O Mark Fisher δεν ζει πια ανάμεσά μας. Τον Ιανουάριο του 2017 κρεμάστηκε, όπως ο αγαπημένος του Ίαν Κέρτις, αδυνατώντας να κερδίσει τη μάχη με την κατάθλιψη. Ήταν μόλις 48 ετών, πατέρας του Τζορτζ και σύζυγος της Ζόε, δίδασκε στο κολέγιο του Goldsmiths στο Λονδίνο κι ένας από τους πιο επιδραστικούς θεωρητικούς της νέας πολιτισμικής κριτικής σκέψης. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός ως ο συγγραφέας του Καπιταλιστικού ρεαλισμού που ευτύχησε να μεταφραστεί εξαιρετικά (Fisher Μ., Καπιταλιστικός Ρεαλισμός. Υπάρχει άραγε εναλλακτική;, Αθήνα, Εκδόσεις Futura, 2015, μετάφραση Θέμης Πανταζάκος). Λιγότεροι τον γνωρίζουν από τα άλλα του έργα όπως τα (αμετάφραστα) Ghosts of my life (Tα φαντάσματα της ζωής μου) ή Τhe Weird and the Eerie (Το αλλόκοτο και το απόκοσμο) κι ακόμη πιο λίγοι από το k-punk, το μπλογκ που διατηρούσε επί σχεδόν μία δεκαετία (2003-2015).
Ο Φίσερ μιλούσε δυνατά για τις αγάπες του, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό δοκιμιακό λόγο όπου η μουσική, τα κόμιξ, οι ταινίες τρόμου, τα σήριαλ του BBC, συναντούσαν την αναλυτική σκέψη του Ντελέζ ή την θεολογία του Σπινόζα.
Ο Φίσερ αγαπούσε τον Μαρξ, τους Roxy Music, το σινεμά του Κρόνενμπεργκ, του Λιντς και του Κουαρόν, τα βιβλία του Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλλαρντ, το εργατικό κόμμα, τους Fall, τον Burial. Και τους αγαπούσε όχι σαν έναν αμάσητο πολτό, σαν μια πολιτισμική ισοδυναμία, σαν μία μουσειακή παράταξη. Τους αγαπούσε χωνεμένους, δύσπεπτους, με τα χάσματα που επιτρέπουν να φανούν οι ραφές τους και τα οικοσυστήματα προέλευσής τους.
Περιπτώσεις σαν της Adele υπάρχουν πολλές. Ωραίες φωνές χωρίς κανένα ιστορικό στίγμα, τίποτε που να προδίδει την εποχή τους. Στα talent shows κερδίζει ο καλύτερος μιμητής, ο καλύτερος αντιγραφέας. Ακόμα και το hip hop ή η ganster rap που ξεκίνησαν ως εναλλακτικά και διαμαρτυρόμενα, έχουν πλέον γίνει συστημικά και εμπορεύσιμα. Ο καπιταλισμός είναι πανέξυπνος παίκτης.
Έχοντας συλλάβει ευφυώς την τερατώδη παντοδυναμία του Κεφαλαίου, μέσα στον ύστερο μεταφορντικό καπιταλισμό, το περιέγραφε σαν το "πράγμα" στην Απειλή (The Thing) του Κάρπεντερ- μια ελαστική τερατώδη οντότητα που μεταβολίζει και απορροφά τα πάντα στο πέρασμά του. Αυτή η "παρδαλή ζωγραφική από οτιδήποτε υπήρξε ποτέ" ( Ντελέζ/Γκουαταρί) είναι κι η πιο επικίνδυνη συνιστώσα της μεταμοντέρνας κοινωνίας του καπιταλιστικού ρεαλισμού.
Για τον Φίσερ τα τελευταία χρόνια η Δύση ζει στην "έρημο" της ψευδαίσθησης και της αποδοχής. Μετά το σλογκανοποιημένο δόγμα ΤΙΝΑ (There's No Alternative/ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ) της Θάτσερ, o καπιταλισμός φαντάζει σαν η μοναδική λύση, ο μοναδικός δρόμος ακόμα και για τους αρνητές του. «Είναι ευκολότερο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου, παρά το τέλος του καπιταλισμού»- αυτή η φράση (που αποδίδεται στους Τζέιμσον και Ζίζεκ) περιγράφει τη φυσικοποίηση της κρίσης, το αδιανόητο οποιασδήποτε συνεκτικής εναλλακτικής πρότασης στην νεοφιλελεύθερη κοινωνία του ελέγχου που αντικατέστησε την αυταρχική πρώιμη καπιταλιστική κοινωνία της πειθαρχίας.
