Τετάρτη βράδυ. Mετρό Δουκίσσης Πλακεντίας-Αιγάλεω. Η Ι. συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι ο καλοστεκούμενος 50άρης κύριος που κάθεται κοντά της στο μετρό δεν χαζεύει απλώς στο tablet του, αλλά φωτογραφίζει τα τροφαντά μπουτάκια της κοπέλας που κάθεται απέναντί του. Στη συνέχεια, η Ι. συνειδητοποιεί ότι τον έχει πάρει χαμπάρι και ο πιτσιρικάς με το λοφίο, που στέκεται πίσω του. Οι δύο μάρτυρες κοιτάζονται. «Είσαι να πάμε να του μιλήσουμε;» Λέει η Ι.; «Μέσα» απαντάει το λοφίο. Ο κύριος φυσικά γίνεται έξαλλος και αρνείται κατηγορηματικά το μπανιστήρι. «Αυτό είναι ένα νέο μηχάνημα και πρέπει να το μάθω» εξίσταται. «Ορίστε, δείτε» επιμένει, χωρίς φυσικά να δείχνει τίποτε.
Τελικά συμφωνούν να πάνε μαζί στον σταθμάρχη μόλις ο συρμός φθάσει στην στάση, για να λύσουν το ζήτημα. Το τρένο σταματάει, η ομάδα βγαίνει και... ο κύριος την κάνει τρέχοντας προς τη σκάλα. Η Ι. και το λοφίο τρέχουν πίσω του. Τους σταματά τύπος με τσιγάρο στο στόμα, το οποίο παίρνει νωχελικά από το στόμα πριν δηλώσει «έναν 50άρη με κουστούμι ψάχνετε; Από εκεί πήγε». Οι διώκτες εντυπωσιάζονται από τον κινηματογραφικής αισθητικής αυτόπτη, αλλά καταλαβαίνουν ότι τον 50άρη δεν θα τον προλάβουν. «Θα πήγαινα στην αστυνομία» δηλώνει το λοφίο «αλλά δε μπορώ, γιατί μ' έχουν ήδη σταμπαρισμένο».
Πίσω στο σπίτι, η Ι. συλλογίζεται το γλαφυρό παράδειγμα παραβίασης προσωπικών δεδομένων το οποίο έζησε. H peep culture* θεριεύει. Εγώ πάλι, σκέφτομαι πόσο χαρακτηριστικό δείγμα της καθημερινότητας αποτελεί το ψηφιδωτό των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας. Αυτός που θα σώσει τον κόσμο, αυτός που θα σώσει το τομάρι του, το καρφί, ο αθώος, ο ένοχος, ο άσχετος, ο 'σεσημασμένος', η κοπέλα.
Η κοπέλα. Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι ποια η θέση της σε όλο το σκηνικό και με τι σκέψεις έφτασε η ίδια στο σπίτι. Ίσως λοιπόν να μην πήρε είδηση τίποτε. Ίσως να συνέχισε τη διαδρομή της, ονειροπολώντας μακαρίως, σταυρώνοντας αφελώς τα πόδια, ικανοποιημένη από την επιλογή του μήκους της φούστας της, χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό για τους μεγάλους κακούς λύκους που παραμονεύουν. Ίσως πάλι, να πήρε είδηση ότι κάτι παίζει, αλλά να προτίμησε να σωπάσει, περιμένοντας να τη σώσουν άλλοι, με μείγμα τεμπελιάς, έπαρσης, αλλά και ενοχής για τις στιλιστικές της επιλογές που, αντικειμενικά, δεν υποστηρίζονταν από τα κατάλληλα πόδια. Ίσως όμως και να διάλεξε να μη μιλήσει, όχι από φόβο, αλλά από έλλειψη ανάγκης, από ωχαδερφισμό, από μια κρυφή αυτοπεποίθηση ότι το ζήτημα δεν την αφορά, ότι η ίδια βρίσκεται αλλού και υπεράνω, ότι στο τέλος εκείνη, η πιο έξυπνη, θα επιβιώσει.
Όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω ότι ολόκληρο το σκηνικό λέει πολλά για τη σημερινή Ελλάδα. Ακόμη κι ο σταθμάρχης, που, όταν οι δυο σωματοφύλακες πήγαν και του ανέφεραν το περιστατικό, δήλωσε ότι συμπάσχει απόλυτα, έχει κι αυτός μια κόρη και φοβάται, οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά τα χέρια του είναι δεμένα...
*Δες και: The Peep Diaries: How We're Learning to Love Watching Ourselves and Our Neighbors, του Hal Niedzviecki, Εκδόσεις City Lights.
σχόλια