Κάπου στο ιδιαίτερα αμαρτωλό 1932, η Κυρία Κ.Β. πιο γνωστή σαν η «Κυρία με τη μάσκα», ξετρέλανε όλους τους «μυημένους» του Κολωνακίου. Η «Χρεωκοπία» έχει το σπαρταριστό ρεπορτάζ...
«Άλλοτε, κατά τους ιπποτικούς χρόνους, η κ. δούκισσα ή η κ. μαρκησία επήγαινε στο ραντεβού του εραστού της ευπατρίδου ή ιππότου, φορώντας στο πρόσωπό της μάσκα από μαύρο ή κόκκινο βελούδο.
»Μόλις όμως η λεγάμενη έμπαινε μέσα στην ερωτική φωλιά, αμέσως έβγαζε τη μάσκα, έβγαζε τα ρούχα της και, κυριευμένη από αψείς επιθυμίας, έπεφτε στην παστάδα, στενάζοντας...
– Ιππότα μου!
– Γλυκειά μου!
»Και τα δύο σώματα εγίνοντο ένα.
»Αιώνες ολόκληροι επέρασαν από τότε. Και να που σήμερα επαναλαμβάνεται πάλι η ίδια ιστορία. Αλλ’ εξ αντιθέτου. Τώρα η αριστοκράτις κυρία βαδίζει στο δρόμο χωρίς μάσκα και βάζει τη μάσκα μόλις μπη στο σπίτι των ερωτικών οργίων. Πώς γίνεται αυτό; Ιδού:
»Υπάρχουν πολλές παντρεμένες που έχουν ανάγκη από χρήματα. Όσο χαρτζηλίκι και αν τους δίνει ο φουκαράς ο σύζυγος, δεν επαρκεί για τις φρενιασμένες ανάγκες τους. Μια μοντέρνα μανταμίτσα, αν θέλη να φιγουράρη στον καλό κόσμο, εάν θέλη να είνε του συρμού [Σ.τ.Σ.: στη μόδα], πρέπει να ξοδεύη, να ξοδεύη αλύπητα. Ο πολιτισμός εδημιούργησε χιλίων ειδών ανάγκες. Τα ντεσσού, οι πυτζάμες, τα μαγιώ, τα εντίμ ρουχικά, οι κρέμες, τα κραγιόνια, οι φούστες και τόσα άλλα πράγματα θέλουν παρά.
»Γι’ αυτό, μια μαντάμ και σμαρτ κυρία βρίσκεται πάντοτε στενοχωρημένη από χρήματα. Και καταφεύγει στη μαστρωπό της αριστοκρατίας, στην προαγωγό του καλού κόσμου. Το και το!
– Ό,τι θέλεις, χρυσή μου!
– Έχεις κανέναν παραλή;
»Όσους θέλεις, καλή μου. Όσους θέλεις. Και ποιος είνε εκείνος που δεν θα δώση λεφτά, για να απολαύση τις δικές σου ομμορφιές; Πω! Πω! Τι ομμορφιές, πάλι, είνε αυτές; για να σε δω! Και η έξυπνη πατρόνα αρχίζει έναν ενθουσιώδη ύμνο προς τα ζουμερά κάλλη της υποψηφίας. Τότε η αριστοκράτισσα λέει:
– Ξαίρεις όμως κάτι;
– Τι, κούκλα μου;
– Θέλω ένα χιλιάρικο για δυο ώρες.
– Τόχεις.
– Και δεν μπορώ νάρχομαι εδώ, παρά μόνο το απόγευμα. Θα κάνω δήθεν πως πηγαίνω στη ράφτρα μου, και θα μείνω μαζί με τον κύριο από τις πέντε έως τις εφτά.
– Καλά, μανίτσα μου, όπως θέλεις.
– Α κι’ ένα άλλο.
– Τι, κοκκόνα μου; Πες μου το ελεύτερα...
– Ο λεγάμενος δε θα με δη στο πρόσωπο. Και στο κρεββάτι ακόμα που θα πέσω μαζί του, θα φορώ μάσκα.
»Η πατρόνα μένει κατάπληκτη:
– Μάσκα;
– Ναι. Για να μη με γνωρίση. Γιατί αλλοιώτικα μπορεί να τύχη γνωστός και να με γνωρίση, οπότε χάθηκα.
»Και η συμφωνία κλείεται διά χειραψίας.
»Αμέσως η πατρόνα ειδοποιεί τους πλουσίους πελάτας της.
– Αχ, μια κυρία του μεγάλου κόσμου! Και τι όμμορφη! Σωστή κούκλα! Έχει ξετρελλάνει τη μισή Αθήνα με τα κάλλη της!
– Αλήθεια;
– Μωρέ, ζουρλαίνει άνθρωπο, σας λέω. Και κάτι νάζια! Και κάτι κουνήματα! Και κάτι σκέρτσα! Και κάτι μάτια μπιρμπιλιστά, που καίνε καρδιές. Δεν προφταίνεις, γυόκα μου, να δης να γδύνεται.
– Γιατί;
– Χυμάς για να την φας.
– Μη μου το λες!
– Χίλιες δραχμές τη φορά. Όμως θα φορά μάσκα.
– Αι, τότε...
– Τι;
– Θα μου χαλάση το μισό γούστο. Μια γυναίκα σκεπασμένη, τι γούστο έχει;
– Όλα της τα άλλα, βρε κουτέ, θα είνε ξεσκέπαστα. Όλα της! Όλα της! Και τα στηθάκια της που είνε άσπρα σαν την κρέμα. Και οι γοφοί της! Και οι γαμπούλες της! Η μάσκα, μάλιστα, προσθέτει στο αγκάλιασμα την ηδονή του μυστηρίου...»
σχόλια