Το τραγικό είναι η απουσία οποιουδήποτε μελλοντικού ορίζοντα. Ακόμη κι η καταστροφή δεν βιώνεται στο πριν ή στο μετά, αλλά μόνο στο τώρα. Μέχρι τη δεκαετία του ογδόντα (ορόσημο για τον Φίσερ η ήττα των Άγγλων μεταλλωρύχων στην μεγάλη απεργία του 1984-85 που οδήγησε στο κλείσιμο των στοών και στην ταφόπλακα του υπαρκτού σοσιαλισμού) η τέχνη, ο πολιτισμός, η μουσική απευθυνόταν στο μέλλον. Σήμερα η παραγωγή βασίζεται στο pastiche και στη ρετρομάνια που μεταφέρει ατόφιο το παρελθόν στο παρόν χωρίς να προδίδει ούτε στο ελάχιστο τον χρόνο προέλευσης ή έστω την επανάληψη/επαναχρησιμοποίηση από ένα άλλο χρονικό σημείο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Φίσερ οι Arctic Monkeys. Στο I bet you look good in the dancing floor, τίποτε δεν μπορεί να σε πείσει ότι αυτοί οι τύποι δεν παίζουν για ένα μουσικό πρόγραμμα του BBC στις αρχές του '80 -είναι σα να απευθύνονται στο μέλλον, αλλά στο μέλλον του 1980 κι όχι στο μέλλον του 2005 που γράφτηκε το κομμάτι.
Arctic Monkeys - I Bet You Look Good On The Dancefloor
Το ίδιο κι η φουτουριστική μουσική που δεν οραματίζεται το μέλλον (όπως οι Kraftwerk στην εποχή τους), αλλά μόνο αναπαράγει μοτίβα αυτούσια, μεταφερμένα από το παρελθόν και μιξαρισμένα στο παρόν. Ένας ατέρμονος, εφιαλτικός ιστορικός αχταρμάς όπου το παρελθόν αντιγράφεται χωρίς να μπορεί να εννοηθεί ως παρελθόν, εμποδίζοντας στην ουσία τον οποιοδήποτε ορίζοντα αναμονής ή δημιουργίας νέας ιστορίας.
Στα '60s, '70s, '80s oι καλλιτέχνες παρήγαγαν πρωτοπορία γιατί έδιναν το στίγμα της χρονικότητάς τους. Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες επέτρεπαν το καινούριο-φτηνά ενοίκια, δυνατότητα μετακίνησης, ανοιχτός δημόσιος χώρος ακόμα και για μια παρεΐστικη πειραματική ηχογράφηση. Σήμερα ακόμη και μια τρύπα στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη είναι απαγορευτική όχι μόνο για καλλιτέχνες, αλλά και για δασκάλους ή γιατρούς που ζουν σε δυστοπικά ελάχιστα τετραγωνικά που δεν επιτρέπουν ούτε την ελάχιστη κοινωνικότητα. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μεταδίδουν σε λούπα τα ίδια και τα ίδια – ένας τρομακτικός εγκλωβισμός στο παρόν χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον.
Περιπτώσεις σαν της Adele υπάρχουν πολλές. Ωραίες φωνές χωρίς κανένα ιστορικό στίγμα, τίποτε που να προδίδει την εποχή τους. Στα talent shows κερδίζει ο καλύτερος μιμητής, ο καλύτερος αντιγραφέας. Ακόμα και το hip hop ή η ganster rap που ξεκίνησαν ως εναλλακτικά και διαμαρτυρόμενα, έχουν πλέον γίνει συστημικά και εμπορεύσιμα. Αφηγούνται απλά την πραγματικότητα, το "νουάρ", ενώ η "σφαγή" αναισθητοποιείται. Ο καπιταλισμός είναι πανέξυπνος παίκτης. Όπως αφομοίωσε το grunge (η αυτοκτονία του Κομπέιν ήταν ο έσχατος εμετός του προς το σύστημα που έβαλε χέρι στη γενιά μετά το τέλος της ιστορίας), έτσι αφομοιώνει κάθε πρωτοπορία εντάσσοντάς την μέσα στο κυρίαρχο αφήγημα. Πολλές φορές μάλιστα προενσωματώνει μέσω της προληπτικής μορφοποίησης καθετί εν δυνάμει υπονομευτικoύ. Για παράδειγμα εντάσσει στο πρόγραμμα των θεσμικών του δράσεων καλλιτέχνες του περιθωρίου ή της διαμαρτυρίας, καλλιτέχνες της στυλιστικής πρωτοπορίας εγκλωβίζοντάς τους στην επανάληψη και αποδυναμώνοντάς έτσι τη διαφορετικότητά τους.
