Πολλά χρόνια πριν, σε εποχές πολύ πιο ανάλαφρες –κι ας φάνταζαν στα οργισμένα εφηβικά μυαλά μας περίπου τελολογικές–, να διαδηλώνουμε μαχητικά κι επιστρέφοντας να διασκεδάζουμε με την ιδέα να είμαστε ακόμα «στρατευμένοι» σαν γεράσουμε. Θα κατεβαίναμε, λέει, στον δρόμο με μπαστούνια, «πι» και αναπηρικά καροτσάκια, θα παίρναμε και κάνα δυναμωτικό, κάπως θα το βολεύαμε τέλος πάντων, σημασία έχει όμως ότι μας σκεφτόμασταν «μάχιμους» ακόμα και στα -ήντα μας. Κανείς μας δεν διανοούνταν τότε ότι, εφόσον κάποτε «δικαιωνόμασταν», θα έπρεπε να σκεφτόμαστε όχι πια αγώνες αλλά θέσεις, βολές και αξιώματα. Όχι πως ήμασταν τόσο «γαμάτα» άτομα, ανήκαμε απλώς σε μια γενιά που βασικά επαναστατούσε «για την καύλα της», που ένιωθε ενστικτώδικα ότι μπορούσε και όφειλε να κάνει τη διαφορά – βρίσκαμε οπότε ντεμοντέ, απωθητική, απαράδεκτα μικροαστική την προοπτική να «χωθούμε» στο Δημόσιο κι ας μας πρήζανε οι οικείοι μας ότι μόνο έτσι θα «τακτοποιούμασταν», κι ας κάναμε μετά «ό,τι θέλαμε», καθώς συμπλήρωναν με νόημα (μεταξύ μας, δεν είχαν και τόσο άδικο τελικά, αλλά ας όψεται ο νεανικός ιδεαλισμός!).
Αλλά, βέβαια, δεν σου φταίει ο αντίπαλος, όσο «άθλιος», κακός και απεχθής, όταν βάζεις μόνος σου το ένα αυτογκόλ μετά το άλλο. Είναι οι παίκτες, ο κόουτς και ο πρόεδρος της ομάδας σου που έχουν το καταρχάς «θέμα».
Το «ρουσφέτι» ήτανε τότε εθνικό σπορ, η «θεσούλα στο Δημόσιο» επίσης. Τα χρόνια περάσανε, οι εποχές αλλάξανε, οι κώλοι «σφίξανε», όμως το Δημόσιο παρέμεινε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως το μεγα-έπαθλο των εκάστοτε κυβερνώντων, η «ραχοκοκαλιά» του κομματικού κράτους, όπως συνήθως συμβαίνει σε κοινωνίες προ ή ημι-νεωτερικές σαν τη δική μας. Δεν είναι, λοιπόν, να παραξενεύεσαι που ο γ.γ. της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ δεν αφιέρωσε ούτε μια αράδα από εκείνη την απίθανη μακροσκελή απάντηση-«κατηγορώ» του στο να υπερασπιστεί την αθρόα πρόσληψη συγγενικών του προσώπων στην κυβέρνηση. Να προβάλει έστω τα προσόντα τους, και δεν εννοώ μόνο τα «αγωνιστικά», να πει ότι, βρε αδελφέ, στην Ελλάδα είμαστε, άμα δεν βάλουμε και δυο-τρεις-τέσσερις δικούς μας στα πόστα, δεν κάνουμε «χωριό», εξάλλου εμείς δεν μπορούμε, ένεκα οι συνθήκες, να δημιουργήσουμε ένα πελατειακό κράτος-«Λεβιάθαν», αντίστοιχο εκείνου που έθρεψε τους προκατόχους μας. Να ισχυριστεί ότι συχνά ο ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει –πράγματι– άτομα να στελεχώσει τον κρατικό μηχανισμό και δεν τα βρίσκει, είτε γιατί αποχώρησαν είτε επειδή, «δρυός πεσούσης», λίγοι δικοί του ή, έστω, συμπαθούντες προθυμοποιούνται να αναλάβουν