Από το Bookpress.gr
Υπάρχει μια μυστικιστική εξίσωση που περιγράφει τη σχέση του συγγραφέα με την κοινωνία της εποχής του, μια εξίσωση της οποίας μια μεταβλητή πάντοτε θα λείπει. Κι αυτή είναι η ίδια η δημιουργική ροή που επιτρέπει στον συγγραφέα την ανασύνθεση μιας άποψης για τον κόσμο μας, μιας θέασης που πηγάζει αβίαστα από το ίδιο το έργο του, χωρίς κανείς να του την έχει ζητήσει.
Ένα όνομα γι' αυτή τη μεταβλητή θα μπορούσε να είναι −δανειζόμενοι από το ψυχαναλυτικό οπλοστάσιο− το ασυνείδητο ή, ακολουθώντας την εξέλιξη της φροϊδικής τοπολογίας: αυτό (id, λατινιστί). Η μεταβλητή που πάντα θα μας λείπει ενδεχομένως να επωάζεται ακριβώς μέσα σε αυτό.
Ως εκ τούτου, το έμμονο αίτημα που απευθύνεται στον συγγραφέα να «μιλήσει» για την εποχή του, εσχάτως για την «κρίση» −μια κι αυτά τα δύο τείνουν πλέον να ταυτίζονται−, υποκρύπτει την έμμεση πλην σαφή παραδοχή ότι ο συγγραφέας, προκειμένου να είναι κοινωνικά χρήσιμος, θα πρέπει να εγκαταλείψει την πρωταρχική του συνθήκη, αυτή που του επιτρέπει να μιλάει εκ μέρους αυτού (και, μετωνυμικά, εκ μέρους και των άλλων), ώστε να μιλήσει για λογαριασμό του εαυτού και μόνο, να μεταλλαχθεί με δυο λόγια σε «άνθρωπος του πνεύματος». (ευσύνοπτος ορισμός: ενήλικας που επιδίδεται σε κάποιου είδους δημιουργική δραστηριότητα –τραγουδιστής, εικαστικός, μουσικός, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης, συγγραφέας κ.λπ− και ο οποίος διαθέτει τα απαραίτητα ψυχοπνευματικά προσόντα ώστε να ανταποκριθεί λειτουργικά και χωρίς χασμωδίες στις συνθήκες ενός άναρχου και πολύβουου τηλεοπτικού πάνελ).
Η πίεση αυτή, που εκφράζεται τόσο πιο λυσσαλέα όσο πιο ρηχός και ανίδεος είναι αυτός που την εκφέρει, δεν είναι ούτε αθώα ούτε άσχετη με την ευρύτερη πολιτισμική συγκυρία. Το λογοτεχνικό έργο θεωρείται από τον κυρίαρχο δημοσιογραφικό-σχολιαστικό λόγο υποδεέστερο είδος αφήγησης· ένα συνονθύλευμα από «φανταστικές ιστορίες» που βγάζουν από το «στομάχι» τους άνθρωποι κοινωνικά προβληματικοί −«σαλοί», στους οποίους αν και αναγνωρίζεται κάποιο απροσδιόριστο ταλέντο, σπανίως στέκονται στο ύψος του χαρίσματος που «τους δόθηκε»−, κατάλληλο μόνο για την τέρψη ενός υποδεέστερου είδους πολιτών, των γυναικών («μόνο οι γυναίκες διαβάζουν πλέον λογοτεχνία», λένε). Οι περισσότεροι άντρες (και βέβαια οι γυναίκες που φαντασιώνονται τον εαυτό τους με το ίδιο πρόσημο), οι άνθρωποι της εξουσίας και της δράσης, θεωρούν τη δημιουργία και την ανάγνωση λογοτεχνίας χάσιμο χρόνου, μια ανεπίτρεπτη καταβύθιση σε