Οι εφημερίδες ήταν ο μοναδικός τρόπος εκείνη την εποχή για να παρουσιάσει κανείς κάθε μορφής κοινωνικά δρώμενα. Και πρέπει να παραδεχτούμε ότι όχι μόνο γινόταν ευρύτατη χρήση, αλλά θα ισχυριζόμουν και κατάχρηση. Εξωστρεφείς και επικοινωνιακοί όπως ήσαν οι πρόγονοί μας περίμεναν, θα έλεγα, την ευκαιρία για να δουν τ’ όνομά τους τυπωμένο και τη χαρά η ακόμη και τη λύπη τους αντικείμενο κοινωνικού σχολιασμού. Μερικοί μάλιστα διέθεταν αξεπέραστο χιούμορ, κάτι που κάνει κάποιες καταχωρήσεις ακόμη πιο ενδιαφέρουσες.
Στο «Φως» του 1861 φούρναρης δεν διστάζει να κάνει δημόσια σε βουλευτή μια συμφέρουσα πρόταση…
«Παρεκλήθημεν από τον απέναντι του ξενοδοχείου του Βοσπόρου φούρναρην να εκφράσωμεν την ευγνωμοσύνην του, προς τον εκ Σίφνου πρώην βρακάν και ήδη φραγγοφορεμένον, πρώην μπακάλην και ήδη βουλευτήν του Αιγαίου Πελάγους, καθώς και εις τους τρεις φίλους του, διά το αλισβερίσι το οποίον του κάμνουν κάθε πρωί, τρώγοντες τακτικώς από 50 λεπτά σπανακομπούρεκα και συγχρόνως ότι τους παρακαλεί να συστήσουν το κατάστημά του και εις τους λοιπούς συναδέλφους των, υποσχόμενος να καταβιβάση τότε την τιμήν από 5 λεπτά εις 4».
Απολαύστε τώρα πως μια ουράνια καλλονή ψάχνει για γαμπρό. Βρισκόμαστε στο 1860.
«Ουρανία τις καλλονή, οισρηλατηθείσα προ ημερών, ειδοποιεί το κοινόν της πόλεως ότι είναι διά γάμον. Η ειδοποίηση κρέμαται εις παράθυρον οικίας τινός κατά την οδόν Αργυραμοιβών Ν. 15 στροφή β´».
Ενώ ένας παντοπώλης το 1846 δεν θα έλεγε όχι σε λίγη προίκα.
Ιδιαίτερα τον 19ο Αιώνα δεν ήταν σπάνιο, ελλείψει αρκετών επιλογών για διαφημιστική προβολή, να χρησιμοποιούνται κοινωνικές αγγελίες για εμπορική προβολή. Έτσι λοιπόν διαβάζουμε στο «Φως» του 1860:
«Ο υποφαινόμενος προσελθών εκ Σύρου εις Αθήνας μετά της οικογενείας μου, χάριν διασκεδάσεως, κατέλυσα εις το Ξενοδοχείον “Η Ερμούπολις”, διευθυνόμενον υπό του κυρίου Νικολάου Καπέλα, παρά του οποίου έτυχα εξαιρέτου περιποιήσεως και έμεινα λίαν ευχαριστημένος τόσον εκ της καλής αυτού συμπεριφοράς, όσον και εκ της άκρας του Ξενοδοχείου αυτού καθαριότητος.
Εν Αθήναις τη 10 Μαΐου 1860, Σπυρίδων Βουτζινάς»
Ακόμη και λυπητερά γεγονότα δίνουν αφορμή για εμπορική προβολή. Διαβάζουμε έτσι στη «Νέα Εφημερίδα»:
«Τελέσας σήμερον το μνημόσυνον διά τον θάνατον του προσφιλούς μου υιού, ευχαριστώ εκ καρδίας τον ζαχαροπλάστην κ. ... διά τον καλλιτεχνικόν δίσκον των κολλύβων, τον οποίον κατασκεύασε και όστις διήγειρε την προσοχήν όλων των παρευρεθέντων. Συνιστώ δε τούτον και εις τους φίλους και τους παρακαλώ να τον προτιμήσουν εις παρομοίας περιστάσεις»!
