Μέσα σ’αυτό το εθνικό γούπατο σκανδάλων, καταστολής και καμαρίλας, μέσα σ’αυτό το έσχατο αντιτορπιλικό που βολοδέρνει, μέσα σ’ αυτή τη βουή και το πλήθος, ανθίζει πάντα ένα λουλούδι:
Υπάρχει πάντα ένα τραγούδι
στην καταιγίδα
ανθίζει πάντα κάποιο λουλούδι
στη συμφορά (...)
Κι αυτό το λουλούδι που σκάει μπουμπουκάκια ερήμην των άθραυστων και μασίφ συνειδήσεών μας, αυτό το άνθος που ευωδιάζει μέσα στον κήπο του κακού, λέγεται γλώσσα. Σεισμοί, λοιμοί, καταποντισμοί συνεχίζουν να επελαύνουν, όμως αυτή τη μοσχοθυγατέρα δεν τη σκιάζουν φοβέρες κι αντάρες.
Γιατί κι αν έχουν δει τρόμους τα ματάκια της κι οι μίσχοι της και οι χυμοί της τόσους αιώνες πίσω.
Γιατί όσα ξέρει η μάνα γλώσσα, δεν τα ξέρει μάνα καμία:
Με πήγε κούγια μπέλα, ο ένδοξός μας κουγιαντινισμός, λιγναδισμός, το λιγνάδι του Αλλαντίν,
τατιανισμός, τατιανίζω, μπαμπινιωτισμός, μπαμπινιωσύνη, τσιμενδώνω, έμεινα μενδώνη,
παιδοαριστεία, παιδοαριστεύω (και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά)
Ακόμη και το σεμνό λήμμα «Αρσακειάδα» ήρθε τούμπα. Από τη μαθήτρια του Αρσακείου, που εκπαιδεύτηκε με αυστηρότητα σε θέματα ήθους, ή από ειρωνική εκδοχή της δήθεν σεμνότυφης, τώρα περνάμε στην πιο σκοτεινή νοηματοδότηση από το 1887 που πρωτομαρτυρείται ως λέξη: τώρα είναι το θύμα της πιο συνένοχης σιωπής που μπορεί ν’ αντέξει η κοινότητα.
Νεολογισμοί, ευφυολογήματα, λέξεις που αρχικά είχαν σχεδόν συνθηματικό νόημα (κι αφορούσαν μικρό αριθμό ομιλητών) τώρα περνάνε την υψηλή πύλη. Έτοιμο υλικό μιας θλιβερής εθνικής επιθεώρησης, λίγο πριν από τα διακόσια χρόνια εκείνης της εικοστής πέμπτης Μαρτίου που γύρισε το μάτι των προπαππούδων μας κι είπαν ως εδώ και μη παρέκει. Η χώρα φλέγεται κι η γλώσσα παίζει το πιο σπουδαίο απ’ τα παιχνίδια της.
Ένα νέο λουλούδι ανθίζει, ένα νέο λεξικό γράφεται στον φυσικό του χώρο, εκτός ακαδημαϊκών αιθουσών: εκεί έξω, στον δρόμο.