Τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου του 2008, δυο μέρες μετά τη δολοφονία του έφηβου Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια, κάηκε κυριολεκτικά η Αθήνα! Θυμάμαι ότι στην πορεία αυτή κανονίσαμε να πάμε ως Δίφωνο με μπροστάρηδες την τότε διευθύντρια Μαριάνθη Πελεβάνη, τη Φωτεινή Λαμπρίδη από το ραδιοσταθμό Στο Κόκκινο 105,5 και μένα. Τότε μάλιστα ήμουν σε πρόγραμμα Gilli Diet και ενώ πολλοί γύρω μου κρατούσαν μολότοφ και λοστάρια, εγώ κρατούσα χαρτοσακούλα με καλαμάκια κοτόπουλο και μπάμιες. Τι στενοχώρια πήρα σαν μου φύγαν οι σακούλες απ' τα χέρια μεσ' στον πανικό κι είδα το φαγητό μου να γίνεται αλοιφή από τα ποδοβολητά, δεν περιγράφεται!
Σε μια φάση, έχοντας απομακρυνθεί απ' τους άλλους, μα πιστεύοντας ότι κάπου θα τους ξαναβρώ, φτάσαμε ή μάλλον μας έφτασαν τα ΜΑΤ στο Μοναστηράκι. Κι εκεί συνέβησαν τα εξής τραγελαφικο-σουρεαλιστικά:
Αφού είδαμε ότι το...πάρτι ξεκινούσε και λίγο ήθελε για να φτάσει στο τσακίρ κέφι, περάσαμε με δυσκολία μέσα από τις χιλιάδες των ανθρώπων κάθε ηλικίας και κατεβήκαμε την Ερμού. Κάναμε μία στάση στο πρώτο κάθετο στενό για να φωνάξουμε στη διμοιρία των ΜΑΤ ότι είναι πουλημένα τομάρια, μαλάκες και πουτάνας γιοί και κατόπιν θελήσαμε να φάμε ένα σουβλάκι στον Μπαϊρακτάρη προκειμένου ν' ανακτήσουμε δυνάμεις και να επιστρέψουμε στο Σύνταγμα. Αμ δε! Τα επεισόδια σε λιγότερο από μία ώρα μεταφέρθηκαν μεσ' στο Μοναστηράκι και μας βγήκε ξινή η μερίδα κεμπάπ, συνοδεία μάλιστα ασμάτων του Μίκη Θεοδωράκη, σαν το Όσοι το χάλκαιον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται ή Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα κλπ.
Πανικός σκορπίστηκε παντού με τους μαγαζάτορες να μαζεύουν άρον-άρον τα τραπέζια, ρολλά να κατεβαίνουν και ανθρώπους να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μπροστά στα μάτια μου, οι μοτοσικλετιστές της ομάδας Δέλτα περνούσαν, έβγαζαν τα γκλομπς και χτυπούσαν πλάτες ανδρών και γυναικών που είχαν την ατυχία να προτιμήσουν τα έξω τραπέζια για το γεύμα τους. Καθώς δε μπορούσαμε να ανασάνουμε από τα δακρυγόνα, μπαίνω μεσ' στο μαγαζί για να ζητήσω ένα ποτήρι νερό. Δεν προλαβαίνω να γυρίσω και βλέπω τον μαγαζάτορα να κατεβάζει πανικόβλητος το ρολλό και να μας κλείνει μέσα. Εννοείται πως μέχρι να πέσει τελείως το ρολλό, κι άλλοι άνθρωποι σε κατάσταση υστερίας προσπαθούσαν να περάσουν ακόμη κι από μια χαραμάδα.
Μας μαντρώνει, λοιπόν, ο - ας τον πούμε - Μπαϊρακτάρης, σβήνει τα φώτα κι εκεί αρχίζει εμένα να με πιάνει η κλειστοφοβία μου. Μια κοπέλα έρχεται και με ρωτάει: Κι αν το σπάσουν και μπουν μέσα; Ηρέμησε, της απάντησα, δε θα μας σκοτώσουν κιόλας τα γουρούνια! Στο μεταξύ, να ανησυχώ για την παρέα μου που κάπου τους είχα αφήσει και δώσ'του να φωνάζω ένα-ένα τα ονόματα τους. Σύντομα ο Μπαϊρακτάρης ανέβασε το ρολλό, ξαναβγήκαμε έξω και είδαμε ένα κανονικό μπάχαλο. Μόνο την παρέα μου δεν είδα εγώ, που είχε σκορπίσει. Και που να πάμε τώρα; ρωτούσε ο ένας τον άλλον μεσ' στον πανικό. Από κει, μας υποδεικνύει ο μαγαζάτορας, ο οποίος βιαζόταν εμφανώς να μας ξαποστείλει για να κλειδαμπαρώσει το μαγαζί του.
