"Father hit arm. Big wood. Genie cry ... Not spit. Father.
Hit face—spit.
Father hit big stick. Father angry.
Father hit Genie big stick.
Father take piece wood hit. Cry.
Father make me cry. Father dead''
Η ιστορία κακοποίησης της Τζίνι επισκίασε τα μπεστ σέλερ της εποχής: τα διαστημικά προγράμματα της ΝΑSA, τις αποστολές του Αpollo 13, το Βιετνάμ, τον ψυχρό πόλεμο, τον Elvis, τη διάλυση των Beatles, τον θάνατο του Χέντριξ και της Τζόπλιν, τη δίκη του Manson, τον βομβαρδισμό της Καμπότζης, την εν ψυχρώ δολοφονία των διαδηλωτών στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στο Οχάιο.
Ήταν η πρώτη φορά που μια τόσο ακραία κακοποίηση παιδιού συνέβαινε στη διπλανή πόρτα μιας ''τυπικής Αμερικανικής οικογένειας'', κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του Δυτικού πολιτισμού. Ένα δεκατετράχρονο υποσιτισμένο κοριτσάκι που αδυνατεί να μιλήσει, φοράει πάνες, περπατάει σαν κουνέλι και μοιάζει έξι ή εφτά χρονών, υποψιάζει τις κοινωνικές υπηρεσίες της Καλιφόρνια που καλούν την αστυνομία και σε λίγες μέρες η ιστορία της γίνεται εθνική υπόθεση.
Η Genie (όπως ονομάστηκε ψευδωνυμικά από την ομάδα των επιστημόνων που την ανέλαβε για να προστατευθεί αρχικά η ανωνυμία της) γεννήθηκε ως Susan Wiley τον Απρίλιο του 1957 στην Καλιφόρνια. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί του Clark και της Irene Wiley. Τα δύο πρώτα αδέλφια της πέθαναν βρέφη, κάτω από ύποπτες και αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Ο μεγαλύτερος (κατά πέντε χρόνια ) αδελφός της, ο John, επέζησε, θύμα κι αυτός μιας εξοντωτικής πατρικής βίας. Η μητέρα, σχεδόν τυφλή (λόγω καταρράκτη και αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς), υποταγμένη και ανίκανη να αντιδράσει, ενώ ο (κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της) πατέρας, ακραία ψυχωτικός με κύρια εκδήλωση την μη ανοχή στο παραμικρό είδος θορύβου και την συστηματική άσκηση ενδοοικογενειακής βίας σε ψυχολογικό αλλά και σωματικό επίπεδο.
Ο Clark Wiley δεν ήθελε παιδιά γιατί αδυνατούσε ν'αντέξει ήχους. Ο παραμικρός θόρυβος πυροδοτούσε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Η Irene και ο John απαγορευόταν να μιλούν μεταξύ τους, παρά μόνο σιγανόφωνα για την απολύτως βασική επικοινωνία.
Στο σπίτι δεν υπήρχε τηλεόραση ή ραδιόφωνο και τα παράθυρα ήταν καρφωμένα για να εμποδίζουν οποιονδήποτε εξωτερική πηγή θορύβου. Μητέρα και γιος κοιμόταν στην κουζίνα (πάνω στο τραπέζι και κάτω στο πάτωμα, αντίστοιχα), ενώ έλεγχε ακόμα και τις αναπνοές τους με την μόνιμη απειλή ενός κυνηγετικού όπλου που συχνά έστρεφε εναντίον τους.
Η γέννηση της Tζίνι ήταν σαφώς ανεπιθύμητη και επέτεινε την βίαιη συμπεριφορά του που επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον θάνατο της μητέρας του.
Ορφανός από πατέρα, μεγαλωμένος σε ιδρύματα και με μια αδιάφορη μητέρα που κατέφυγε στην πορνεία για να επιβιώσει, ο Clark Wiley απώθησε τον θυμό εξιδανικεύοντάς την, ιδίως μετά τον θάνατό της σε τροχαίο το 1958. Η τελευταία κλωστή είχε κοπεί και πλέον τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει την ενορχηστρωμένη του παράνοια.
Κάποια αναπτυξιακά προβλήματα της Τζίνι (προφανώς λόγω υποσιτισμού και πλημμελούς φροντίδας) ερμηνεύτηκαν από τον Wiley ως βαριά νοητική υστέρηση. Για να την προστατεύσει από τον ''κακό κόσμο'' αποφάσισε τον απόλυτο εγκλεισμό της.
