Κανένα στοιχείο βιογραφικού. Αγοράζω το βιβλίο, το διαβάζω και 3 μέρες αργότερα συναντώ τον συγγραφέα, στο σπίτι του για να μου πει την ελληνική εκδοχή του «Μάμα Ρόμα». Τρεις ώρες μαζί του σ’ ένα όνειρο παζολινικής ατμόσφαιρας και ταχτσικής διαύγειας…
Συνέντευξη στον Νίκο Λέκκα, φωτο: Νίκος Κατσαρός
Πώς και στις εκδόσεις «Οδυσσέας»;
Στον «Οδυσσέα»; Είναι μια πολύ αστεία ιστορία. Είχα επικοινωνήσει με τις εκδόσεις «Καστανιώτη», είχα διαβάσει το πρώτο κεφάλαιο στο κ. Ποσάντζη, -στον οποίο οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ- μου είπε ότι είναι καλό κι αυτό μου έδωσε την ώθηση να συνεχίσω. Στην πορεία η ιστορία χάλασε, για την δομή του βιβλίου, για τον ήρωα Γιώργο, ότι μπαίνει στα προσωπικά του, όποτε σκέφτομαι να έρθω σε επαφή με τις εκδόσεις «Κάκτος». Από λάθος του τηλεφωνητή στις πληροφορίες καταλόγου επικοινωνώ όχι με τον εκδότη Οδυσσέα Χατζόπουλο, αλλά με τις εκδόσεις «Οδυσσέας». Kι έτσι από ένα λάθος βρέθηκα σ’ έναν πολύ καλό εκδοτικό οίκο και γνώρισα τρεις υπέροχους ανθρώπους. Τώρα γιατί το έκανα: Ο στόχος μου ήταν να πω δύο πραγματάκια για τον Ταχτσή, όπως τα ξέρω ή όπως τα είδα ή όπως τα έζησα, ή όπως πιστεύω ότι ήταν, γιατί όπως λέει και ο Ταχτσής και το επαναλαμβάνω, ολόκληρη την αλήθεια μας δεν την ξέρουμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Άλλωστε, ήταν τόσο διφορούμενη προσωπικότητα που τι να πει κάνεις; Η γυναίκα μου που γράφει ένα μικρό επίμετρο τον θεωρεί ηθικό άνθρωπο, περιέργως, με ένα ήθος ψυχής. Μπορούσε να διακρίνει την αδικία, να την διακρίνει εκεί που κάποιος άλλος την περνούσε απαρατήρητη. Και την πολεμούσε την αδικία όσο μπορούσε.
Όταν είσαι στην εφηβεία ή λίγο μετά, δεν είναι δίκοπο μαχαίρι να γνωρίσεις έναν άνθρωπο σαν το Ταχτσή;
Εγώ επειδή ήμουν μόνος αυτή την περίοδο –το λέω και στο βιβλίο– ήμουν πάρα πολύ επιφυλακτικός. Ήμουν με το ένα χέρι να αμυνθώ ή να επιτεθώ στην περίπτωση που θα γινόταν κάτι που δεν θα μου άρεσε. Με τον Ταχτσή δεν έγινε τίποτα τέτοιο, γιατί ο Κώστας δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ το όνομά του, την προσωπικότητά του για να πάρει κάποιο νεαρό ή να χαλάσει κάποιο νεαρό. Ο στόχος του ήταν πάντα να βοηθήσει στη δημιουργία καλλιεργημένων ανθρώπων. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Το έλεγε και ο ίδιος «Δεν μπορώ να φτιάξω τους ανθρώπους» γιατί όλοι βλέπαμε και ακούγαμε τον Ταχτσή της νύχτας και όχι τον Ταχτσή τον διανοούμενο, που ήθελε να φτιάξει τον εαυτό του, τους ανθρώπους, την Ελλάδα, δεν το βλέπαμε αυτό. Εγώ το είδα προς το τέλος ήθελα να το δώσω αυτό…
Γενικά, ο Ταχτσής έγινε θρύλος όχι μόνο ως κορυφαίος συγγραφέας του τόπου, αλλά κυρίως από την διπλή ζωή του…
Μέσα από το δικό μου το βιβλίο –νομίζω– φαίνεται πώς ξεκίνησε αυτό το πράγμα. Και από ότι ο ίδιος έλεγε, ουσιαστικά ήθελε να πάρει νεαρούς μορφωμένους, να έχει επαφή με όσο τον δυνατό σκεπτόμενους, και αυτοί δεν περνάνε σε τέτοια κυκλώματα. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, αφού ντύθηκε γυναίκα, μπορούσε να πάει και με τέτοιους. Σιγά-σιγά, όπως και ο ίδιος λέει και βάζω το κομμάτι του, -αυτό που έπαιζε σαν παιχνίδι, έγινε πόκα, έγινε τα χρήματα που πόνταρε και συγχρόνως ο παίχτης. Πόνταρε την ζωή του ουσιαστικά, πήρε πολλές στιγμές ηδονής, χαράς, αλλά όλες αυτές τις πλήρωσε.
