Είναι παραμονή Χριστουγέννων. Στο Σύνταγμα, έξω από τα ΜακΝτόναλντς, περιμένω έναν φίλο. Προτού φτάσω στην πλατεία, είχα ανηφορίσει τη Σταδίου. Μου αρέσει να διασχίζω το κέντρο της πόλης με τα πόδια όταν δεν βιάζομαι. Ο κόσμος διασχίζει τους δρόμους χωρίς χρυσόχαρτα και δωροεπιταγές. Για εορταστικό κλίμα, ούτε λόγος. Αναπροσαρμοσμένοι, αγανακτισμένοι, νευρωτικοί, ομολογημένοι. Ο φίλος φτάνει. Κατηφορίζουμε την Κολοκοτρώνη. Ένας άστεγος κοιμάται κάτω από ένα φανάρι. Μας δείχνει -αμοντάριστη- την εκδοχή. Τα φώτα σβήνουν.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς στο σπίτι της Μ. Αστικός εορταστικός διάκοσμος, ρομαντικές εξάρσεις, «αθώοι» και φιλόμυθοι καταναλώνουμε λίγο απροβλημάτιστο και παρωχημένο παραμύθι, βρε αδερφέ. «Αν δεν το κάνουμε σήμερα, πότε θα το κάνουμε άλλωστε», μου λέει ο Γ. και σκάμε στα γέλια. «Μεταξύ ουρανού και Γης τοποθετούμε τη μεταμοντέρνα μας καχυποψία για να αντιμετωπίσουμε την αποψιλωτική αμφιβολία και την ποικιλόμορφη βαρβαρότητα», ακούω τον εαυτό μου να λέει μεθυσμένος, καθώς από τα ηχεία η (θεά) Τζένη Βάνου τραγουδάει. Μετράμε αντίστροφα. Τα φώτα ανάβουν.
Μικρός σιχαινόμουν τις γιορτές για όλους (ήθελα να γιορτάζουμε συνέχεια τη δική μου), τις εκκλησίες, τις οικογενειακές συνάξεις και την κατακόκκινη στολή του ροδομάγουλου ασπρογένη Άγιου Βασίλη. Επίσης, φανταζόμουνα ότι πυρπολούσα το κοριτσάκι με τα σπίρτα και πως τις στάχτες του, με τρόπους που δεν είναι τώρα η ώρα ν’ αναλύσω, τις έδινα στον ροδομάγουλο ασπρογένη Άγιο να τις σνιφάρει. Η μαμά χαμογελούσε συγκαταβατικά, όταν της διηγόμουν τη δικιά μου σταχτοπαιδοκεντρική εκδοχή. Μετά έσβηνε το φως κι έφευγε από το δωμάτιο.
Πηγαίνω να επισκεφτώ τη μαμά. Στο λεωφορείο λιγοστοί επιβάτες. Βάζω τα ακουστικά και πατάω το play. Μου αρέσει ν’ ακούω Ντιαμάντα Γκαλάς καθώς προετοιμάζομαι να τη συναντήσω. Έτσι μπορώ ν’ αντέξω κάθε μαμαδίστικη οκτάβα, κάθε ανατρεπτική της προσπάθεια επανοικειοποίησης, κάθε νηπενθές πετάρισμά της. Αγώνας χαμένος από χέρι, θα μου πεις. Το ξέρει. Και ανάβει το φως καθώς με φιλάει.
Είμαι στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και μιλάω με τον συνθέτη Γιώργο Κουμεντάκη και τον σκηνοθέτη Άγγελο Φραντζή για την παράσταση που ετοιμάζουν, το Αθόρυβο πάτημα της Αρκούδας. Ο ήρωας, παιδί και μεγάλος, στολισμένος τις εμμονές του, αναζητάει απεγνωσμένα να ενωθεί με την Αρκούδα. Ζαχαρένιος αφρός οι ανάσες της και κατάλευκο σεντόνι τα μάτια της γι’ αυτόν, καθώς αφηγείται καταιγιστικά την ιστορία του. Κοιτάζω το αγόρι να ανεβαίνει τις σκάλες, πηγαίνοντας να συναντήσει τον αληθινό του εαυτό κάτω από τους αστερισμούς και σκέφτομαι πόσο χρόνο χάνουμε μέχρι ν’ αντικρίσουμε το παντοτινό μας πρόσωπο, τις ευκαιρίες που σπαταλήσαμε κι αυτές που μας εγκατέλειψαν. Όλοι το ζούμε, αλλά οι περισσότεροι το ξεχνάμε. Εκείνο το παιδί.
Που σβήνει το φως και χάνεται.
σχόλια