Rust Never Sleeps
Ήταν κάτι σαν σωσίας της Janis Joplin, με βλέμμα σαν της Melanie, με γυαλιά σαν του John Lennon. Φορούσε πουκάμισο λευκό, φορούσε γιλέκο μαύρο. Τα μαλλιά της ήταν όλο μπούκλες, πυρρόξανθα, ή όχι, όχι, ήταν στιλπνά βαθυκάστανα, όχι, όχι, πυρρόξανθα, όχι, όχι, βαθυκάστανα. Κάτσε, δεν φοράει πουκάμισο και γιλέκο, φοράει μια φαρδιά μαύρη μπλούζα. Όχι, πουκάμισο και γιλέκο φοράει. Στις 28 Δεκεμβρίου, αυτά. Του Εβδομήντα Εφτά. Στον Κέντρο του Κόσμου. Στην Κυψέλη. Στο Λουζιτάνια.
Ο Οδυσσέας Γεωργίου, ακούει τον Θείο Νώντα, με καμπαρντίνα και ιατρική τσάντα από όπου βγάζει αλλόκοτα όργανα (αλλόκοτα για τα όσα έχουν δει τα μάτια μας τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια), κάτι ξύστρες σε σχήμα ιχθύος, κάτι μικροκρουστά πρωτόφαντα, κάτι καμπανάκια εξωτικά, και τραγουδάει «Τρένο χτεσινό, ρόδες σκουριασμένες/ Ιδρωμένες, σέρνεσαι μέσα στη βροχή/ Δεν έχεις πια ατμό, σε ξυπνούν πρωί πρωί/ Την Κυριακή στις τεσσερσίμιση», με έναν ήχο που βγαίνει από τον Zappa και τα blues, αλλά είναι και μπολιασμένος με κάτι από αρχέγονα ελληνικά λαϊκά, μυστήρια πράγματα, περίεργα κόλπα, πολύ περίεργα και πολύ ωραία κόλπα.
Ο Οδυσσέας Γεωργίου ακούει τον Θείο Νώντα σ’ αυτό το τραγούδι που είναι ποίημα που το έχει γράψει ο Τάσος Φαληρέας που ο Γεωργίου θα τον γνωρίσει ύστερα από δύο χρόνια και θα γίνουν φίλοι αλλά προς το παρόν ακούει το τραγούδι και στέλνει το άπληστο λίαν νεανικό του βλέμμα προς την κοπέλα με τα γυαλιά σαν του John Lennon.
Μέσα του νιώθει την ένταση της φράσης Η Σκουριά Ποτέ Δεν Κοιμάται, ναι, κάτι σαν το Η Ελλάδα Ποτέ Δεν Πεθαίνει. Μια φράση που θα λάβει μορφή στα αγγλικά, στα αμερικανικά, στα καναδικά, μερικούς μήνες μετά, όταν ο Nei lYoung (ο τύπος που ποδοπάτησε τον καρκίνο και τον ανασκολόπισε και του ξέσκισε τα ράμματα του καρκίνου) μαζί με τα αειθαλή ανοξείδωτα παλικάρια του θα κάνει εκείνη τη φοβερή και τρομερή συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο, και θα την πει Rust Never Sleeps, ακριβώς, Η Σκουριά Ποτέ Δεν Κοιμάται.
Ο Γεωργίου κοιτάζει συνεχώς, αλλά μες στη χλαπαταγή και τα κορμιά που χορεύουν και τους καπνούς, μια βρίσκει με το βλέμμα του και μια χάνει από τα μάτια την Κοπέλα Με Τα Γυαλιά John Lennon, ενώ ο Θείος Νώντας επιμένει να μας θυμίζει ότι μπορεί μεν να σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν αλλά δεν παύει να ασκεί γοητεία το γέρικο τρένο που τόσα ένδοξα χιλιόμετρα, χιλιάδες χιλιόμετρα, εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, έχει διανύσει: «Σ’ έχουν παρακυνηγήσει/ στα σοκάκια στις πλατείες/ αστικά λεωφορεία/ Με τα βάρβαρά τους χέρια/ βάζουν μέσον να σου λιώσουν το καπάκι σου// Τρένο χτεσινό, ρόδες ξεπλυμένες/ Πουλημένες, σέρνονται μέσα στη βροχή/ Τρέχω στρίβω να γλιτώσω/ Και τα νύχια μου να χώσω βαθιά μες τη σάρκα τους».
Συνεχίζεται. Αύριο: Lonely Lovers Left
σχόλια