Το παρόν δεν προλαβαίνεις να το ζήσεις, μπορείς όμως να το θυμάσαι. Γιατί ξεσηκωνόμασταν κάθε καλοκαίρι, εγώ, ο αδελφός μου και η μάνα μου, για να πάμε στο χωριό;
Μυστήριο. Πάντως θυμάμαι τρένα και επιβατικά λεωφορεία γεμάτα χαρτοκούτια με τρύπες (για να βγάζουν τα κεφάλια τους οι κότες), ηλικιωμένους να ρίχνουν νερά στο πρόσωπό τους και μωρά, τσίτσιδα, να κλαίνε μέχρι να τους βρούνε κάποιο ξυλάκι παγωτό. Τα σύκα ήταν άφθονα, αλλά προκαλούσαν δίψα και το κρύο νερό, τότε ακόμα, ήταν πολυτέλεια. Τα παιδιά τα έδερναν για ψύλλου πήδημα, τα χτυπούσαν αλύπητα, είναι περίεργο, αλλά κάθε παλαιά σκηνή έχει ως διάκοσμο κάποια παιδικά κλάματα, με κείνα τα αναφιλητά που καμιά φορά έφταναν σε κρίση μανίας.
Η ηλιοθεραπεία στο χωριό ήταν άγνωστο πράγμα. Ενίοτε και παρεξηγήσιμο.
Δεν έλειπαν και οι συγγενείς στη φυλακή, οπότε, κάθε φορά που ευτυχούσαμε, οφείλαμε να θυμηθούμε τους έγκλειστους που «έλιωναν στον απάνω κόσμο». Αν γενικευόταν η συζήτηση, γινόταν λόγος για τα ορφανοτροφεία, για τα γηροκομεία, για τα νοσοκομεία, δηλαδή για ανθρώπους που είχαν «ξεχωρίσει» και ανέμεναν την τύχη τους. Δεν θυμάμαι να συνδύαζε κανείς το καλοκαίρι με τη χαρά και την απόλαυση. Λεφτά δεν υπήρχαν, αλλά και να υπήρχαν κανείς -στην τάξη μας- δεν τα σπαταλούσε σε ξενοδοχεία και ταξίδια. Ο Ιούνιος και ο Αύγουστος άλλωστε υποδήλωναν σκληρές αγροτικές εργασίες. Τα καλαμπόκια είχαν χάζι, καθώς τραγουδούσαν όλοι μαζί οι εργάτες στρωματσάδα την ώρα που αφαιρούσαν τα φύλλα από τον πεντακάθαρο καρπό και ένιωθαν φαγούρα σε όλο τους το κορμί. Η ηλιοθεραπεία στο χωριό ήταν άγνωστο πράγμα. Ενίοτε και παρεξηγήσιμο.
Δεν ξεχνιούνται οι αγρότες που δούλευαν στα χωράφια, με ψάθες στα κεφάλια και το κορμί καμένο σε όσα σημεία έμενε ακάλυπτο. Αλλά τη σαρκοφανέλλα κανείς δεν την έβγαζε. Οι περισσότεροι εργάτες στα χωράφια δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, όσο για την ηλιοθεραπεία, μόνο στον κινηματογράφο της εποχής θα την είχαν δει.
Αξέχαστες παραμένουν οι γριές και οι γέροι τις ώρες της μεγάλης θερμοκρασίας. Η ευπρέπεια δεν τους επέτρεπε να γδυθούν, οι άνδρες έμεναν με κάτι πουκαμίσες, αλλά οι γυναίκες, με τόσα πάχια, με ρευματισμούς και πόνους σε όλο το κορμί, δεν ένιωθαν καλά ούτε ντυμένες ούτε γδυτές.
Προσπαθώ ματαίως να θυμηθώ τι έκαναν τα νέα κορίτσια· η αλήθεια είναι ότι δεν τα βλέπαμε γιατί η ηλικία μας έδενε με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Το καλοκαίρι είχε συνδυαστεί με τη γεροντική σάρκα, με το ξασπρουλιάρικο δέρμα και το βρεμένο λαγήνι στον ίσκιο. Και με κάτι στραβοπατημένα παπούτσια που δεν άλλαζαν χειμώνα καλοκαίρι.
Δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO, τευχος 119. Ψηφιοποιείται πρωτη φορά
σχόλια