"Ουδείς αναμάρτητος", δήλωσε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, όταν κλήθηκε να δικαιολογήσει την κραυγαλέα ασυνέπεια μεταξύ των προεκλογικών του λόγων και των μετεκλογικών του πράξεων. Η δήλωση έγινε επί γερμανικού εδάφους. Και για να απαντηθεί ερώτηση γερμανών δημοσιογράφων.
Ο τρόπος με τον οποίο διενεργείται ο δημόσιος διάλογος στην χώρα μας δεν είναι πολύ οικείος στους Γερμανούς. Οι εκεί πολιτικοί μιλάνε, συνήθως, διαφορετικά, με μεγαλύτερη σοβαρότητα και, κυρίως, μεγαλύτερη ακρίβεια, φροντίζοντας επιμελώς να μην απομακρύνονται από το κεντρικό θέμα των ερωτήσεων που δέχονται. Προσέχουν μάλιστα ιδιαίτερα να μην οδηγούνται σε εμφανείς αντιφάσεις. Επειδή γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι μια ηθελημένα ανεπαρκής ή αντιφατική απάντηση θα προκαλέσει μια νέα, ανανεωμένη και πιθανόν σκληρότερη ερώτηση. Έτσι, αναγκάζονται να πουν τα πράγματα από την αρχή όπως έχουν ή σχεδόν όπως έχουν, παρά να συρθούν σε εξευτελιστικές υπό πίεση ομολογίες στο τέλος. Ομολογίες δυσάρεστα αποκαλυπτικές για τις προθέσεις και την ηθική τους επάρκεια.
Είναι βέβαιο, λοιπόν, ότι η εν λόγω δήλωση Σαμαρά παρανοήθηκε θετικά από το γερμανικό δημοσιογραφικό και πολιτικό κατεστημένο. Το οποίο, μη γνωρίζοντας καλά ούτε την Ελλάδα ούτε τον Σαμαρά, εξέλαβε την λακωνική αυτή απάντηση ως δήλωση ειλικρινούς μεταμέλειας ενός ανθρώπου αναγεννημένου. Σε αυτό βοήθησε ασφαλώς και το γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός έδωσε γενικά γη και ύδωρ στο Βερολίνο. Ευθυγραμμιζόμενος πλήρως με την πολιτική της Ε.Ε. (είχε προηγηθεί άλλωστε και η, επί πατρίου την φορά αυτή εδάφους, δήλωση περί ελληνικής ιδιοκτησίας του προγράμματος διάσωσης) και υποσχόμενος την μέχρι κεραίας πιστή εκτέλεσή του. Επιπρόσθετα, η διαφαινόμενη φαινομενική μεταστροφή της ελληνικής πολιτικής φαντάζει στα μάτια των ξένων ως προϊόν ορθολογικής απόφασης, δεδομένου ότι την φορά αυτή συμπίπτει σχεδόν ολοκληρωτικά με τις δικές τους αντιλήψεις, σε σχέση με την επίλυση του γρίφου της σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας.
Οι καλοί μας φίλοι οι Γερμανοί, λοιπόν, δεν σκέφθηκαν το ενδεχόμενο η δήλωση Σαμαρά να ήταν τέτοια επειδή, απλά και μόνο, ο ίδιος ο Σαμαράς τυχαίνει να μην είναι Βενιζέλος. Ή έστω μικρός Βενιζέλος, όπως είναι λίγο πολύ όλοι αυτοί που αξιώνονται την τιμή να κυριαρχήσουν και να ηγηθούν στην ιδιόρρυθμη τοπική μας σκηνή. Τυχαίνει, δηλαδή, να μην διαθέτει το, στα καθ' ημάς, πολιτικό χάρισμα της δια της συγχύσεως πειθούς ή εξουδετέρωσης του αντιπάλου, μέσα από έναν καταιγισμό λέξεων και φράσεων, άσχετων με το υπό εξέταση αντικείμενο, ασύνδετων μεταξύ τους και στερούμενων πλήρως συνοχής και λογικού νοήματος. Οι Γερμανοί δεν σκέφθηκαν ότι ο Σαμαράς απάντησε με αυτήν την αφοπλιστική ειλικρίνεια, όχι επειδή είναι ειλικρινής, αλλά επειδή είναι λίγος. Επειδή αιφνιδιάστηκε και δεν βρήκε πρόχειρα τίποτε άλλο καλύτερο να πει.
