Νομίζω περιττεύει να μιλήσω για τον Παπαγιώργη. Μιλάνε άνθρωποι που τον συναναστράφηκαν πιο πολύ, στις επόμενες σελίδες. Είχαμε αρκετούς κοινούς φίλους και κάποιο είδος οικειότητας, που νομίζω αυτός είχε το χάρισμα να δημιουργεί. Γνωριστήκαμε ορμητικά (ένα σκυλάδικο της πλάκας στις Σπέτσες), αλλά, και πάλι, δεν έκανε κάτι άλλο ο Κωστής από το να μεθάει, τότε.
Δουλέψαμε, βέβαια, μαζί. Ήταν από την αρχή στη LIFO και ήταν σαφώς (λυπάμαι, αν θίγω κάποιον) ο κορυφαίος συνεργάτης της. Για το αρρενωπό σφρίγος της γλώσσας του, τη σβελτάδα των συνειρμών του (σαν τίγρης που αρπάζει το θήραμα κατέληγε στο συμπέρασμα – αστραπιαία, χωρίς πολλά πολλά), για την ανεξιθρησκία των πηγών του, την έλλειψη στόμφου και τη συνειδητή στάση του μαθητή που κρατούσε πάντα απέναντι σε όσα μελετούσε ή ζούσε (σε έναν χώρο που διακρίνεται για το αντίθετο) – επίσης ας μιλήσουν άλλοι. Το κατόρθωμά του (να ακουστεί η φιλοσοφία σαν ποδοσφαιρικός αγώνας από τρανζίστορ το απόγευμα της Κυριακής) ήταν τεράστιο και ακόμη δεν έχει εκτιμηθεί σωστά. Αυτό ελπίζω να του το αναγνωρίσει η επιλήσμων συντεχνία του.
Στο έντυπο αυτό έγραψε σχεδόν για όλα: βιβλία, ποδόσφαιρο, κοινωνία. Έναν μήνα πριν μπει στο νοσοκομείο του τηλεφώνησα. «Θα μου γράφεις μια ακόμη στήλη για πολιτική;» τον ρώτησα. Δέχτηκε αμέσως. «Πώς να τη λέω;». «Όπως θες!» μου απάντησε. «Πόσα;». «Ό,τι θες, μωρέ, δίνε!». Έτσι έκανε τους λογαριασμούς του. Έτσι ζούσε. Έτσι σκεφτόταν. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Αν οι κηδείες ήταν αλλιώς, όπως παλιά (κι όχι αυτή η μέρα με το σκληρό φως στα Μελίσσια, όπου τάφηκε δίπλα σε ένα νταμάρι, ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων που καταλάβαινες ότι τον αγάπησαν αγνά και χύμα και κλωθογύριζαν στην αλάνα των τάφων σαν ζαλισμένοι), θα ήθελα να του αφιερώσω ένα τραγούδι γι’ αντίο, μια και με τις λέξεις είμαι φτωχός μπροστά του. Όχι από τα σκυλάδικα που του άρεσαν. Αλλά ένα που άρεσε στον πατέρα μου –που πέθανε κι αυτός στην ηλικία του, πάλι από καρκίνο– και τον είχα ακούσει ένα μεσημέρι Κυριακής στην ταβέρνα να παίρνει την κιθάρα και να το λέει: ένα κατά βάθος μελαγχολικό τραγουδάκι του Ναπολιτάνου Ρομπέρτο Μουρόλο για τις άστατες γυναίκες, ειπωμένο όμως με έναν αδιόρατο σαρκασμό και απόσταση από τον Toto. Νομίζω θα του άρεσε.
Ο επόμενος!
σχόλια