαμε περισσότερο, αντί να βλέπουμε το χθες σαν βουρκωμένη νοσταλγία που ακινητοποιεί , σαν ένα βαρίδι που επιμένει στο διηνεκές.
Θα μπορούσαμε έτσι, ως άλλοι Michael J. Fox, με το βλέμμα των «τριανταφεύγα» να παρατηρήσουμε με ακρίβεια τη νύχτα του σεισμού του '81, τη θερμοκρασία που επικρατούσε, τον πανικό των συγκεντρωμένων στους μετασεισμούς, αλλά και πώς θα ήταν η Αθήνα τότε, πώς θα ήταν το Σύνταγμα, πολύ πριν τους «Αγανακτισμένους», πριν το Μετρό και πριν τα Public, πώς θα ήταν η Ομόνοια, πολύ πριν τους μετανάστες, αλλά και τον Δρομέα, πόσο θα κάπνιζαν όλοι παντού και διαρκώς, πώς θα μιλούσαν και πώς θα κινούνταν μες στην πόλη οι «τριανταφεύγα» εκείνης της εποχής (δηλαδή οι γονείς για πολλούς από μας!), πώς δημιουργούνταν οι σχέσεις, τι ταινίες θα παίζονταν στους κινηματογράφους, ποιοι καινούργιοι δίσκοι εγκαταλείφθηκαν καθώς έπαιζαν επάνω στο πικάπ εκείνη τη συγκεκριμένη νύχτα.
(Ακόμη πιο ενδιαφέρον θα είχε να μεταφέρονταν ένας Αθηναίος πολίτης του '81 με τα ρούχα και κυρίως τα μυαλά εκείνης της εποχής, στην Αθήνα του 2012…)
Τα αμέσως επόμενα, μετά το ’81, χρόνια, κύλησαν για μας, που ήμασταν παιδιά, μέσα σ' ένα κλίμα σπιτικής θαλπωρής, με παιδικές σειρές στην απογευματινή ζώνη της, δικάναλης ακόμα, κρατικής τηλεόρασης. Δεν ήταν λίγα τ' απογεύματα κυρίως Παρασκευής ή Σαββάτου που μας πήγαιναν να δούμε τον «ΕΞΩΓΗΙΝΟ», τους «ΚΥΝΗΓΟΥΣ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ» ή την «ΑΝΝΥ», μαζί με μια MARS ή KISS στο διάλειμμα, για να τα εμπεδώσουμε καλύτερα.
Θυμάμαι ακόμα ότι μετά την «ΑΝΝΥ», γυρνώντας απ’ το ΠΛΑΖΑ ξέσπασα σε κλάματα, ίσως τότε να ένοιωσα, για πρώτη φορά, συγκίνηση , που δεν μπορείς να εξηγήσεις με λόγια: η ωραία μουσική, η ιστορία της μικρής ορφανής, ο αξιαγάπητος σκύλος; δεν ξέρω. Ίσως, ασυνείδητα, να ένοιωσα λύπη για κάτι που μ’ άγγιξε πολύ και που έφυγε ανεπιστρεπτί. Ακόμη όταν ακούω το “Tomorrow”, πάντως, νιώθω υγρασία στα μάτια, παρόλο που το κοκκινομάλλικο μικρομέγαλο κοριτσάκι με τις φακίδες και τη τσιριχτή φωνή με εκνευρίζει, πλέον, τρομερά.
Τις σκληρές εικόνες, εμείς τα παιδιά του ’85, τις βλέπαμε κυρίως στις ειδήσεις και στα πρωτοσέλιδα που έφερνε στο σπίτι, κάθε μεσημέρι, ο μπαμπάς μας. Ξεδίπλωνες την Ελευθεροτυπία ή Τα Νέα που κείτονταν αδιάβαστα στο τραπέζι της κουζίνας, κι έβλεπες : Εμπρησμός των Πολυκαταστημάτων ΜΙΝΙΟΝ και ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΣ, Τραγωδία στο Χέιζελ, το Τσάλεντζερ σκάει θεαματικά στον αέρα, Δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά (η φωτογραφία του ξαπλωμένου νεκρού εφήβου με το ασπρόμαυρο καρό πουκάμισο δεν λέει να ξεκολλήσει απ το μυαλό μου). Θυμάμαι, ακόμα, σαν και τώρα, λεπτό προς λεπτό, τη τηλεοπτική κάλυψη της καύσης της νεκρής Ίντιρα Γκάντι, τον τεθλιμμένο της υιό Ρατζίβ, το τυλιγμένο με σάβανα (;) σώμα της Ινδής Ηγέτιδας, τη φωτιά που φούντωνε και τον μαύρο καπνό που ανέβαινε στον απέραντο ουρανό της Ινδίας.