Υπάρχουν, λοιπόν, συγκεντρωμένες εδώ όλες οι προϋποθέσεις για την δημιουργία της απόλυτης παρεξήγησης. Μια πολιτική τάξη που, αφού επί τρία χρόνια εξάντλησε όλες τις δυνατότητες εξαπάτησης και εκβιασμού των συμμάχων της χώρας, αποφάσισε ότι την συμφέρει πλέον να αλλάξει γραμμή πλεύσης και να αρχίσει να παριστάνει την υπάκουη και σεμνή Αρσακειάδα. Αυτό είναι κάτι που κάνει εύλογα τους καλοπροαίρετους εταίρους μας να πιστεύουν ότι οι πολιτικοί μας άρχισαν επιτέλους να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και να δρουν με τρόπο που συμφέρει στην Ελλάδα και στους Έλληνες. Τα πολιτικά ήθη και οι πολυάριθμες και περίπλοκες θεσμικές δεσμεύσεις και δικλείδες ασφαλείας που ισχύουν στις δικές τους χώρες τους εμποδίζουν να αντιληφθούν ότι υπάρχουν ακόμη ευρωπαϊκές κοινωνίες, στις οποίες οι ταγοί διαθέτουν την πολυτέλεια να πολιτεύονται αδιαφορώντας για το δημόσιο συμφέρον, αποκλειστικά με βάση προσωπικά κίνητρα και επιδιώξεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Γερμανοί, χωρίς δεύτερες σκέψεις, αξιολογούν θετικά κάτι που βλέπουν αυτήν την στιγμή στην επιφάνεια. Μια πολιτική, που αυτοί προσδιόρισαν και μια, εκ των πραγμάτων, εξωτερικά πειστική διακήρυξη βούλησης για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής. Χωρίς να τους περνά από τον νου να διερευνήσουν βαθύτερα, ψαύοντας τα κίνητρα που οδήγησαν τις εγχώριες ελίτ στην υιοθέτηση της πολιτικής αυτής. Επειδή τα κίνητρα αυτά θα έπρεπε, σύμφωνα με τα δικά τους έθη, να θεωρούνται διαυγή και δεδομένα, μια και δεν θα μπορούσαν να αγγίζουν τίποτε περισσότερο από το δημόσιο συμφέρον.
Στην αυριανή της επίσκεψη η Αγκέλα Μέρκελ έρχεται να επικυρώσει πανηγυρικά την στροφή της ελληνικής πολιτικής και να δηλώσει την ειλικρινή της συμπαράσταση. Το μόνο αποτέλεσμα αυτής της πρόωρης και πλημμελώς μελετημένης κίνησης, όμως, θα είναι η παροχή όχι μιας ακόμη ευκαιρίας αλλά μιας μικρής πίστωσης χρόνου στο πολιτικό σύστημα, που αγωνίζεται με νύχια και με δόντια να παραμείνει γαντζωμένο στην εξουσία. Και η ενίσχυση του "αντιμνημονιακού" και του αντιευρωπαϊκού μετώπου.
Πριν από μια κίνηση τόσο μεγάλης εμβέλειας η γερμανική πλευρά θα έπρεπε να είχε βεβαιωθεί ότι το θεμέλιο πάνω στο οποίο σχεδιάζεται, στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, η πολιτική διάσωσης της Ελλάδας έχει κατανοηθεί και έχει γίνει αποδεκτό από τον ελληνικό πληθυσμό. Το θεμέλιο αυτό δεν είναι άλλο από την βασική αρχή, σύμφωνα με την οποία η ελληνική κοινωνία θα πρέπει, από τούδε και στο εξής, να ζει αρκούμενη στους διαθέσιμους πόρους που η ίδια παράγει. Δυστυχώς, η σχετική συζήτηση, που θα οδηγούσε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, διεξάγεται ακόμη σε περιορισμένους κύκλους, σίγουρα όχι με πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας και, σε κάθε περίπτωση δεν έχει αγγίξει τις ευρείες λαϊκές μάζες και, κυρίως, όλους όσους θεωρούν δικαίωμα τους να σιτίζονται από τα κρατικά ταμεία, τα οποία, σε αντίθεση με το κοντινό παρελθόν, θα έχουν στο μέλλον ως μόνη πηγή χρηματοδότησης τον ιδρώτα των βαριά φορολογούμενων παραγωγικών τάξεων.