Την χόρτασε την ζωή του;
Η ζωή δεν χορταίνεται όπως και να την ζήσεις, όσο και να την ζήσεις, δεν χορταίνεται. Η ζωή του δεν ήταν μόνο η ερωτική, ήθελε να ήταν διαφορετική. Όπως όταν ήταν νέος που ξεκινούσε ως ομοφυλόφιλος. Αλλά στην πορεία του βγήκε όλη αυτή η διαστρέβλωση μέσα από αυτό το δρόμο, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι ήταν σε σχέση με την ομοφυλοφιλία του. Από ένα σημείο και μετά έπαψε να είναι ομοφυλόφιλος και ήταν ή γυναίκα ή ο Ταχτσής.
Τουτέστιν, άνδρας.
Και μάλιστα, άνδρας όχι παίξε γέλασε. Να τσακωθεί με κάποιον στο φανάρι και να πέσουν μπουνιές…
Αναρωτήθηκες πότε γιατί από όλον τον κύκλο του επέλεξε εσένα;
Τρεις εκδοχές δίνω. Μια ιστορία που του εξήγησα για το πώς έφυγα από το χωριό μου, ο ίδιος διέκρινε έναν κατήφορο που δεν είχα πάρει, ότι μπορούσε να με σώσει. Επίσης, έχω πολλά κοινά στοιχεία με τον θείο του τον Δημήτρη. Οπότε έλεγε «Ας σώσω αυτόν, γιατί το θείο που συμπαθούσα τον έχασα». Ήταν δύσκολη η οποιαδήποτε γνωριμία και σχέση μαζί του, όχι γιατί ήταν κακός, αλλά γιατί απαιτούσε να γίνεις άνθρωπος. Ξεχνούσε και συχνά το «μην κρίνετε για να μην κριθείτε» και πάντα είχε κριτικό πνεύμα. Για τον εαυτό του ήταν ο χειρότερος κριτής. Ο μεγαλύτερος εχθρός ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Αλλά από την άλλη ήταν αληθινός, δεν φόρεσε ποτέ καμία μάσκα υποκρισίας. Η υποκρισία ήταν κάτι που τον σκότωνε πραγματικά, δεν την ήθελε. Αν την ανακάλυπτε, δεν πάει ο άλλος να ήταν βασιλιάς, θα του την έλεγε. …
Δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ομοφυλοφιλία του;
Όχι ποτέ. Μέχρι το τέλος. Είχε ερωτικές σχέσεις με γυναίκες αλλά δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει ούτε γυναίκα ούτε άνδρα. Δεν μπόρεσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Άσχετα με την ομοφυλοφιλία. Δεν ένιωσε πότε ότι είναι μ’ έναν άνθρωπο που είναι δικός του άνθρωπος.
Δηλαδή δεν είχε την συντροφικότητα στην ζωή του;
Δεν την είχε. Ήθελε να έχει σχέσεις με φυσιολογικούς ανθρώπους. Ακόμα και μερικοί φίλοι που υπήρξαν τελευταία ήταν λίγοι. Και η προσπάθειά του με μένα ήταν να με κάνει φυσιολογικό με την έννοια, να μην μπω σε σκοτεινά μονοπάτια λ.χ ομοφυλοφιλία.
Η ομοφυλοφιλία είναι επιλογή;
Πολλές φορές ακολουθούμε ένα δρόμο γιατί δεν έχουμε άλλον. Αν κάποιοι ομοφυλόφιλοι έβρισκαν την κατάλληλη στιγμή μια φίλη σοβαρή και υπεύθυνη μπορεί να ακολουθούσαν αυτήν την ζωή, την στρέιτ. Είναι δηλαδή μια κόψη. Πιστεύω ότι ο νέος άνθρωπος διαβάζοντας Ταχτσή θα βοηθηθεί, όχι ότι η ομοφυλοφιλία είναι κακό, αλλά δεν μπορούμε να απαλλαχθούμε από τον κομπλεξισμό, τις ενοχές, ειδικά οι Έλληνες. Μας κυνηγούν σαν να είμαστε μια υποδεέστερη ράτσα, ακόμα και στις στρέιτ σχέσεις που ούτε και αυτές έχουν ελευθερία ερωτικά, όχι μόνο σεξουαλικά. Σαν λαός δεν μπορούμε να ελευθερωθούμε.
Ο Ταχτσής την είχε αυτήν την απελευθέρωση. Μπορούσε να δεχθεί άνετα μια άλλη κουλτούρα ζωής πέρα από την δικιά του…
Όχι αντιθέτως. Έβλεπε κάπως αφ’ υψηλού, αλλά να απαλλαχθεί και ο ίδιος από ό,τι τον βασάνιζε δεν μπόρεσε ποτέ.
