ΤΙΣ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ, στα σπίτια όπου υπήρχε μικρή ή μεγάλη βιβλιοθήκη, ήταν βέβαιο ότι θα βρισκόταν κάποιο διαβασμένο ή αδιάβαστο βιβλίο του Τσβάιχ: βιογραφικό, θεατρικό, διηγηματικό, ιστορικό, μεταφρασμένο, τέλος πάντων ένα γραφτό από εκείνα που συνέγραφε ο Εβραίος συγγραφέας, ο οποίος υποστήριζε με κάθε τρόπο τον «θεμελιακό ανορθολογισμό του ανθρώπινου νου».
Τα βιογραφικά του δοκίμια είναι πολυάριθμα: Βερλαίν, Βεράρεν, Μπαλζάκ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Ρομαίν Ρολλάν, Χαίλντερλιν, Κλάιστ, Νίτσε, Σταντάλ, Τολστόι, Έρασμος, Μαρία Αντουανέτα, Μαρία Στιούαρτ και Μαγγελάνος! Όπως τονίζει η προλογίστρια της αμερικανικής έκδοσης Joan Acocella, ο Τσβάιχ κατά κύριο λόγο ήταν άνθρωπος των γραμμάτων, ως εκ τούτου ήταν γνωστός όχι ως μεγάλος συγγραφέας, παρά ως «φωνή», για κάποιους μάλιστα θεωρούνταν η φωνή της Ευρώπης. Μια συνείδηση, δηλαδή, υπεράνω εθνικότητας, γλώσσας, θρησκείας και τα παρόμοια.
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι δανεισμένη –στα βασικά της στοιχεία– από το καθεστώς της Αυστροουγγαρίας και ειδικά του στρατού της αυτοκρατορίας, που την απάρτιζαν πολλά έθνη και φυλές. Ο Αυστριακός αξιωματικός ήταν πρότυπο πειθαρχίας, καθότι δεν κυκλοφορούσε με πολιτική περιβολή εκτός υπηρεσίας και τηρούσε την εθιμοτυπία και τον κώδικα τιμής της αυστριακής κάστας. Ένας από τους πλουσιότερους άρχοντες της περιφέρειας ονόματι Κεκεσφάλβα κάλεσε τον υπίλαρχο Άντον Χοφμίλλερ να γευματίσει σπίτι του, με όλους τους τύπους. Τα λάθη του προσκεκλημένου υπίλαρχου αρχίζουν από την πρώτη ώρα.
Η συντόμευση των διηγημάτων, βιογραφιών και κάθε λογής λογοτεχνημάτων που δημιουργούσε τον έσωζε από την απευθείας αντιμετώπιση του εαυτού του
Ο Χοφμίλλερ είναι ενθουσιασμένος από την ατμόσφαιρα του αρχοντικού, την παρουσία των γυναικών, το παρκέτο για τον χορό, τη μουσική και τα λοιπά. Χορεύει επί ώρα με τις ντάμες, χαριεντίζεται, αλλά αίφνης θυμάται ότι δεν ζήτησε ακόμα από την οικοδέσποινα έναν χορό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και ο μύθος του βιβλίου. Πρόκειται για τον αμήχανο και αδαή Χοφμίλλερ, για την ημιανάπηρη Έντιθ που είναι καταδικασμένη σε ζωή παραλυτικής, και βέβαια για την ατμόσφαιρα της αυτοκρατορίας που –όπως και στο Εμβατήριο του Ραντέτσκυ– υπερβαίνει τα πρόσωπα, τις καταστάσεις και τον ίδιο τον χρόνο που ενώνει και χωρίζει, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις.
Ο Χοφμίλλερ δηλητηριάστηκε από οίκτο προς τη θυγατέρα του Φον Κεκεσφάλβα. Όλο το βιβλίο, τεχνηέντως πώς, βασίζεται σε μια παρεξήγηση (ήτοι στο γεγονός ότι δεν ζητάς ποτέ να χορέψεις με μια ντάμα που είναι παραλυτική), στο γεγονός ότι η Έντιθ ερωτεύεται τον Χοφμίλλερ χωρίς καμιά ελπίδα και, τέλος, στο ότι ο χρόνος είναι σφοδρά ενάντιος στον υπίλαρχο.
