Ήτανε θυμάμαι κάπου το 2006 όταν είμασταν ακόμα φοιτητές που τότε δεν μας ένοιαζε τίποτε. Φτάναμε στο φουαγιέ της ΝΟΠΕ έτοιμοι να δώσουμε μάθημα μα μόλις συναντιόμασταν τα παρατούσαμε όλα και πηγαιναμε Μελενίκου για καφέ. Εκεί πιστεύαμε πως ημασταν ακόμα νέοι για σκοτούρες, κάναμε όνειρα και περιμέναμε να φύγουμε εξωτερικό για μεταπτυχιακό. Ήτανε όλα τόσο ανέμελα που περιμέναμε πώς και πώς να τελειώσουμε τη σχολή για να αρχίσουμε τη ζωή μας ως ενήλικες πλέον.
Και μετά ήρθε το Βέλγιο. Η πλήρης ατονία. Το να βλέπεις αγώνα χελωνών είναι πιο συναρπαστικό. Κρύο, γκρι, αδιάφοροι άνθρωποι, αδιάφορες δουλειές. Αδιάφορη ζωή. Και πώς να γυρίσεις πίσω? Πού? Και αυτή η καθημερινή διαδρομή με το τρένο σε σκοτώνει.
Κάθε μέρα λες πως θα παραιτηθείς. Δεν τους αντέχεις άλλο. Η δουλειά που ονειρευόσουν, το εξωτερικό που ήθελες σε έχει απογοητεύσει, μια καλύτερη ζώη τελικά σου τρώει ό,τι έχει απομείνει από σένα.
Προσπαθείς να μαζέψεις κουράγιο και χρήματα για να γυρίσεις – σύντομα όπως λες σε όλους – πίσω. Ελλάδα. Αλλά όσο περνάνε οι μήνες, τόσο απομακρύνεται η επιστροφή στην πατρίδα. Κάνεις κουράγιο, φοράς το χαρούμενο προσωπείο στη δουλειά, κάνεις πως δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν το καταφέρνεις πάντα. Νιώθεις τα βλέμματα των περαστικών να σε κοιτάνε με απορία, καθώς κοιτάς το άπειρο, με καρφωμένο βλέμμα στις καθυστερήσεις των τρένων. Και σήμερα η ίδια ιστορία. Πάλι θα περάσεις την ώρα σου ονειροπολώντας και αναζητώντας τον λόγο για τον οποίο βρίσκεσαι εδώ. Γιατί κάθε μέρα πρέπει να παίρνω το ίδιο τρένο? Με τους ίδιους ανθρώπους? Για άλλη μία ακόμα ανούσια μέρα? Σε μια δουλειά που μισείς? Και μετά το lunch break το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο καναπές σου και οι φίλοι που θα σε βρουν στο facebook, ή place lux για καφέ. Αν έχουν και αυτοί το κουράγιο να βγούνε. Κάθε μέρα ίδια. Κάθε μέρα σβήνεις έναν αριθμό στο ημερολόγιό σου. Μετράς πότε θα κατέβεις Ελλάδα για να δεις τους γονείς σου, και όσους από τους φίλους σου έχουν μείνει πίσω. Στην αρχή ήταν καλά εδώ. Τώρα δεν έχεις τη διάθεση που είχες όταν πρωτοήρθες. Μιλάς στο skype με τη μάνα και απομακρύνεσαι για να μη σε ακούσει να κλαις. Περπατάς τα Σάββατα τη grand place και ζηλεύεις τους τουρίστες που ήρθανε για λίγες μέρες μόνο. Πηγαίνεις Brugmann για brunch τις Κυριακές μήπως και ξεγελαστείς λιγάκι. Θέλεις να κλάψεις αλλά είσαι τόσο απογοητευμένος που ούτε αυτό μπορείς να κάνεις πια.
Και πού να πας τώρα?
σχόλια