Έτσι ανάμεσα στα ταλαιπωρημένα LEGO και τις τσαλακωμένες Περιπέτειες του Τεν Τεν, άρχισε να ξεδιπλώνεται γύρω μας η τόσο αντιφατική δεκαετία του ’80. Για μας, ακόμα, ήταν απλώς η ζωή που γνωρίζαμε σταδιακά. Όλα μας φαίνονταν φυσικά.
Οι πρώτες Εκλογές που θυμάμαι ήταν του '85. Ένα κοριτσάκι με ένα μπουκέτο γαρύφαλλα, που τώρα είναι πολύ πιθανό να είναι Αγανακτισμένη και να κρατάει αγκάθια, υποσχόταν σχεδόν απειλητικά: AKOMH KAΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ.
Κυριαρχούσε ένα κλίμα ευζωίας και μέθης, κάτι σαν διαρκές Πάσχα. Οι γονείς ήταν νέοι κι ορεξάτοι και ξενυχτούσαν σε τραπεζάκια έξω. Στο Δημοτικό Σχολείο μας, oι συμμαθητές αναπαρήγαγαν ατάκες από το ύστερο δαλιανίδειο σύμπαν και οι νέοι γυμναστές με αμάνικα, αφημένη χαιτούλα και μουστάκι, «στραγγάλιζαν» την ελληνική γλώσσα. Η πασοκική μαλλιαρή επιβαλλόταν ακόμα και στ' αδέσποτα. Οι τηλεπαρουσιάστριες στην ΥΕΝΕΔ, που λίγο μετά έγινε ΕΡΤ2, μιλούσαν λάγνα, αυτή τη νέα γλώσσα, προσποιούμενες πολλαπλούς οργασμούς ακόμη κι όταν μιλούσαν για το νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης.
Οι πρώτες Εκλογές που θυμάμαι ήταν του ’85. Ένα κοριτσάκι με ένα μπουκέτο γαρύφαλλα, που τώρα είναι πολύ πιθανό να είναι Αγανακτισμένη και να κρατάει αγκάθια, υποσχόταν σχεδόν απειλητικά: AKOMH KAΛΥΤΕΡΕΣ ΜΕΡΕΣ. Δεν μπορούσες να διακρίνεις εάν έβλεπες ένα ματς του Παναθηναϊκού ή την προεκλογική συγκέντρωση του Πασοκ, η ατμόσφαιρα ήταν η ίδια: τσίκνα , συνθήματα και κόρνες.
Τότε όμως ήμασταν παιδιά, και δεν καταλαβαίναμε τους δικούς μας, που είχαν, παρόλα αυτά, αντιρρήσεις. Για εμάς όλα τα παραπάνω κι άλλα περισσότερα, εντάσσονταν σ’ αυτή τη γλυκεία θαλπωρή, που περιέγραψα πιο πάνω. Εκ των υστέρων, και σκεπτόμενος, τη τετραετία του 81-85, μπορώ να παραδεχτώ ότι ουδείς μπόρεσε να ξεπεράσει, εντελώς, αυτά τα χρόνια.
Από τις συνεχείς, βαρετές και δίχως έμπνευση έιτις αναβιώσεις που άρχισαν, σχεδόν αυτόματα, με το που τελείωσε η δεκαετία, μέχρι τα ringtones που δονούν τα i phones στις τσέπες των σημερινών σαραντάρηδων κι από τις αφίσες του νεκραναστημένου Ανδρέα, τον Κίμωνα Κουλούρη, και το Κανάλι «Κόντρα», στον σκληρό συνδικαλιστή Φωτόπουλο ή στον Τσάκα και όλους όσους αναλύουν με ύφος «ειδικού» το ελληνικό ποδόσφαιρο. Όλα απ' αυτή τη τετραετία πηγάζουν.
Κι αν θέλετε να το πάμε πιο μακριά; Και η προοδευτική θολούρα της Ελληνικής Αριστεράς από κει πηγάζει, και ο πρώην βολεμένος που νιώθει ξαφνικά παραγκωνισμένος απ την εξουσία και τα οφέλη της και δηλώνει τώρα «Αντιμνημονιακός» είναι γνήσιο τέκνο της τότε κραταιής νοοτροπίας διεκδίκησης και διατήρησης των, συντεχνιακών, κυρίως, κεκτημένων, παιδί του προστατευτικού κρατισμού.