Με θεώρημα αφηγηματικό τη σκέψη ότι «η κακία αντέχει γερά», ο Τσβάιχ κάνει το παν για να απλώσει τη διαμάχη των δύο ερωτευμένων, να πλάθει διαρκώς παρεξηγήσεις και παρατραβηγμένα φερσίματα. Για να ερευνήσουμε την ανάπτυξη της αφήγησης (ερήμην του Τσβάιχ), θα πρέπει να πούμε ότι αντί η παρεξήγηση του Χοφμίλλερ και της Έντιθ να εντάσσεται φυσιολογικά στους σπασμούς της αυτοκρατορίας, τελικά όλη η αυτοκρατορία (έστω περιληπτικά) τσουβαλιάζεται μέσα στα συμβάντα του άτυχου έρωτα. Ενώ ο Χοφμίλλερ κρύβεται πίσω από φτηνά φερσίματα, πασχίζοντας να δώσει δίκιο αλλά όχι και έρωτα στην Έντιθ, από τη δική της μεριά η σακάτισσα είναι πιο αληθοφανής, πιο πονεμένη, άρα μακριά από κάθε πρόσχημα.
«Οι καλοί άνθρωποι σαν κι εσάς λυπούνται κι έναν δαρμένο σκύλο και μια ψωριάρικη γάτα – άρα, γιατί να μη λυπηθούν και μιαν ανάπηρη; Δεν χρειάζομαι μια φιλία που την οφείλω μονάχα στην αναπηρία μου... Εκφράζεστε σαν "ευγενικός άνθρωπος" με περισσότερη "λεπτότητα", μιλάτε με περιφράσεις: επειδή είμαι τόσο μόνη όλη μέρα. Έρχεστε από οίκτο μονάχα –είναι καιρός που το κατάλαβα αυτό πολύ καθαρά– και θα θέλατε ίσως να σας θαυμάσουμε για την αυτοθυσία σας– μα, λυπάμαι πολύ, δεν μπορώ να ανεχτώ θυσίες! Σας απαγορεύω, ακούτε, σας απαγορεύω... Όχι, δόξα να 'χει ο Θεός, δεν έχω ανάγκη από κανέναν σας... Θα τα βγάλω πέρα πολύ καλά και μονάχη μου, θα τα υπομείνω όλα δίχως εσάς...».
Όπως ο αφηγητής που βλέπει κάποιον υπηρέτη να κάνει μιαν υπόκλιση της παλιάς αυστριακής σχολής, ο Τσβάιχ είναι κι αυτός, αν όχι άνθρωπος, τουλάχιστον πνευματική φωνή της παλαιάς αυτοκρατορίας. Όσο για τις ματαιωμένες σκηνές ερωτικού πάθους που ανατίθενται όλες στην Έντιθ, θυμίζουν «έναν άνθρωπο που σκύβει πάνω σε ένα λουλούδι και αίφνης μια έχιδνα ξεπετάγεται στο πρόσωπό του». Στη Βιέννη, μας θυμίζει ο αφηγητής, οι πιο σοβαρές, όπως και οι πιο ασήμαντες, υποθέσεις λύνονται στα καφενεία. Είναι σχεδόν παράδοξη η διαπίστωση, παρά ταύτα ισχύει απολύτως – τουλάχιστον μέσα στο βιβλίο. Ειδικά οι βαθμοφόροι, οι αξιωματικοί, οι φαντάροι, έχουν το καφενείο για σπίτι και ενδιαίτημα.
Έστω και μετά από έναν αιώνα και βάλε, το παράταιρο ειδύλλιο της Έντιθ προς τον Χοφμίλλερ, αντί να προκαλεί δέος, ουσιαστικά χαλάει την ατμόσφαιρα του σπιτιού, διότι δεν δίνει κάποια λύση. Αν η κόρη δεχόταν έναν κεραυνό κατακέφαλα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την τυραννία του κεραυνοβόλου έρωτα, απεναντίας τώρα έχουμε ένα γύναιο που αφήνει την πληγή του να κακοφορμίσει και, αντί να γίνει μάρτυρας των αισθημάτων του, τελικά αυτοχειριάζεται για να επιδείξει έναν ηρωισμό άνευ αντικρίσματος.
