Η επέτειος των 20 χρόνων από τον θάνατο του Ελύτη τιμήθηκε, ευτυχώς χωρίς ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, με κάποιες ομιλίες, μια έκθεση αρχειακού υλικού, μια συναυλία και ούτω καθεξής· δεν παύει, ωστόσο, κι αυτή με τη σειρά της, ανάμεσα στις υπόλοιπες μονότονες επετείους, να θέτει εμμέσως και σχεδόν ενοχλητικά το ερώτημα για το εάν η πρόκληση κατά παραγγελίαν συγκινήσεων γύρω απ' την αίσθηση του κενού που αφήνει η ηχώ ενός σπουδαίου έργου ωφελεί τη λυρική και μορφωτική καρποφορία αυτού του τελευταίου ή το κάνει να μοιάζει όλο και πιο τετριμμένο εξαιτίας της τυποποίησης και των εκπαιδευτικών κλισέ που επιπωματίζουν το έλλειμμα. Εξακολουθεί ή όχι να βελτιώνεται η γεύση του κρασιού καθώς αυτό παλιώνει;
Διότι πάντα εδώ θα εμφιλοχωρεί κάτι που θυμίζει εθνική εορτή με όλα τα ένδοξα ή ερασιτεχνικά συμφραζόμενά της και πάντα η θεματολογική πρωτοτυπία των αφιερωμάτων θα είναι ελάχιστα λιγότερο λεπταίσθητη και βαθιά απ' το αναμενόμενο, τουλάχιστον για όσους αγαπούν το έργο απεριόριστα και δίχως προϋποθέσεις. Κι όχι μόνον αλλά, επίσης, πάντοτε, κάτι απ' το σχολαστικό πνεύμα της επετείου θα ξυπνάει μια συννεφιασμένη και πένθιμη διάθεση, όχι γιατί η επετειακή εκδήλωση, ως τέτοια, αναφέρεται στην ανάμνηση ενός θανάτου, ή έστω της γέννησης μιας ζωής που έχει κλείσει ανεπιστρεπτί, αλλά διότι οι συνειρμοί της ζωτικότητας και του σφρίγους που ενισχύουν τον αιωρούμενο αντίλαλο του έργου, στο μέτρο που αυτό διακόπτεται απότομα, απορροφώνται από την επανάληψη και επιτρέπουν να μετατραπεί η φωτεινή του ορφάνια σε άλλοθι. Κακά τα ψέματα, η ανάμνηση του έργου είναι τρόπον τινά ένα τσεκ του οποίου η αξία παραμένει υψηλή για το διάστημα που δεν το εξαργυρώνεις· κάθε επέτειος σκοτώνει το έργο από λίγο τη φορά και, καθώς οι απρόβλεπτες λειτουργίες και εμπνεύσεις του πένθους, οσονδήποτε φιλολογικού ή πηγαίου, απολιθώνονται παίρνοντας τη μορφή μιας θεσμικής κατασκευής ή διευθέτησης, πολλοί μικροί ψυχικοί θάνατοι συσσωρεύονται στο κατώφλι της επικαιρότητας, διαλαλώντας ότι αυτή, στο κάτω κάτω, είναι ψευδής και τεχνητή.
Η αλήθεια του Ελύτη δεν είναι αισιόδοξη, είναι συγκλονιστική, κάτι εντελώς διαφορετικό και, συχνά, επικίνδυνο.
Ειδικά στην περίπτωση του Ελύτη, το ζήτημα της νοθείας του πνευματικού απεικάσματος και της ηθικής αποτίμησης της χειρονομίας του είναι διπλά σημαντικό, και άλλο τόσο δυσεπίλυτο, επειδή πρόκειται για έναν ποιητή που εκ των πραγμάτων, δηλαδή εξαιτίας του διφορούμενου προσανατολισμού του έργου του, μάχεται και θα μάχεται, όσο κανένας άλλος της κλάσης του, ενάντια σ' όλες εκείνες τις παρερμηνείες και τις βιαστικές, εσφαλμένες προσεγγίσεις που ευνοούν την τάση της κοινής γνώμης να φλερτάρει με την τουριστική γραφικότητα και τα υποθετικά περισσεύματα αισιοδοξίας προς χρήσιν τρίτων. Η αλήθεια του Ελύτη δεν είναι αισιόδοξη, είναι συγκλονιστική, κάτι εντελώς διαφορετικό και, συχνά, επικίνδυνο. Το φως του, το φως των μεσημεριών του καλοκαιριού, είναι μυστηριώδες και σκοτεινό. Ο παράδεισος, του οποίου οι αναπαραστάσεις αφθονούν κατά την εκδίπλωση των περιγραφών του Φυσικού Κόσμου, δεν είναι διόλου ιδανικό καταφύγιο μιας κοινωνίας που απλώς τον αντιπαραβάλλει χάριν αναψυχής με τις βάναυσες εντάσεις της πόλης, απεναντίας, είναι ένας τόπος με αντιθέσεις όχι μόνον ελάχιστα εύγλωττες για τον αμύητο αλλά και οξυμένες στο έπακρο, ένας παράδοξος κήπος πολλών επιπέδων και κατοπτρισμών σε μια παραισθητική διάσταση βάθους που αναδύεται μέσα απ' την εμπειρία της μοναξιάς και της έκπληξης: ο παράδεισος του Ελύτη, για τον οποίο γράφονται τόσα θερμά σχόλια, είναι η ίδια η ομορφιά, αινιγματική και συμβολικά θανατηφόρος, μιας άδηλης αναλογίας ή συγγένειας μεταξύ του υποκειμένου και των μύχιων καθοδηγητικών ρηγμάτων της θέας, όπου η αγάπη επιστρέφει σαν ένας ίλιγγος και όπου η διαφάνεια του τοπίου αναγνωρίζεται σαν μια απόκρημνη κατωφέρεια, ένας ανθισμένος γκρεμός. Δεν υπάρχει τίποτα το ειδυλλιακό ή έστω καθησυχαστικό στον Ελύτη, καμιά προτίμηση για την ποιμενική φαντασία αρκαδικού τύπου και κανένας ρομαντισμός· υπάρχει κυρίως μια ριζική υπαρξιακή αγωνία τη στιγμή που ο άνθρωπος διαισθάνεται ότι το θαύμα της θέας που έχει μπροστά του εναρμονίζεται απολύτως με την εσωτερική του κατάσταση κι αυτό τον κάνει να γίνεται η αιτία που και ο Θεός ακόμη κρατάει με δέος την αναπνοή του.
Μ' άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος ποιητής, τον οποίο σχολιάζουμε, διαδίδουμε ή τραγουδάμε τόσο ανέμελα, πολύ απέχει απ' το να επεξεργάζεται «ευχάριστες» όψεις της σκηνής της υπαίθρου όπως πιστεύουν, άθελά τους, οι μαθητές του Λυκείου· στην πραγματικότητα, είναι κάποιος που μας λέει ότι, ξέρετε, κάτι απειροελάχιστο, σαν το στιγμιαίο κλείσιμο των ματιών, χωρίζει τον άνθρωπο απ' το θαύμα κι αυτή η απόσταση είναι εντούτοις η άβυσσος, έτσι καθώς ανοίγει μπροστά σου ένα δευτερόλεπτο πριν από το δυστύχημα. Οι επέτειοι ενδεχομένως παρηγορούν τον αντίκτυπο αυτής της δυσοίωνης υπόδειξης.
Το άρθρο από την έντυπη έκδοση της LIFO
σχόλια