Έτσι λοιπόν, πέρα απ τη δική μας αθώα παιδική θαλπωρή, στο απατηλό φέγγος εκείνων των ημερών βρήκαν «θαλπωρή» και πολλοί άλλοι ενήλικοι, που τώρα, μάλιστα, μιλάνε με ωραία παχιά λόγια για το «τέλος της μεταπολίτευσης» και «για την καταστροφική δεκαετία του ογδόντα» κλπ. (Τον κάφρο σε όποιο μέρος ή εποχή και να τον πετάξεις , πάλι κάφρος θα μείνει και κάτι θα βρει να λέει.)
Η μουσική, που θυμάμαι, τα πρώτα χρόνια του ογδόντα, είναι ελάχιστη, γιατί τότε το πικάπ είχε χαλάσει και οι δίσκοι (μαζί κι αυτοί των Μπιτλς) σκονίζονταν στο ράφι. Θυμάμαι αμυδρά κάτι «Φελιτσιτά» σε παιδικά πάρτι, τα υπόλοιπα παραμένουν μέσα μου συγκεχυμένα. Ένα βράδυ, αρχές της δεκαετίας, με είχαν πάρει οι γονείς μου, σε μια συναυλία της «Οπισθοδρομικής Κομπανίας» σε κάποιο κομματικό φεστιβάλ (του Ρήγα αν δεν κάνω λάθος), έτσι όπως ήμουν μισοκοιμισμένος στον ώμο του πατέρα μου, παρατηρούσα τη νεαρή τραγουδίστρια τους, που ήταν πολύ όμορφη με τα μακριά μαλλιά της και τα φουστάνια της, ήταν σαν νεράιδα, Ελευθερία την έλεγαν. Δεν είναι λίγες, επίσης, οι φορές, που προσπαθούσα να τραγουδήσω κάτι πολύ όμορφα τραγούδια από μια κασέτα με τη λέξη «ΜΠΑΡΑΚΙΑ» γραμμένη βιαστικά με μαρκαδόρο…
Πέρα λοιπόν απ τα παιδικά πάρτι οπού έπαιζαν ανελλιπώς τα σαχλότατα «παπάκια», υπήρχαν διάφορα ακούσματα διάσπαρτα κι ατακτοποίητα. Αν προσπαθήσουμε, σήμερα, να βάλουμε μια τάξη στο χάος των ημερών εκείνων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν μια καλή εποχή για νέους τροβαδούρους, που απαλλαγμένοι απ το πομπώδες ύφος της μεταπολίτευσης προσπαθούσαν να αρθρώσουν ειλικρινή κι ανεπιτήδευτο λόγο πριν αναλωθούν, αργότερα, σε ευκολίες του τύπου «τσικαμπούμ». Απ την άλλη εάν έφευγες διακοπές κάπου στην ελληνική ύπαιθρο θα παρατηρούσες ότι η αγροτιά, που τότε ήταν στο φόρτε της, εξέπεμπε έναν πολύ ενδιαφέροντα ήχο, νεοδημοτικό με κλαρίνα, ηλεκτρικά όργανα και συνθεσάιζερ, που εξέφραζε με ζωντάνια όλο αυτό το κλίμα ευφορίας και δικαίωσης που ένιωθε τότε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο αγροτικός κόσμος.
Στην Αθήνα εάν έκανες μια βόλτα στην Ομόνοια ή στη Βαρβάκειο με τον μπαμπά σου, θα συναντούσες πάλι αυτό το ιδιόμορφο δημοτικό "ροκ", που άντεξε μέχρι και πρόσφατα, μέχρι να μεταλλαχτεί, κι αυτό, σε μαζική τσιφτετελοποπ. Επίσης ένα άλλο, πολύ ενδιαφέρον, παρακλάδι που άνθισε εκείνη την εποχή, αλλά που ανακάλυψα, πολύ αργότερα, ήταν ένα είδος πνευματώδους νέο- λαϊκού τραγουδιού που αναπτύχθηκε ως υγιής αντίδραση στη λαϊκίστικη λαίλαπα της εποχής, και είχε ως αφετηρία την λίγο παλαιότερη «Εκδίκηση Της Γυφτιάς».
Αυτό περίπου ήταν το κλίμα το 81-85, στην Ελλάδα, τη στιγμή που, κυρίως η Αγγλία, εξέπεμπε άφθονες γοητευτικές νέο-κυματικές και νέο-ρομαντικές δονήσεις που περίμεναν κι αυτές την σειρά τους για να μας γοητεύσουν...
σχόλια