περιοχές σύγχυσης και ασάφειας, όπου το καλό και το κακό, η ζωή και ο θάνατος, το αρσενικό και το θήλυ, οι μεγάλες κι εν πολλοίς κατασκευασμένες αντιθέσεις της ζωής εμφανίζονται με το ίδιο προσωπείο, όταν η εποχή (η εποχή της «κρίσης») απαιτεί απ' όλους –και πρωτίστως από τους «ανθρώπους του πνεύματος»− «λόγια σταράτα», «ξεκάθαρες θέσεις», που θα φωτίσουν και θα καθοδηγήσουν το ποίμνιο (βλ. λαός) προς τις σωστές αποφάσεις. Είστε υπέρ ή κατά, κύριε/κυρία λογοτέχνη μας; Γιατί δεν παίρνετε θέση; Γιατί δεν μιλάτε (για λογαριασμό μας); Γιατί δεν τα λέτε (αυτά που θέλουμε να ακούσουμε); Κι αν εμάς (τους δημοσιογράφους-σχολιαστές ή δημοσιολογούντες) δεν μας λαμβάνετε υπόψη σας, ακούστε τη φωνή του Ποιητή που, σε χαλεπούς καιρούς σαν τους σημερινούς (οι καιροί είναι πάντοτε χαλεποί, έτσι δεν είναι;), σας καλεί να πείτε το «μεγάλο ναι» ή το «μεγάλο όχι». Γιατί δεν μιλάτε; Γιατί βυθίζεστε στη βολική σας «σιωπή»;
Η σημαίνουσα σιωπή του συγγραφέα
Τι είναι αλήθεια η σιωπή για έναν συγγραφέα; Όταν, για παράδειγμα, ο Μίλαν Κούντερα, στο απόγειο της συγγραφικής του επιτυχίας, εγκατέλειψε τη γενέθλια χώρα και γλώσσα, εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει ποτέ δημόσια –με κείμενα-παρεμβάσεις, συνεντεύξεις, εμφανίσεις στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο–, αποφάσισε άραγε να «σιωπήσει». Τουναντίον: Έγραψε και εξέδωσε μερικά από τα πλέον «ομιλητικά» λογοτεχνικά έργα του, όπως π.χ. την «Βραδύτητα», αλλά και θαυμάσια λογοτεχνικά δοκίμια, όπως το «Ο πέπλος». Η απόφασή του –μια ακραία απόφαση, κι ως εκ τούτου δηλωτική− όχι μόνο δεν σήμανε κάποιου είδους οπισθοχώρηση σε σχέση με τη δημόσια παρουσία του, αλλά ακριβώς το αντίθετο: Συνιστούσε και συνιστά μια αποφασιστική και αποφασισμένη δήλωση πίστης στην ίδια την κοινωνική λειτουργία του συγγραφέα, που προβάλλει το έργο του ως βασικό επιχείρημα του δημιουργού στη συνομιλία του με την κοινωνία, κι όχι –όπως γίνεται συχνά− ως πρόσχημα για την κάθοδό του στην αρένα ενός άναρχου και εν πολλοίς ασυνάρτητου δημόσιου «διαλόγου» (τα εισαγωγικά απαραίτητα, μια και συνήθως ο υποτιθέμενος διάλογος καταντά μονόλογος: ο λόγος των mass media είναι εκ της φύσεώς του μονολιθικός και ολοκληρωτικός, αφού τελικά αυτό που επικρατεί του νοήματος είναι ο «θόρυβος» που παράγεται – από αυτή την άποψη, πράγματι, τα mass media παραμένουν τα ίδια το μοναδικό Μήνυμα που εκπέμπεται από τις αντένες τους και η αδιαπραγμάτευτη ισχύ τους το μοναδικό περιεχόμενο αυτού του μηνύματος.)