Ο καπιταλιστικός ρεαλισμός δεν αποκλείει τον αντικαπιταλισμό κατά τον Φίσερ, απλά τον εντάσσει στη συστημική του λογική. Σ'αυτή την "Πατριαρχία χωρίς Πατέρα" το Κεφάλαιο ξεπλένει τις επιθυμίες μας, σαν να μην είχαμε καμία σχέση μ' αυτές. Η αίσθηση ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος κι εμείς δεν έχουμε καμία εμπλοκή σ' αυτό δημιουργεί την απαραίτητη ψυχική απόσταση για να τον αντέξουμε, αλλά παράλληλα τον φετιχοποιούμε μέσω της χρήσης των προϊόντων και αγαθών του- υλικών ή πολιτισμικών.
Ένα αόρατο φράγμα, μια διάχυτη ατμόσφαιρα-αυτός είναι ο μεταφορντικός φιλελεύθερος καπιταλισμός. Στη δομή της άρνησης (Ζίζεκ) θεωρούμε το χρήμα ασήμαντο, αλλά το χρησιμοποιούμε ως ιερό. Το αντιδραστικό, οι αντίθετες φωνές βαφτίζονται ως Ουτοπία ενώ η πολιτική χειραφέτηση θεωρείται μια καταστροφή της φυσικής τάξης. Η φιλανθρωπία και η οικολογία αντιμετωπίζονται ως οι μόνες πολιτικές εναλλακτικές, το συμβολικό καταργείται οδηγώντας το σήμερα σε ένα αιμοδιψές πραγματικό του Εσύ αποφασίζεις, στην αυτονομία των περιφερειακών εντολών, αλλά στην αδυναμία της τελικής απόφασης.
Η ασάφεια, η ασυνέπεια, η επίσημη κουλτούρα που κυλάει μέσα από τα διαμοιρασμένα δίκτυα κάνουν περιττή τη χρήση οποιασδήποτε προπαγάνδας. Δεν υπάρχει πλέον αναγνωρίσιμος εξωτερικός εχθρός-ντελίριο, αυτοπεποίθηση και κυνισμός, ενθάρρυνση της αυταπάτης και φαντασιωτικές προσδοκίες είναι τα νέα όπλα του συστήματος.
Ο Φίσερ ήξερε ότι το καινούριο δεν είναι έκθεμα σε Μουσείο, η αξία και η δυναμική του ετεροπροσδιορίζονται σε σχέση με το εγκατεστημένο. Η παράδοση δεν υφίσταται όταν δεν τροποποιείται. Η νέα ματιά δημιουργεί το καινούριο, όχι η τοτεμική πολιτισμική χρήση. Ο καπιταλισμός δημιουργεί υπνωτικές τελετουργίες που δεν επιτρέπουν καμία αυτενέργεια, καμία συμμετοχή στη θέαση- πηγαίνω στο Μουσείο, βλέπω και φεύγω. Δεν συγκλονίζομαι, ούτε καν δυσαρεστούμαι. Η δυσαρέσκεια στον νεοφιλελευθερισμό είναι επικίνδυνη γι' αυτό εξυπηρετείται πάντα το κοινό γούστο.
Απογοητευμένος από το εκπαιδευτικό σύστημα διέγνωσε την Καφκική ''επ'αόριστον αναβολή''. Σπουδές μέχρι να δύσει ο ήλιος, δια βίου μάθηση, επανεκπαίδευση, δουλειά στο σπίτι, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, μεταδιδακτορικά χωρίς καμία αναστοχαστική ικανότητα. Ο έλεγχος γίνεται σε συναινετική βάση- αυτό που ο Ντελέζ ορίζει ως "χρέος χωρίς περίφραξη". Στο μεταπειθαρχικό πλαίσιο το σλόγκαν είναι "χρεώσου, πλήρωνε, σπούδαζε για να γίνεις άνεργος". Μέσα από τη ρητορική της κοινωνικής ευαισθησίας και της κοινωνικής ευθύνης (τύπου Μπιλ Γκέιτς) προωθείται ένας ευέλικτος νομαδισμός που δημιουργεί άγχος για την επόμενη ημέρα και βάζει τίτλους τέλους στους αισθηματίες της παλιάς κοινότητας. Ο χτεσινός σου συνάδελφος δεν θα υπάρχει αύριο, θα αντικατασταθεί από κάποιον πιο ικανό ή πιο απαραίτητο, ο γραμμικός χρόνος που ταλαιπωρούσε την παλιά εργατική τάξη τώρα γίνεται χαοτικός, δημιουργώντας αστάθεια, επισφάλεια, οδύνη, ενδημική κατάθλιψη, ψυχικές νόσους, αυτοάνοσα.