Η Τζίνι από την ηλικία των 20 μηνών και μέχρι σχεδόν τα δεκατέσσερά της, ζούσε κλειδωμένη σ'ένα μικρό δωμάτιο χωρίς την παραμικρή επαφή με τον έξω κόσμο και χωρίς γλωσσική επικοινωνία με τους οικείους της. Τα μόνα έπιπλα στο δωμάτιο ήταν μια κούνια κι' ένα γιο γιο (παιδική καρέκλα-τουαλέτα δηλαδή) στο οποίο παρέμενε δεμένη χειροπόδαρα όταν δεν κοιμόταν (δεμένη πάλι) στο κρεβάτι ή σ'έναν αυτοσχέδιο σάκο-ζουρλομανδύα.
Το μοναδικό παράθυρο ήταν καλυμμένο με φύλλο αλουμινίου. Απαγορευόταν η οποιαδήποτε λεκτική επικοινωνία. Η μητέρα της έμπαινε μόνο για να την ταΐσει (αλεσμένες τροφές και υγρά) κι ο Κλαρκ τη χτυπούσε βίαια με τη ζώνη ή ένα κομμάτι ξύλο όταν τολμούσε να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Πολύ συχνά υποχρέωνε τον Τζων να γρυλλίζει μαζί του πάνω από το πρόσωπό της, μιμούμενοι ουρλιαχτά σκύλου ή γάτας, αν η Τζίνι τολμούσε παρά το ξύλο να συνεχίσει τον θόρυβο.
Η αλυσίδα του δράματος θα σπάσει τον Νοέμβριο του 1970 όταν η Αιρήν, εξαντλώντας κάθε όριο ανθρώπινης ανοχής, αποφασίζει να τολμήσει την μεγάλη έξοδο. Εκμεταλλευόμενη μια μικρή απουσία του δυνάστη Κλαρκ, αρπάζει την Τζίνι και βρίσκει καταφύγιο στο πατρικό της.
Στις 4 Νοέμβρη, μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα της και την Τζίνι, χτυπά την πόρτα του Γραφείου Πρόνοιας στην Καλιφόρνια. Η Αιρήν θέλει να κάνει αίτηση για επίδομα τυφλότητας, όμως η Τζίνι τραβά την προσοχή ενός κοινωνικού λειτουργού που υποψιαζόμενος παιδική κακοποίηση ειδοποιεί αμέσως την αστυνομία.
Ο ζοφερός οίκος των Wiley γίνεται πρωτοσέλιδο, η Τζίνι μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Παίδων του Λος Άντζελες, ανακρίνονται οι γονείς που αρνούνται τα πάντα, αλλά τελικά ο Τζων (που έχει κλείσει τα δεκαοκτώ και το έχει ήδη σκάσει από το σπίτι) περιγράφει στους σοκαρισμένους αστυνομικούς τα μαρτύρια της αδελφής του.
Ο Εισαγγελέας απαγγέλλει κατηγορίες για βάναυση παραμέληση ανηλίκου και ορίζεται δικάσιμος. Την ημέρα της δίκης, στις 20 Νοεμβρίου του 1970, ο Κλαρκ αυτοπυροβολείται στο κεφάλι αφήνοντας πίσω του αναπάντητα ερωτήματα κι ένα σημείωμα που έγραφε ''Ο κόσμος ποτέ δεν πρόκειται να καταλάβει''... (ΤΗΕ WORLD WILL NEVER UNDERSTAND).
Η μητέρα απαλλάσσεται από τις κατηγορίες και η Τζίνι με εισαγγελική εντολή παραμένει στο Νοσοκομείο Παίδων. Δεν έχει έλεγχο των σφιγκτήρων και της ουροδόχου κύστης της, αυτοτραυματίζεται, ο ύπνος της είναι ανήσυχος, αυνανίζεται δημόσια, αδυνατεί να φάει στερεή τροφή, ο μυικός της τόνος είναι αδύναμος, στέκεται όρθια με δυσκολία και περπατά σαν κουνέλι.
