Υπάρχει μια δυνατή σκηνή στο βιβλίο της Λάινολελ Σράιβερ «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» το οποίο διάβασα στις αρχές του καλοκαιριού και μου έρχεται τώρα στο μυαλό.
Η Ίβα σπρώχνει τον πεντάχρονο γιο της στον καναπέ από τα νεύρα της και εκείνος σπάει κατά λάθος τον αγκώνα του. Αμέσως το μετανιώνει και γίνεται το μυστικό τους, το οποίο εκμεταλλεύεται στη συνέχεια ο μικρός Κέβιν. Θα ακουστεί περίεργο αλλά το πρώτο πράγμα που είπα μέσα μου μόλις διάβασα την σκηνή ήταν «Επιτέλους».
Γράφει στο σημείωμα της η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου για τους αναγνώστες που χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα και σχολίασαν στο Amazon κα σε άλλα sites το βιβλίο της:
«Το ένα στρατόπεδο αξιολογεί μια ιστορία για μια καλοπροαίρετη μητέρα, η οποία, παρά τις απολύτως ανθρώπινες ελλείψεις της σε αυτό τον ρόλο, φορτώνεται έναν «κακό σπόρο», ένα παιδί στραβό από την κούνια του, του οποίου την εγκληματική φύση αντιλαμβάνεται αλλά είναι ανίκανη να αλλάξει. Το δεύτερο στρατόπεδο αναγνωστών φαίνεται να έχει διαβάσει ένα εντελώς διαφορετικό μυθιστόρημα, για μια μητέρα που η ψυχρότητα της καθαυτή είναι εγκληματική και ευθύνεται αποκλειστικά εκείνη που ο γιος της αφηνιάζει στην εφηβεία του. Έχοντας επιτρέψει στην δική της δυσκολία να αναλάβει τον ρόλο του γονιού να δηλητηριάσει τη σχέση της με τον γιο της, απ όταν ήταν ακόμη ένα αθώο βρέφος, η μητέρα αυτή αποτελεί ένα δίδαγμα: οι γονείς έχουν τα παιδιά που τους αξίζουν.
Από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ήμουν στο πρώτο στρατόπεδο. Η χαρισματική Λαϊνολελ Σράϊβερ είχε καταφέρει από την αρχή του βιβλίου να συμπυκνώσει σε λίγες σελίδες τον κακό χαρακτήρα του Κέβιν. Ένα τόσο κακό χαρακτήρα αδιανόητο για την ηλικία του παιδιού.
Η Ίβα φυσικά είχε τεράστιες ευθύνες γιατί από την αρχή δεν ήταν σίγουρη για την μητρότητα. Στη συνέχεια όμως θέλει να πλησιάσει τον Κέβιν. Όμως κάθε φορά που προσπαθεί βρίσκει έναν αδιαπέραστο τοίχο. Βλέπεις μια μάνα να προσπαθεί ξανά και ξανά με αποκορύφωμα άλλη μια εκπληκτική σκηνή στο εστιατόριο, όπου ο ευφυής έφηβος Κέβιν την ισοπεδώνει. Το μυαλό του είναι σε μια συνεχή εγρήγορση με μοναδικό στόχο να εξευτελίσει την μάνα του.
Η συγγραφέας δεν έχει παιδιά και όπως λέει «Προς μεγάλη μου ανακούφιση κανένας από τους αναγνώστες δεν με έχει αντιμετωπίσει ως τώρα με αγανάκτηση, κατηγορώντας με ότι δεν ξέρω γιατί πράγμα μιλάω». Ούτε η ίδια η συγγραφέας έχει φυσικά απάντηση στο ερώτημα του τίτλου. «Εσείς να μου πείτε» γράφει στο σημείωμα της στο τέλος του βιβλίου. Έτσι και αλλιώς τι σημασία έχει; Ποιος γνωρίζει πραγματικά την απάντηση σε κάτι τέτοιο; Ένα μυθιστόρημα μπορεί να σε κρατήσει με τον τρόπο που θέτει σημαντικά ερωτήματα και ας ξέρεις από την αρχή ότι δεν θα πάρεις απάντηση.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Βραβεύτηκε το 2005 με το βραβείο Orange
σχόλια