Είναι το χθες του σήμερα. Μια μπλε σκουπιδοσακούλα έχει κολλήσει κάτω από ένα ταξί. Σέρνεται κατά μήκος της Γ' Σεπτεμβρίου. Κάτι Ισπανοί μιλάνε θυμωμένα Ισπανικά. Ο γιος κυλάει τη γηραιά Δόνα σ'ένα αναπηρικό. Προσπαθεί να σταματήσει το ταξί. Το ταξί δεν σταματά. Κάτι δεν γίνεται καλά. Δεν ξέρω τι. Το καρότσι είναι στολισμένο με πορτοκαλί κορδελάκια, προφανώς ξόρκια κατά του θανάτου. Ο ουρανός συνεχίζει να είναι κατακόκκινος, σαν προφητεία της κύριας Λούλας. Σκέφτομαι με τρυφερότητα τον 'Εριχ φον Νταίνικεν. Η γηραιά Ισπανίδα όπου να'ναι θα το σκάσει με το ιδιωτικό της διαστημόπλοιο, βαμμένο στα Ισπανικά χρώματα. Ο κύριος Μάνος έχει ήδη τακτοποιήσει τα φαρμακάκια του στον φωριαμό του Εντερπράιζ.
Προς Αγίου Κωνσταντίνου η Τεχεράνη ξαναεκθρονίζει τον Σάχη της. Σε μια πρόχειρη σεάνς, απέναντι απ' το μπαλκόνι του εκλιπαρώ το νεκρό μέντιουμ Τασία Λούτα να σβήσει τις φωτιές. Οι φωτιές φουντώνουν. Κάθομαι σ'ένα παγκάκι. Ο υπέργηρος διπλανός με ρωτάει αν είμαι Ολλανδέζα. Φοράει ένα χειμωνιάτικο κοστούμι και σαγιονάρες. Τον διαβεβαιώνω ότι είμαι βέρα Ολλλανδέζα, μέσα από την Ολλανδία. Χαίρεται πραγματικά. Το κατάλαβα, μού λέει. Ξέρω να ξεχωρίζω τις πραγματικές Ολλανδέζες, συνεχίζει. Ο ουρανός επιμένει στο χρώμα του Κρόνου. Τα διαστημόπλοια έχουν ήδη προσγειωθεί.