Ο λόγος της είναι ανύπαρκτος (επαναλαμβάνει εμμονικά τις δύο λέξεις που ξέρει :"σταμάτα", "τέλος" /stop it, no more), δεν αντιδρά στη θερμότητα ή το ψύχος, η όρασή της δεν μπορεί να εστιάσει σε οτιδήποτε είναι πέρα από τα τρία μέτρα και δείχνει συναισθηματικά απαθής.
Παιδίατροι, νευρολόγοι, γλωσσολόγοι, ψυχολόγοι, αναπτυξιολόγοι, νευροεπιστήμονες, είδαν στην περίπτωση της Τζίνι το χρυσόμαλλο δέρας, την ευκαιρία να γίνουν αυτόπτες του ''απαγορευμένου πειράματος'', να μελετήσουν δηλαδή την επίδραση της απόλυτης κοινωνικής απομόνωσης σ'έναν εγκέφαλο, που δεν εκτέθηκε σε γλωσσικά ερεθίσματα, κάτι που αντιτίθεται στην ηθική της επιστημονικής κοινότητας, αν γίνεται in labo και δεν αποτελεί τυχαίο εύρημα (περίπτωση αγρίων παιδιών / feral childs που μεγάλωσαν με ζώα εκτός των ορίων του πολιτισμού).
Μια ομάδα ειδικών, γνωστή ως Ομάδα Τζίνι, ανέλαβε να απαντήσει στο ερώτημα « μπορεί η Τζίνι να μιλήσει έχοντας ξεπεράσει την ''κρίσιμη ηλικία'';», την critical period, την γλωσσικά καθοριστική περίοδο, δηλαδή, που κατά το βιολογικό-γενετικό μοντέλο του Lenneberg (1967) εκτείνεται χρονικά από τα 2 έτη έως την ηλικία των 12-13. Παρά τις αλλεπάλληλες εξετάσεις, δεν επιβεβαιώθηκε ότι το κορίτσι είχε κάποιου τύπου νοητική υστέρηση.
Περαιτέρω εξετάσεις, ωστόσο, έδειξαν ότι είχε υποστεί εγκεφαλική βλάβη, που επηρέαζε την ανάπτυξη του λόγου. Το δεξί μέρος του εγκεφάλου της αναλάμβανε όλες τις εργασίες, ενώ το αριστερό (που σχετίζεται κατεξοχήν με την γλώσσα) παρέμεινε αδρανές, σαν να μην υπήρχε. Η περιοχή ομιλίας του Wernicke δεν αναπτύχθηκε, ενώ ο προμετωπιαίος φλοιός (prefrontal cortex) που σχετίζεται με την διαίσθηση, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία, παρέμεινε λειτουργικά αδρανής.
Στο ερώτημα, εάν αυτή η δυσλειτουργία προήλθε από την κακοποίησή της, την παραμέληση και την απουσία ανθρώπινης επαφής, ή εάν μπορούσε να αποδοθεί σε μία εκ γενετής ανωμαλία, δεν δόθηκε ποτέ σαφής απάντηση.
Ωστόσο, για πρώτη φορά, οι ειδικοί άρχισαν να μιλούν με βεβαιότητα για σοβαρότατες μόνιμες βλάβες, που μπορεί να επιφέρει στον εγκέφαλο η παραμέληση και κακοποίηση στην παιδική ηλικία.
Η πρόοδος της Τζίνι, παρά τους κακούς οιωνούς, ήταν θεαματική. Έμαθε να πηγαίνει στην τουαλέτα, να δείχνει αντικείμενα, μέχρι κάποιος να τα ονοματίσει με την αντίστοιχη λέξη, να ντύνεται, να παράγει λόγο με μία και δύο λέξεις, κι αργότερα να εμπλουτίζει το λόγο της με επίθετα,ρήματα και επιρρήματα.
Τα αναπτυξιακά της στάδια αναλογούσαν σε παιδιά πολύ μικρότερης ηλικίας (αρχικά διαγνώστηκε με νοητική ηλικία 1 με 3 ετών), αλλά ο ρυθμός κατάκτησης ήταν εξαιρετικά γρήγορος. 'Eνα από τα μέλη της ομάδας, σε καθημερινή βάση, λειτουργούσε ως μητέρα - τροφός της Τζίνι, την τάιζε, τη νανούριζε, της μιλούσε. Η πρόοδος ήταν και πάλι θεαματική, με το λεξιλόγιο της Τζίνι να ξεπερνά τις 100 λέξεις σε διάστημα λίγων μηνών.