Στον επίλογο της γαλλικής έκδοσης διαβάζουμε ότι η μέθοδος εργασίας (και πιο σωστά η συγγραφική αδυναμία του Τσβάιχ) βασιζόταν στο να κόβει εδώ κι εκεί την πρώτη εκδοχή κάθε έργου του, ωσότου απέμενε ένα αφήγημα σε μήκος νουβέλας ή σύντομης ιστορίας. Ενώ, λοιπόν, στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα πολλά από αυτά τα βραχύτατα έργα εύκολα θα είχαν επεκταθεί σε μυθιστορήματα, πιθανότατα ο Τσβάιχ δεν ένιωθε σε βάθος τη δημιουργική του ικανότητα, οπότε η συντόμευση των διηγημάτων, βιογραφιών και κάθε λογής λογοτεχνημάτων που δημιουργούσε τον έσωζε από την απευθείας αντιμετώπιση του εαυτού του.
Ξέρουμε ότι ο Τσβάιχ είχε ταξιδέψει επανειλημμένα στη Νότια Αμερική (και δη στη Βραζιλία) και χάρη στην απόσταση μπορούσε να αναβιώσει περιγραφικά για το διεθνές κοινό την προπολεμική Αυστρία. Μπορεί να μοιάζει κοινότοπο το γεγονός ότι ο συγγραφέας συνεχώς προσαρμόζει τη σκηνοθεσία του με βάση τον Πρώτο αλλά και τον Δεύτερο Παγκόσμιο – με έναν λόγο, ο «κόσμος του χθες» μπορούσε να προσαρμοστεί σε λογής λογής καταστάσεις. Δικαιολογημένα, δηλαδή, η επιστροφή στο παρελθόν λαμβάνει τη μορφή αυτού που αποκαλείται «μυθιστόρημα μαθητείας». Ενώ οι καταστάσεις προωθούν την Έντιθ προς το μοιραίο τέλος της, ο Χοφμίλλερ ουσιαστικά παραμένει αυτοδίδακτος και αδίδακτος στην αποδοχή της πραγματικότητας.
Όσο αφύσικο κι αν φαίνεται να συγκρίνει κανείς τη μοίρα των ηρώων του με κείνη του συγγραφέα, η τελική του αυτοκτονία (μαζί με τη γυναίκα του) ρίχνει φως στη ζωή του αντί για σκότος. Άλλωστε, το τελικό σημείωμα των δύο αυτοκτόνων είναι πέρα για πέρα διαφωτιστικό.
Γράφει ο Τσβάιχ στο μεταθανάτιο σημείωμά του:
«Πήρα την απόφαση, με τη θέλησή μου και με πλήρη διαύγεια, να εγκαταλείψω τη ζωή. Πριν το κάνω, νιώθω την ανάγκη να τακτοποιήσω ένα τελευταίο καθήκον: να ευχαριστήσω από καρδιάς τη Βραζιλία, αυτήν τη θαυμάσια χώρα, που πρόσφερε σε μένα και στη δουλειά μου ένα καταφύγιο τόσο καλό και φιλόξενο. Μέρα με την ημέρα έμαθα να την αγαπώ όλο και περισσότερο και πουθενά αλλού δεν θα ήθελα να αρχίσω μια καινούργια ζωή, τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί. Αλλά ύστερα από εξήντα χρόνια θα έπρεπε κανείς να διαθέτει εξαιρετικές δυνάμεις για να μπορέσει να ξαναρχίσει τη ζωή του. Και οι δικές μου δυνάμεις έχουν εξαντληθεί από τα ατελείωτα χρόνια της ξενιτιάς, μακριά από τα μέρη που με σημάδεψαν. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως είναι καλύτερο να τερματίσω έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά μια ζωή, στην οποία η πνευματική εργασία υπήρξε πάντοτε η αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία το ύψιστο αγαθό του κόσμου τούτου.Χαιρετώ όλους τους φίλους μου. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι».
σχόλια