τα βήματά μας αντηχούν ακόμη
μέσα στο δάσος με το βόμβο των εντόμων
/ανδρέας εμπειρίκος
Τον καημένο τον Γιάννη.
Τον Γιάννη που έκοψε τον πεύκο.
Τον Γιάννη που το έκανε το υλοτομικό έγκλημα αλλά ούτε που το κατάλαβε.
Τον γκάπα γκούπα Γιάννη, βαθειά στο δάσος, κατάμονο,χωρίς μια βρυσούλα, χωρίς μισή ρεματιά.
Τον ξερνάει το δάσος τον Γιαννάκη .
΄Αμα σε καταραστεί ο μέγας πεύκος την έχεις κάτσει τη βάρκα.
Σκιάζεται ο λόγκος και τον φεύγει, στον ίδιο τόπο κολλημένος ο δύσμοιρος, από οικολογική μαγεία φτυσμένος.
Δεν είναι να τα βάζεις με φυλλοβόλα και αειθαλή μοναμούρ, τι τι'θελες και συ να τον σφάξεις τον πεύκο, τον δημοφιλή Γιαννάκη μου;
Πεθαίνει ο Γιάννης πάνω στ'αγκάθια, έρημος στην ερημιά.
Χωρίς χάρη. Χωρίς έλεος.
Και μου κόβει την ψυχή ο χαζούλης ο ξυλοκόπος που την πάτησε σαν πρωτάρης.
Και πάντα με το μέρος του είμαι.
Και τα 'χω πάρει με τον άτεγκτο τον πεύκο που ούτε μια ευκαιρία δεν του έδωσε να μεταμελήσει.
Γιατί ο Γιάννης μάλαμα καρδιά είχε.
Μια βλακεία έκανε.
Δεν άξιζε τέτοια αστυνομία δάσους ξοπίσω του.
Και τον περίμενε κι η μανούλα του.
Κι είχε και βοσκή. Κι είχε και τρύγο.
Και θα γιόρταζε και σήμερα.
Η κατάρα του πεύκου
του Ζαχαρία Παπαντωνίου,
(1918 , από το αναγνωστικό ''Τα ψηλά βουνά'')
«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο;
Γιατί; Γιατί;»
Αγέρας θα 'ναι, λέει ο Γιάννης
και περπατεί.
Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά.
Να 'βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα,
μια ρεματιά!
Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί...
Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου,
δροσιά να βρει.
Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του
και περπατεί!
Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης,
γιατί, γιατί;
«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;»
«Στα δυο χωριά.»
«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου;
Πολύ μακριά!»
«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω.
Τι έφταιξα εγώ;
Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει,
γι' αυτό είμαι δω.
Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις...
Ο νους μου σήμερα δε ξέρω,
τ' είναι βαρύς».
«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς».
Σκύβει να πιει νερό στη βρύση,
στερεύει ευθύς.
Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες,
φεύγει ο καιρός,
Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης,
κι ας τρέχει εμπρός...
Να το χινόπωρο, να οι μπόρες,
μα πού κλαρί;
Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι,
με τη βροχή.
«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο,
το σπλαχνικό,
που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι
και στο βοσκό;»
Ο πεύκος μίλαε στον αέρα
- τ' ακούς, τ' ακούς;-
και τραγουδούσε σα φλογέρα
στους μπιστικούς.
«Φρύγανο και κλαρί του πήρες
και τις δροσιές
Και το ρετσίνι του ποτάμι
απ΄ τις πληγές.
Σακάτης ήτανε κι ολόρθος,
ως τη χρονιά,
Που τον εγκρέμισες για ξύλα,
Γιάννη φονιά!»
«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι,
την προσκυνώ,
Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα
και να σταθώ...
Η μάνα μου θα περιμένει
κι έχω βοσκή...
Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;
Ξεκίνησα το καλοκαίρι
-να στοχαστείς-
Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας
μεσοστρατίς.
Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι!
Πότε ήρθε; Πώς;
Άγιε, σταμάτησε το λόγκο,
που τρέχει εμπρός.
Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω
-με τι καρδιά;-
Θέλω να πέσω να πεθάνω,
εδώ κοντά.»
Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι...
βογκάει βαριά.
Μακριά του στάθηκε το δάσος,
πολύ μακριά.
Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι,
φωνή καμιά.
Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο,
στην ερημιά.-
σχόλια