Η Τζίνι τοποθετήθηκε σε ανάδοχη οικογένεια και σε ειδικό σχολείο, όπου έμαθε να μιλά με απλές λέξεις, να συναναστρέφεται άλλα παιδιά, να συνεννοείται στη νοηματική γλώσσα και να εκφράζεται συναισθηματικά.
Οι προτάσεις της όμως, παρέμεναν απλοϊκές (" Father hit Genie big stick ") δείχνοντας ότι αδυνατεί να αφομοιώσει τη γραμματική της γλώσσας, ενώ η εγκεφαλική βλάβη που είχε υποστεί καθιστούσε αβέβαια τα όποια συμπεράσματα για την μελλοντική ψυχοκοινωνική της ανάπτυξη .
Στο μεταξύ οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι ενδοεπιστημονικές κόντρες ο ανταγωνισμός, τα πάθη και οι αντιζηλίες ανάμεσα στην ομάδα Τζίνι οδηγήθηκαν στα άκρα. Η υπερφιλόδοξη δασκάλα ειδικής αγωγής Jean Butler (που μεταξύ αστείου και σοβαρού διέδιδε ότι η Τζίνι είναι η ευκαιρία της να γίνει ''η επόμενη Ανν Σάλιβαν'') ήρθε σε ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας (James Kent, David Ringler, Susan Curtiss) υπονομεύοντας την μέχρι τότε επιστημονική τους εργασία.
Η χρηματοδότηση από το National Institute of Mental Health (NIMH) για περαιτέρω έρευνα πάγωσε το 1975, δένοντας ουσιαστικά τα χέρια της ομάδας. Η Τζίνι κλείνοντας τα 18 επέστρεψε στη μητέρα της η οποία (με την καθοδήγηση της Jean Butler που ένιωσε να χάνει το Holy Grail της επιστημονικής της καθιέρωσης) είχε ήδη λάβει περιοριστικά μέτρα εναντίον της "Ομάδας Τζίνι" για ''απάνθρωπα τεστ και πειράματα στο όνομα της επιστήμης''.
Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στα δικαστήρια, ωστόσο η Τζίνι δόθηκε ξανά στην πρόνοια για να τοποθετηθεί σε μια σειρά από ανάδοχες οικογένειες, ακατάλληλες οι περισσότερες, με αποτέλεσμα την παλινδρόμησή της ''σε σημείο άρνησης ν'ανοίξει το στόμα της, ούτε καν για την πρόσληψη φαγητού''.
Σήμερα η Τζίνι, εξήντα χρονών πλέον, ζει σ'ένα σπίτι για ''δυσλειτουργικούς ενήλικες'', κάπου στη Βόρεια Καλιφόρνια. Κηδεμονεύεται από την Πολιτεία, ενώ η επικοινωνία μαζί της απαγορεύεται σε μια προσπάθεια να μην διαταραχτεί η ευάλωτη ψυχική της ισορροπία.
Η διεύθυνση του ''σπιτιού'' παραμένει άγνωστη, ενώ οι αρχές δεν δίνουν την παραμικρή πληροφορία, διαβεβαιώνοντας απλά (δημοσιογράφους και επιστήμονες που προσπαθούν να αποσπάσουν πληροφορίες για την πορεία της) ότι ''η κυρία Wiley είναι καλά''.
Η μητέρα της δεν ζει από το 2003, ο αδελφός της Τζων πέθανε επίσης το 2011, ενώ η μοναδική ανηψιά της, η Πάμελα (κόρη του Τζων), δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να την γνωρίσει μια που πέθανε κι αυτή το 2012 από υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Συγκεχυμένες πληροφορίες θέλουν την Τζίνι ήρεμη, σε μια καθησυχαστική ρουτίνα, χωρίς όμως τη δυνατότητα να μιλά, μια που οι γλωσσικές κατακτήσεις που είχε επιτύχει την εποχή της ''ομάδας Τζίνι'' παλινδρόμησαν οριστικά.
Το χρυσόμαλλο δέρας Τζίνι, το τραγικό λήμμα Τζίνι των λεξικών γλωσσολογίας, η Τζίνι που διεκδίκησαν οικογένεια, κράτος, επιστήμη, αυτό το κουρασμένο σώμα Τζίνι, επέστρεψε οριστικά στο άγριο δάσος της Καλιφόρνια-εκεί που πάντα ανήκε.