Δύο χιλιάδες εικοσιένα συναπτά έτη ο Ιησούς Χριστούλης, ο μοναχογιός του Θεού, ο ώμος για παρηγοριά των αδικημένων αυτού του κόσμου, ο αμνός και η άμπελος και η άγκυρα και ο ιχθύς ο υποσχετικός, ανασταίνεται.
Λάμπουν τα καρφοσήμαδα στα χεράκια του, τα πριν από λίγο σταυρωμένα, όταν σκάει μύτη αναστημένος και ένδοξος μπροστά στις πιστές του τις μυροφόρες, τη Μαρία τη Μαγδαληνή και την άλλη την Μαρία που όλοι ξεχνούν το όνομά της.
Και στον αγαπημένο του τον Πέτρο έκανε σαρπράιζ ολόδροσος και στους δύο που βάδιζαν προς Εμμαούς.
Και στη μαμά μου μετά την πρώτη αιμοκάθαρση εμφανίστηκε και σε κάτι φίλες μου που τις έφαγαν τα λιοντάρια επί πείσματος Διοκλητιανού και σ’ άλλους χιλιομύριους αυτόπτες Αναστάσεως που κέρδισαν στη μεγάλη κλήρωση το εισιτήριο της αθανασίας.
Ο Ασκλάς ο καημενούλης δεν πρόλαβε να δει τον Κύριο και ποιμένα του αναστημένο επί γης. Ίσως να προσπάθησε πιο πολύ απ’ όσο χρειαζόταν, ίσως να ήταν λίγο πρωτάρης στα ραντεβού για τις αθανασίες.
Αλλά αυτοί που τον αγαπούσαν πολύ του το χάραξαν το sms το τρυφερό, να ’χει να χαμογελάει από τον άλλο κόσμο. Του ζωγράφισαν κι έναν φοίνικα παραδείσιο και του έγραψαν πάνω στην έσχατη πέτρα: Θάρσει Άσκλᾶς οὐδεὶς ἀθάνατος. Κάτι σαν: μη στεναχωριέσαι Ασκλάκο, κανείς δεν τη γλιτώνει, κανείς δεν είναι αθάνατος παλικάρι μου, όλοι δύο μέτρα παίρνουν γη, τα λεφτά είναι δανεικά, χέρια αλλάζουν τακτικά, δεν τελείωσε κι ο κόσμος επειδή την έκανες γι’ αλλού.
Μπορεί να ήταν οι κολλητοί του από το κατηχητικό, μπορεί να ήταν ο γιος του ή η αρρραβωνιαστικιά του η βεργολυγερή, που του άλλαζε τα πανάκια απ’ τη θέρμη. Κι έτσι ο Ασκλάς, ο ταπεινά θαμμένος σε μια κατακόμβη της Ρώμης, τέλη του τρίτου, αρχές του τέταρτου αιώνα, το τσίμπησε το golden pass για την αθανασία: αναστήθηκε από αγάπη και νοιάξιμο θνητών.