Αξιολόγηση, επαναξιολόγηση, η αναπαράσταση γίνεται αυτόνομη δύναμη και η περιγραφή του στόχου ανώτερη από τον ίδιο τον στόχο. Οι εντολές είναι ασαφείς, εγκύκλιοι αντικαθιστούν άλλες εγκυκλίους χωρίς να τις καταργούν, ένα καφκικό "τηλεφωνικό κέντρο –λαβύρινθος" που κανείς δεν γνωρίζει την σωστή απάντηση. Όπως οι ήρωες στα βιβλία του Μπάλλαρντ (που λάτρευε ο Φίσερ), οι σημερινοί εικοσάρηδες αντιμετωπίζουν την καταστροφή αμέτοχοι. Κανείς τους δεν μάχεται για να σώσει τον κόσμο γιατί ο κόσμος είναι έτσι από τα γεννοφάσκια του. Στη μεταμοντέρνα αυτή δυστοπία του τέλους της Ιστορίας απουσιάζει το συναίσθημα κι ο εγκλεισμός σε πλήρως ελεγχόμενα περιβάλλοντα είναι οικειοθελής.
Ο Φίσερ έφυγε πριν δει την συντριβή του αγαπημένου του Τζέρεμι Κόρμπιν από την ηγεσία των εργατικών. Έφυγε πριν δει τον θείο Ντόναλντ να προμοτάρει χλωρίνες κατά του κινέζικου ιού. Έφυγε, πριν δει τον Μπόρις να την σκαπουλάρει απ' του κόβιντ τα δόντια και να πλέκει το εγκώμιο του εθνικού συστήματος υγείας που είχε φαγωθεί να εξαφανίσει από προσώπου γης.
Δεν πρόλαβε την πανδημία που θα έδινε περισσότερο χώρο στην εξουσία και αυτονομία στο Κεφάλαιο, όπως είχε καλά προβλέψει η φίλη του η Ναόμι Κλάιν στο Δόγμα του Σοκ. Δεν πρόλαβε την μαζική χαύνωση, την τέχνη online, τον ναρκισσισμό του διαδικτύου, τα σκόιλ ελικίκου, τις κάμερες στα σχολεία, το παιχνίδι του καλού και του κακού μπάτσου, την μετάθεση ευθυνών στον Μεγάλο Άλλο, την αποθέωση της ατομικής ευθύνης.
Ο Μαρκ δεν ήταν ένας ουτοπικός μαρξιστής. Ο Μάρκ Φίσερ ήταν ένας ρεαλιστής μαρξιστής, ορμητικός και μοιραίος σαν ρομαντικός ήρωας. Πίστευε ότι η ελευθερία έρχεται μόνο όταν κατανοήσουμε τις πραγματικές αιτίες των πράξεών μας. Πίστευε στη Γενική βούληση. Πίστευε πως «και το μικρότερο γεγονός μπορεί ν'ανοίξει μια τρύπα στην γκρίζα κουρτίνα της αντίδρασης που έχει σημαδέψει τον ορίζοντα των δυνατοτήτων μας».
Το τελευταίο ποστ του στο μπλογκ του K-punk, πριν το κλείσει οριστικά τον Ιούλιο του 2015, είχε τίτλο LOOK WHAT FEAR 'S DONE TO MY BODY /Δες τι έκανε ο φόβος στο σώμα μου, από το ομώνυμο τραγούδι των Magazine.
Σ'αυτό το τελευταίο ποστ είχε αφήσει και μια λίστα με τραγούδια- από τη Sade μέχρι τους Jam. Στο βάθος μια φωτογραφία, σαν από έρημη χώρα- σκούρα βιομηχανικά κτίρια, σχεδόν ολόιδια.Σ'ένα απ'αυτά η επιγραφή YOLO –You Only Live Once/ Zεις Μονάχα Μια Φορά, σαν μια μικρή ειρωνική υπόκλιση στην υπέρτατη αξία της ζωής που δεν πρόλαβε να ζήσει.