Επιπλέον και εν όψει των παραπάνω, η καγκελάριος της Γερμανίας θα έπρεπε, πριν επισκεφθεί την Ελλάδα, για να δηλώσει την συμπαράσταση της στις προσπάθειες της κυβέρνησης των "υπεύθυνων ευρωπαϊκών δυνάμεων", να βεβαιωθεί για την κυριαρχία στην χώρα της αίσθησης δικαιοσύνης και αναλογικότητας στην κατανομή των βαρών. Για να μην στρέψει εναντίον της και εναντίον της πολιτικής που ορθά επιβάλλει όλους αυτούς που αισθάνονται ότι, με αποκλειστική ευθύνη του εδώ πολιτικού συστήματος, αδικούνται από αυτήν. Θα είναι άδικο και για αυτήν αλλά και για την μεγάλη χώρα που εκπροσωπεί να ταυτιστεί με τον εγχώριο διεφθαρμένο θίασο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του κομματάρχη του Σαμαρά ή του Βενιζέλου.
Το γεγονός ότι η επίσκεψη της κ. Μέρκελ είναι βεβιασμένα και άσχημα προετοιμασμένη αποδεικνύεται και από την εξέλιξη της τελευταίας στιγμής, από την απαγόρεσυη των διαδηλώσεων, κατά την διάρκεια της παρουσίας της, στο κέντρο της Αθήνας. Καλώς ή κακώς, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, το δικαίωμα αυτού του είδους της διαμαρτυρίας θεωρείται θεμελιώδες δημοκρατικό κεκτημένο και ουσιώδες συστατικό της πολιτικής μας ελευθερίας. Αν χρειαζόταν, για πολλούς και σοβαρούς λόγους, να το περιορίσουμε μάλλον δεν διαλέξαμε την κατάλληλη στιγμή. Η κ. Μέρκελ δεν θα πρέπει να αισθάνεται ιδιαίτερα υπερήφανη για το γεγονός ότι η παρουσία της στην Αθήνα θα συνδυασθεί με ένα ακραίο και πρωτοφανές για τα πολιτικά μας ήθη μέτρο περιορισμού εκδήλωσης φρονήματος. Οι πραγματικοί ηγέτες κερδίζουν τον σεβασμό των μαζών και δεν χρειάζεται να προστατεύονται από αυτές με φράκτες απώθησης και έκτακτες απαγορεύσεις. Η φήμη της καγκελαρίου ήταν αδίκως κακή στην χώρα μας. Και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει χειρότερη. Την στιγμή μάλιστα που από αυτήν την φήμη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η συνολική πορεία του τόπου.
Κοντολογίς, η κ. Μέρκελ έρχεται στην Ελλάδα για να επιβραβεύσει και να ενισχύσει την κακή και λανθασμένη εφαρμογή μια καλής και σωστής πολιτικής. Η κ. Μέρκελ έρχεται στην Ελλάδα για να εγγυηθεί κάτι που η ίδια θεωρεί αυτονόητο. Το γεγονός ότι οι θυσίες των Ελλήνων θα πιάσουν τόπο και ότι με τις θυσίες αυτές η χώρα θα οδηγηθεί με ασφάλεια και κλίμα ομαλότητας στην βαλκανική αγκαλιά, στην οποία πραγματικά ανήκει. Στην τελευταία επίσκεψη του στο Βερολίνο, ο πρωθυπουργός της χώρας την διαβεβαίωσε, μάλλον, ότι αυτό είναι που σήμερα ζητούν διακαώς και χρειάζονται οι Έλληνες. Πεισμένοι προφανώς για την αναγκαιότητα από τον ίδιο. Είπε αυτό επειδή είναι ένας σωστός Έλληνας και δεν είχε τίποτε άλλο, πρόχειρο, να πει, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να παραμείνει πρωθυπουργός. Και η κ. Μέρκελ, που με την σειρά της είναι κι αυτή μια καλή Γερμανίδα, τον πίστεψε.
σχόλια