Η λογοτεχνία εκτός πεδίου
Από μια άλλη προοπτική, η «σιωπή» των συγγραφέων δεν είναι παρά η άλλη όψη της σιωπής με την οποία περιβάλλει ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός-σχολιαστικός λόγος τα έργα των συγγραφέων. Η γνώμη του συγγραφέα, η άποψή του για τον κόσμο και την κοινωνία, δεν ενδιαφέρει κανέναν όταν εκφράζεται μέσα από το έργο του. Τα λογοτεχνικά κείμενα (γενικότερα τα κείμενα που προϋποθέτουν τον ενεργό αναγνώστη), απαιτούν περιβάλλον ψυχικής διαθεσιμότητας, πνευματικής ευρυχωρίας, διανοητικής περιέργειας, και δεν βρίσκουν θέση σε μια κοινότητα ανθρώπων που αισθάνονται ότι, ούτως ή άλλως, τα γνωρίζουν όλα. Στη γυαλιστερή επιφάνεια των ΜΜΕ μπορεί να σερφάρει πλέον ο καθείς, χωρίς κόπο ή κόστος. Το τέλος της μέρας τον βρίσκει πλήρη εαυτού (μόνο του, δηλαδή) και πνευματικά αυτάρκη (γεμάτο προκαταλήψεις και θυμό). Απέναντι στην κατευναστική λειτουργία της λογοτεχνικής ανάγνωσης (διάολε, σε κάνει να σκέφτεσαι η καλή λογοτεχνία, μπορεί κι ο «άλλος» να έχει «τα δίκια του»), ο κυρίαρχος δημοσιογραφικός-σχολιαστικός λόγος σε περιορίζει στον εαυτό σου, σε κάνει μνησίκακο, αγανακτισμένο, οργισμένο. Αντίθετα απ' ό,τι πρεσβεύει ένας ρηχός αντισυστημικός λόγος, μια μέρα «στον καναπέ» αυτό που κυρίως σου προκαλεί δεν είναι να σε «αποχαυνώνει», αλλά να σε εξοργίζει. Ο υστερικός δημοσιογραφικός-σχολιαστικός λόγος, που δεν μεταφέρει πληροφορίες παρά μόνο έτοιμες ιδέες και στενομυαλιά, υποδαυλίζει μίση και πάθη, δημιουργεί ένα τεράστιο απόθεμα αξόδευτης ενέργειας, αφού την ίδια στιγμή που κολακεύει τον θεατή-ακροατή, την ίδια στιγμή και τον αποκλείει.
Το γνωρίζουμε πλέον καλά: Ο μοναχικός, αποκλεισμένος, εξοργισμένος άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι το πολιτικό υποκείμενο μιας προοδευτικής κοινωνικής αλλαγής. Είναι μισαλλόδοξος, φοβικός, βίαιος, επιθυμεί έναν κοινωνικό πόλεμο κατά πάντων μέσα στον οποίο η ενέργειά του θα βρει διέξοδο, θα ξοδευτεί: Η επιθυμία του είναι η καταστροφή της επιθυμίας του «άλλου».
Συγγραφείς σε κρίση
Μέσα σ' αυτό το «περιβάλλον», οι συγγραφείς που παίρνουν στα σοβαρά, όχι τον εαυτό τους, αλλά την υπόστασή τους, μοιραία βρίσκονται σε κρίση. Αισθάνονται ότι το έργο τους μοιάζει με μπουκάλι που πετιέται σε έναν ωκεανό γεμάτο από τα απόβλητα των περαστικών πλοίων, με τον κίνδυνο να μην βρει, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, τον ιδανικό αποδέκτη, αναγνώστη-συνομιλητή. Γνωρίζουν ότι, ακόμη κι αν πέσει στα χέρια κάποιων, τις περισσότερες φορές θα προσληφθεί και θα (παρ)ερμηνευθεί η ίδια η χειρονομία τους («άνθρωπος ναυαγός!»), παρά το ιδιόμορφο μήνυμά τους.
Σε αρκετές περιπτώσεις καταλήγουν στην ιδέα ότι, προκειμένου να διασωθούν μέσα στη θάλασσα των προσώπων και την πληροφορίας, άλλη διέξοδος δεν τους απομένει παρά η κάθοδος στην αρένα της κακοφωνίας, υπό το προσωπείο του "ανθρώπου του πνεύματος", υπονομεύοντας έτσι, συχνά ανεπίγνωστα, την ίδια τους την κοινωνική και καλλιτεχνική υπόσταση, ακόμη και το έργο τους.
Όμως, συγγραφέας δεν είσαι κατά περίπτωση ούτε κατ' επιλογήν. Συγγραφέας δεν είσαι υπό όρους ούτε υπό διαπραγμάτευση. Συγγραφέας, δεν είναι επάγγελμα, ούτε ιδιότητα: είναι μια ολόκληρη φιλοσοφική-ποιητική στάση ζωής. Ένας τρόπος του υπάρχειν, εντός κι εκτός κοινωνίας την ίδια στιγμή. Μια φασματική οντότητα μέσα από την οποία αυτό αρθρώνει έναν λόγο. Αντέχουμε;
σχόλια