ευθύνες. Θα ήταν κιόλας αστείο να συγκρίνει κανείς τα όργια προσλήψεων «ημετέρων» μονιμάδων (ούτε καν «μετακλητών») από προηγούμενες κυβερνήσεις, όταν οι αγελάδες ήσανε υπέρβαρες, με την τωρινή κατάσταση, άσχετα που ούτε αυτό αποτελεί ιδανική δικαιολογία. Αντ' αυτών, έβγαλε στη γύρα τα αγωνιστικά «παράσημα» του ίδιου και της οικογένειάς του (ξεχνώντας ότι χιλιάδες άλλοι κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, χωρίς να προσδοκούν την παραμικρή ανταμοιβή, ότι δεν μπορεί να λες τέτοιες «παπάρες», όταν ένα σωρό κόσμος, ανάμεσά του οι λιγότερο τυχεροί συναγωνιστές του, κάνουν καθημερινό μπρα ντε φερ με την επιβίωση), αναβίωσε ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα που δεν λέει απολύτως τίποτα στους περισσότερους συνομηλίκους του (ούτε καν στους μεγαλύτερους, τον διαβεβαιώ) κι έκανε σημαία, εν είδει φυσικού νόμου, το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα», ξεχνώντας ότι τα στερνά τιμούνε τα πρώτα κι ότι η Αριστερά δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα για να της «χρωστάμε» ή να μας «χρωστάει», αλλά δικαιώνεται στον βαθμό που προάγει μια κοινωνία δικαιότερη, ηθικότερη κι ανθρωπινότερη. Όλα αυτά, δε, σε μια «μπετόν αρμέ» κομματική γλώσσα που θύμισε κνίτικες μπροσούρες εποχής – μήπως να του ψιθυρίσει κάποιος ότι έχουμε 2016;
Δεν θα «κανιβαλίσω» με τη σειρά μου τον επηρμένο «σύντροφο», ούτε θα αβαντάρω μια «κιτρινόχρωμη» φυλλάδα. Δεν έκανε όμως το «Πρώτο Θέμα» τους εν λόγω διορισμούς, ούτε φυσικά ευθύνεται ο δημοσιογράφος που τους αποκάλυψε. Εδώ ακριβώς είναι το ασυγχώρητο της υπόθεσης: ότι μ' αυτά και μ' εκείνα (γιατί δεν είναι, βέβαια, το πρώτο σύμπτωμα εξουσιαστικής αλαζονείας που παρουσιάζει), η λεγόμενη κυβερνώσα Αριστερά «νεκρανασταίνει» και κάνει «μάγκες» όλον εκείνο τον συρφετό από «συστημικούς» πολιτικούς, μιντιάρχες, ολιγάρχες και παρατρεχάμενους που η Ιστορία αλλά και η ίδια η ζωή φάνηκαν να απαξιώνουν οριστικά λίγους μόλις μήνες πριν – ή έτσι τουλάχιστον φαντασιώνονταν οι πολύ αισιόδοξοι. Οι λιγότερο αισιόδοξοι, πάλι, φρονούσαμε ότι, ok, μπορεί να μην καταλαμβάναμε ακριβώς τα Θερινά Ανάκτορα, ευελπιστούσαμε ωστόσο ότι θα πορευόμασταν στο εξής πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά αλλά και ηθικά με κάπως ευμενέστερους όρους. Οπότε, αντί να ασχολούμαστε π.χ. με το ΔΝΤ ή το «Στουρναρογκέιτ», αναλωνόμαστε σε ζητήματα δεοντολογίας. Αλλά, βέβαια, δεν σου φταίει ο αντίπαλος, όσο «άθλιος», κακός και απεχθής, όταν βάζεις μόνος σου το ένα αυτογκόλ μετά το άλλο. Είναι οι παίκτες, ο κόουτς και ο πρόεδρος της ομάδας σου που έχουν το καταρχάς «θέμα».
σχόλια