«– Ιψήθηκα! φωνάζει η κώνα-Βικτώρια. Καλέ, εμείς τσι Σμύρνη δεν είχαμε νοιώσει τέτοιες κάψες...
– Αμάν! ωρύεται ο κυρ-Αγαθοκλής, τι είναι αυτό, βρε αδερφέ; Καήκαμε!
»Ωχ, αποδώ, βαχ αποκεί... Και με το δίκηο τους. Δεν είναι ζέστη αυτή, είναι φούρνος, κόλασις, καμίνι...
»Τ’ ακρογιάλια του Σαρωνικού είναι στις δόξες τους. Όλος ο κόσμος εκεί μαζεύεται... Όχι βέβαια τόσο για δροσιά. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. Αν ο κ. Ανεξίμανδρος πάη για να δροσισθή, η δις Λιλή πάει για να δείξη το μαγιώ της (τελευταίο μοντέλο, βλέπεις!). Η δις Σουζού πάει για να δείξη αυτά που ακριβώς προσπαθεί –πλην όμως ματαίως!- να κρύψη το φουκαριάρικο το μαγιώ. Η Λουλού πάει για γαμπρό, ο γαμπρός για προίκα και ούτω κάθ’ εξής.
»Η εκκίνησις, το Σαββατόβραδο, γίνεται πανηγυρικώς. Κάθε μέσον συγκοινωνίας επιστρατεύεται.
»Η κυρά Βικτώρια, τη βοηθεία της θυγατρός της, Μαρίτσας, φορτώνει το κάρρο που θα τους φέρη εκ Ποδονυφτίου εις Γλυφάς!
– Καλέ Μαρίτσααα!
– Κεσκ βουβουλέ, μαμά;
– Καλέ, επήρες το καρπούζι;
– Βουίς.
– Βουή στ’ αυτιά σου, μωρή σακαφιόρα, δεν το είδγες που είναι στη μεγάλη την κόφα;
»Στη Γλυφάδα όμως τα πράμματα αλλάζουν.
»Το κάρρο αράζει σε μια απόκρυφη γωνιά, ώστε να μην είναι ορατόν διά γυμνού οφθαλμού. Η Μαρίτσα γίνεται Μαρί. Μαγιό “ντερνιέρ κρι”, όπως λέει. Εκτός αυτού, διά συχνών ηλιοθεραπειών στην ταράτσα του σπιτιού της, έχει αποκτήσει το πολυπόθητον Ζοζεφίνειον χρώμα. Άρα έχει όλα τα προσόντα που πρέπει να έχη μια “καθώς πρέπει” δεσποινίς στην Πλαζ.
»Απομακρύνεται λίαν διακριτικώς από την βαρελοειδή μαμά της – που εκείνη την ώρα φτιάχνη τον κότσο της κι’ ετοιμάζεται να βουτήξη στη θάλασσα με το κόκκινο κομπιναιζόν της... γραμμή για τα μπαιν-μιξτ.
»Στην πλαζ, η Μαρί αποκτά θαυμαστάς.
»Ακούει μάλιστα και τέσσερες εν όλω ντεκλαρασιόν, εκ των οποίων αι δύο εις την γαλλικήν παρακαλώ!
»Η Μαρίτσα δίνει την καρδιά της και εις τους δύο που μεταχειρίσθηκαν την γαλλικήν. Αυτοί, πάλι, την μοιράζονται όπως θα μοιράζονταν και ένα αραποσίταρο.
»Ο ένας ευγενέστατα ερωτά τη Μαρί:
– Μαμζέλ, βουλεβού ντε Μπακλαβού;
»Τούθοπερ εις την γαλλικήν σημαίνει:
– Γουστάρετε μπακλαβαδάκι;
»Η Μαρί το γουστάρει. Διό και παραγγέλλεται. Και κει, στο Ζαχαροπλαστείο, αρχίζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτησις.
– Κάθεστε “ισί” κοντά, μαμζέλ;
– Ουί, έχω μια βίλλα εδώ παραπάνω.
– Α, τρε μπιεν...
– Εσύ, “σερί”, πού κάθεσαι;
– Τέρμα Πατησίων, αλλά έχω βλέπετε την κούρσα μου, η οποία με φέρνει στην πλαζ σε πέντε “μινουίτ”!
– Είσθε τρε σαρμάν, αφού έχετε και κούρσα...
»Ξαφνικά όμως, η κυρά-Βικτώρια, που είχε κυριολεκτικώς χάσει τα νερά της, βγαίνει απ’ τη θάλασσα –πέντε αναδυόμενες Αφροδίτες μαζί– με το κόκκινο κομπιναιζόν της κολλημένο εις τας επικινδύνους ανωφερείας και κατωφερείας του σώματός της.
»Βλέπει το θυγάτριόν της εν μέσω των δύο νεαρών και μπήζει τις φωνές.
– Ιβί λωλάδες, ιβί! Καλέ συ, Μαρίτσα, λωλάθηκες; Καλέ, τι ξετσιπωσιές είν’ αυτές... Πού νομίζεις, μωρή, πως βρίσκεσαι; Στο φαρδύ του Αγίου Δημητρίου και σουλατσέρνεις; Πήγαινε, μωρή, στο κάρρο να προσέχης τα πράμματα...
»Οι δυο “τρε σικ” νεαροί, που δεν ήσαν παρά ο Μητσάρας ο μανάβης κι ο Τζιτζιφρίδας ο επιπλοποιός, ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα απορίαν.
– Ρε συ, την τσούλα! Και μεις την νομίζαμε...
– Τουλάχιστον για βαρωνέσσα...
– Τι τα θες, ρε Τζιτζιφρίδα, το μαγιό κρύβει πολλά... πράμματα.
»Κι’ ο Τζιτζιφρίδας συμφωνεί...
»Αλλά δεν είναι μόνον αυτή η πλαζ που έχει κοσμικήν κίνησιν. Όλα τ’ ακρογιάλια απ’ την Καστέλλα μέχρι το Σούνιον είναι γεμάτα κόσμο.
»Ο καθ’ ένας ξεροψηνόμενος, ώσπερ κοκορέτσιον, Αθηναίος, αφίνει τα ρούχα του όπου τύχει και βουτάει στη θάλασσα.
» “Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν” για τους πορτοφολάδες, ρολόγια, δαχτυλίδια, πορτοφόλια, μα και κουστούμια ολόκληρα εξαφανίζονται.
– Ρε συ, πού πας το σακκάκι;
– Περίπατο... Μα γιατί ρωτάς, κύριος;
– Είναι δικό μου!...
– Σάμπως τόξερα; Βάζε άλλη φορά την κάρτα σου!»
(Περιοδικό Πάνθεον, Αύγουστος 1935, Αλέκος Σακελλάριος)
σχόλια