Μετά το Εγώ, το Εσύ, το Αυτός, περνάμε στο Εμείς. Τέταρτο κεφάλαιο από το πρώτο μέρος με τίτλο Η Μουσική των Γεγονότων του μυθιστορήματος σε καθημερινές συνέχειες Κονσέρτο για Τέσσερις Δεκαετίες. Από τη Μεταπολίτευση του 1974 στην Εποχή του Χάους του 2014.
Τότε / Τώρα
Διανύσαμε τις δεκαετίες αναίμακτα. Αυτό ακούγαμε ήδη προτού τις διανύσουμε να μας λένε. Άκαπνους, να μας λένε. Αμούστακους, ήδη από τότε. Άκαπνους κι αμούστακους, να μας λένε. Δεν ξέρετε εσείς, δεν έχετε ζήσει εσείς, δεν σκαμπάζετε εσείς.
Διανύσαμε τις δεκαετίες με δεκανίκια. Πριονισμένα δεκανίκια, όμως. Με δανεικά δεκανίκια. Διανύσαμε τις δεκαετίες με πριονισμένα δανεικά δεκανίκια και με δανεικούς καημούς, να διατείνονται, από τότε να διατείνονται και να μας λένε.
[Σε μια συνέντευξη, ο Οδυσσέας Γεωργίου, είχε μιλήσει τωόντι για δανεικούς καημούς, μα είχε τυπωθεί η φράση αλλιώς, εκ λάθους, είχε τυπωθεί «ιδανικούς καημούς», ότι είχε πει ο Γεωργίου «ζούμε με ιδανικούς καημούς», είχε παρακούσει ο δημοσιογράφος και είχε γράψει ότι είχε πει ο Γεωργίου, «ζούμε με ιδανικούς καημούς», κι είχε πέσει καζούρα μεγάλη στην παρέα, τι μαλακίες είναι αυτές, μας λέγανε, τι παπαριές λέει ο Γεωργίου, τι πάει να πει ρε μαλάκια του κερατά, ρε βλαμμένη τρίχα του κώλου του αλόγου παπάρα Γεωργίου, τι εστί ιδανικός καημός, ρε;]
Αν μας ρωτούσανε, θα τους λέγαμε. Αλλά δεν μας ρώτησαν. Ποτέ δεν μας ρώτησαν. Ποτέ. Θα τους λέγαμε εντούτοις αν μας ρωτούσαν, και για αίμα και καπνούς και για απώλειες. Σκάσε και μέτρα νεκρούς, θα τους λέγαμε. Πάρε να ’χεις, θα τους λέγαμε, αλλά ποιος μας ρώτησε; Κανείς δεν μας ρώτησε.
Με χαμόγελο, ναι, βέβαια, με χαμόγελο, και με λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, και με μαλλί με ηλιαχτίδες και βλέμμα γαλάζιο και το άφιλτρο ανάμεσα σε αντίχειρα και δείκτη και με το μπουκαλάκι το πλακέ στην πίσω τσέπη του μπλουτζίν και με τα μερόνυχτα του ωτοστόπ να τα έχουμε προλάβει, και άσματα αναπάντεχα να φτερουγίζουν μαγεμένα στο μυαλό μας, αλλά κι οι απώλειες απανωτές, αν θέλετε να ξέρετε.
Πείτε μας ονόματα, αν μας έλεγαν, θα τους λέγαμε ονόματα, πολλά, ονόματα εκείνων που από Τότε έως Τώρα έφυγαν και χάθηκαν για πάντα, ονόματα σαν του Βαγγέλη, ναι, του Βαγγέλη Πέτρου, του βροντερού μαντράχαλου και γίγαντα, που χάθηκε απότομα μια νύχτα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας χαμηλά, με το κεφάλι τσακισμένο στο οδόστρωμα. Ονόματα σαν του Νότη Διανέλλου που διάβαζε σαν διάβολος και διάβηκε το κατώφλι πέφτοντας στο κενό. Ονόματα σαν της Αμαλίας (αυτοκτονία με καραμπίνα), του Νικόλα (απαγχονισμός), της Νίκης (μοτοσικλέτα), της Άννας (χάπια), της δεύτερης Άννας (άλμα στο κενό), του Φώτη («άχραντο επεισόδιο»), της Αννίτας (πάρκινσον), της Μιλένας (ανεύρυσμα), του Στέργιου (χάπια), της Λυδίας (την ξέκανε το αλκοόλ), του Παναγιώτη (σφαίρες στην Ινδία), της Μάγδας (υπερβολική δόση), του Νίκου (ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο), του Λεωνίδα (υπερβολική δόση ζωής), εκατόμβη, σας λέμε, ολόκληρη εκατόμβη από Τότε έως Τώρα, πολύ αίμα, πολύς καπνός, φορτίο μεγάλο, άχθος.
[Συνεχίζεται. Αύριο: «Λάμψη στη ναφθαλίνη, Ι» ]
σχόλια