Κι επειδή στη χώρα μας καθετί καινούριο ή καινοφανές αντιγράφεται σε χρόνο μηδέν, μερικές μόνο ημέρες μετά στην ίδια εφημερίδα διαβάζουμε:
«Την παρελθούσα Κυριακήν ετέλεσα εν Μεγάροις το μνημόσυνον της μεταστάσης πολυκλαύστου συζύγου μου, Μαριγούς. Τον δίσκον των κολλύβων κατεσκεύασε καλλιτεχνικώτατα και εφρόντισε να αποστείλη καλώς συσκευασμένον διά του σιδηροδρόμου, ο αμίμητος πλέον καταστάς κατασκευαστής δίσκων και αρχαιότατος των εν Αθήναις ζαχαροπλαστών κ. ... Διό και εκφράζω προς αυτόν τας απείρους μου ευχαριστίας»!
Και μια και πιάσαμε τα λυπητερά να τα κλείσουμε με την αναφορά σ’ ένα άλλο ευχαριστήριο, όπου οι «τεθλιμμένοι συγγενείς», ευχαριστούντες τον κόσμο για τη συμμετοχή του στη θλίψη τους, δεν ξεχνούν και τον ανθοπώλη, διότι «οι παραδείσιοι τη αληθεία και μετά καλλιτεχνικωτάτου ζήλου φιλοπονηθέντες στέφανοι... ηυχαρίστησαν τους οφθαλμούς πάντων»...
Στην «Επιθεώρηση» διαβάζουμε και μια έμμετρη συγκεκαλυμμένη ιατρική ρεκλάμα:
«Τω ιατρώ Αθηνών, Σκλήρη τω Λεωνίδα
ότι με εθεράπευσεν, ευγνωμοσύνην οίδα,
πάσχοντα εκ νοσήματος σχεδόν αθεραπεύτου
ο μ’ έκαμνε να φαίνωμαι ωχρός εντός καθρέπτου.
Άπαντες με απήλπισαν εκτός του Λεωνίδα
προς τον οποίον χρεωστώ ζωής μου την ελπίδα.
Ο εσαεί ευγνώμων, Ιωάννης Πλεύσης»
Μια μεγάλη τέλος κατηγορία αγγελιών από μόνη της, αποτελούσαν αυτές που αναφερόντουσαν σε χρηματικές απαιτήσεις. Αλίμονο σε όσους δεν πλήρωναν τα χρέη τους. Η διαπόμπευση μέσω των εφημερίδων ήταν δεδομένη. Φαίνεται όμως ότι δεν τους ένοιαζε ιδιαίτερα, γιατί οι εφημερίδες ήταν γεμάτες από τέτοιες ειδοποιήσεις (κάτι που ίσως μας αναγκάσει να επανέλθουμε με ιδιαίτερο αφιέρωμα).
Στο «Φως» του 1862 βρίσκουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα καταχώρηση που αναφέρεται «επί προσωπικού» και δεν διστάζει να απειλήσει με δημόσια ρουφιανιά! Φαίνεται ακόμη ότι δεν ίσχυαν οι διατάξεις περί συκοφαντικής δυσφήμισης...
«Ο παστρικός Χρ. Νικολάου, διευθυντής του καφενείου των Ευφρονούντων, κάμνει καλά να πληρώση την συνδρομήν του, διά να μη μας αναγκάση να γράψωμεν τι πράγμα είνε το καφενείον του και προκαλέσωμεν, ως άλλοτε, αστυνομικά μέτρα».
Και μη ξεχνάτε! Η Παλιά Αθήνα περιμένει πάντα την επίσκεψή σας.
σχόλια