Σ’ ένα ντοκιμαντέρ της Πάολα, ένα εκδιδόμενο αγόρι εξομολογείται ότι μπήκε στο χώρο για τα λεφτά και μετά δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. ..
Εδώ πρέπει να εξετάσουμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Πώς ξεκίνησε, τι τον κράτησε. Και μετά –όπως κράτησε και τον Ταχτσή, είναι βιοποριστικοί οι λόγοι. Αν αρχίζεις και βγάζεις λεφτά, το παιχνίδι γίνεται επάγγελμα και το επάγγελμα είναι εκείνο που σε καταστρέφει..
Είναι εύκολος αυτός ο δρόμος.
Αν πάρεις παράδειγμα την Μπέττυ και την Αλόμα που αναφέρω στο βιβλίο, σε βοηθάει τελικά η τρέλα. Είτε είσαι, είτε γίνεσαι τρελός σε βοηθάει να επιβιώσεις. Κάτι που δεν βοηθούσε καθόλου τον Ταχτσή. Ο ίδιος έλεγε «Είμαι αρκετά τρελός αλλά την πολυτέλεια της τρέλας δεν θα την γευτώ πότε».
Η Μπέττυ έχει παρουσιάσει τον Ταχτσή, ως το συγγραφέα του ενός βιβλίου. Όταν το έμαθα μου ήρθε σκοτοδίνη. Θεωρώ εξαιρετικά δύσκολο να γράψεις ένα βιβλίο που να αλλάξει την ρότα της λογοτεχνίας.
Αυτό ήταν και το πρόβλημα του Ταχτσή. Ότι το πρώτο του βιβλίο ήταν τόσο καλό που ήθελε το δεύτερο να είναι καλύτερο από το «Τρίτο Στεφάνι». Για’ αυτό και αναλωνότανε να γράφει «διηγηματάκια». Πάντα δούλευε το δεύτερο βιβλίο, πάντα το είχε στο μυαλό του, αλλά δεν του έβγαινε καλύτερο από το πρώτο. Ήταν τεράστιο βάρος το «Τρίτο Στεφάνι»…
Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου ευγενέστου, με αγωγή ψυχής…
Σπάνια έβριζε. Είχε αριστοκρατική ευγένεια, υψηλή. Έζησε και με τέτοια άτομα. Μια φορά είχαμε φάει με μια πριγκίπισσα…
Ήταν ευτυχισμένος με την ζωή του;
Το μεγάλο πρόβλημα άρχισε να προκύπτει στο τέλος, το καλάθι με τις οχιές που λέει και ο ίδιος, που τον τσαλαπατήσανε γιατί ήταν αφελής άνθρωπος, αγαθός άνθρωπος, έμπαινε και ήθελε να βοηθήσει πραγματικά και ήταν και το πρόβλημα της ηλικίας του, σε συνδυασμό με το μεγάλο μπλοκάρισμα του γραψίματος. Το ότι δεν μπορούσε να δώσει αυτό που ήθελε σαν γραπτό τον τσάκιζε, τον σκότωνε, ήθελε να δώσει 2-3 καλά βιβλία αλλά εκεί άρχιζε να λειτουργεί το πρέπει. Και όταν έπρεπε αντιδρούσε. Έλεγε «Δεν είμαι συγγραφέας θα ζήσω την ζωή μου». Είναι ένας παιδεμός το γράψιμο, ξοδεύεις το μυαλό σου, την ζωή σου, δεν ξέρεις πού πας, ακόμα και αν γράφεις απλά πράγματα πόσο μάλλον ως Ταχτσής, ένα καλύτερο βιβλίο από το «Τρίτο στεφάνι». Δεν γινότανε. Αν είχε λίγο χρόνο ακόμα ίσως να τέλειωνε το «Φοβερό βήμα», αλλά μπλεκότανε πολύ στο να μας δώσει εξηγήσεις….
Το «Άλλο κρεβάτι», την απόπειρα αυτοβιογραφίας;
Στο «Άλλο κρεβάτι» 19 σελίδες είναι όλο και όλο, αυτές που άφησε, δεν υπάρχουν ίχνη γαργαλιστικών θεμάτων. Ακόμα και αν το τελείωνε δεν θα είχε εκθέσει κανέναν παρά μόνο τον εαυτό του, πράγμα που συνήθιζε να κάνει….
Εσείς οι δύο τα είπατε ουσιαστικά;
Δεν ήμουν ώριμος. Και δεν νομίζω να είμαι και τώρα. Που να συζητήσεις τώρα με τον Ταχτσή…
Αν μπορούσε να σ’ ακούσει τι θα του έλεγες; Σ’ ευχαριστώ ή σ’ αγαπώ;
Σ’ αγαπώ.
Το βιβλίο του Γιώργου Πολυχρονίδη «Ο Κώστας, εγώ και ο Ταχτσής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
σχόλια