Σοκαρίστηκα όταν λίγα μέτρα παραπέρα, κόσμος είχε μαζευτεί πάνω από έναν, πεσμένο στο έδαφος άνθρωπο, αιμόφυρτο και με κεφάλι χτυπημένο προφανώς από γκλομπ αστυνομικού. Στο στενό που κατευθυνθήκαμε και που οδηγούσε στον ηλεκτρικό σταθμό στο Μοναστηράκι πέσαμε πάνω σ' ένα γκρουπ τουριστών. Τά 'χαν τελείως χαμένα οι παππούδες κι οι γιαγιάδες με το πέδιλο και την κάλτσα μεσ' στο χειμώνα! Μου θέλατε Κλαϊτεμνάιστρα και Ulysses, φάτε τώρα δακρυγόνα και γκλομπιές κι εσείς να καταλάβατε τα χάλια μας!
Τέλος πάντων, με την ψυχή στο στόμα κυριολεκτικά και τρέχοντας μεσ' στα στενά με το φόβο ότι μας έχουν ζώσει οι μπάτσοι, βρίσκω μία κυρία γύρω στα πενήντα. Την πλησιάζω, την πιάνω αγκαζέ. Μη μιλάς, της λέω! Πως σε λένε; Πηνελόπη, μου απαντάει. Ωραία, και μένα Αντώνη, και μέχρι να φτάσουμε στον ηλεκτρικό, αν φτάσουμε, θά 'σαι η μάνα μου και θά 'μαι το σπαστικό παιδί σου! Τι να έκανε η γυναίκα, φοβισμένη ήταν κι αυτή, χεσμένος ήμουν κι εγώ, αρχίζουμε να περπατάμε αγκαζέ. Με δυσκολία, όμως, αφού εγώ κούτσαινα, είχα στραβώσει το στόμα μου, ενώ κούναγα ανεξέλεγκτα το ένα χέρι - και γαμώ τα σπαστικά έγινα μέσα σε ένα λεπτό, κατ' ευθείαν για το Νταού Πεντέλης. Όλα αυτά ενόσω γύρω μας άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι κι από παντού ακούγονταν μπαμ και μπουμ!
Η κυρία Πηνελόπη άρχισε να γελάει. Μα, που σε βρήκα εσένα, παιδάκι μου σήμερα; με ρωτούσε κι εγώ τη συμβούλευα πολύ διακριτικά να το βουλώσει μιας και φτάναμε στον ηλεκτρικό, όπου μπροστά ήταν παραταγμένοι περισσότεροι από 200 μπάτσοι με τα γκλομπς ανά χείρας. Τώρα θα αλλάξουμε, είχε την ιδέα η κυρία Πηνελόπη, εσύ θα είσαι καλά κι εγώθά 'μαι γκαβή! Εν ολίγοις, βρήκα μεσ' στο πλήθος τον πιο κατάλληλο άνθρωπο για ν' ακολουθήσει τις καραγκιοζιές μου εν είδει διάσωσης! Όρμα, Πηνελόπη, της απαντάω και περνώντας μπροστά απ' τους μπάτσους, μέχρι να μπούμε στο μετρό, η τύπισσα υποδύθηκε μια χαρά την τυφλή κι εγώ, εξίσου καλά, τον βοηθό της. Κατεβαίνουμε τις σκάλες και μπαίνουμε στο πρώτο τραίνο που πέρασε, χωρίς να κοιτάξουμε καν προορισμό. Πάλι καλά που αμφότεροι θέλαμε να καταλήξουμε στο Παγκράτι, ασχέτως αν βγήκαμε στον Κεραμεικό.
Και τώρα, τι; αναρωτιόμασταν. Δεν πάμε για κάνα ποτό στο Γκάζι; προτείνει η κυρία Πηνελόπη. Για ποτό είμαστε; απαντάω. Δεν ανεβαίνουμε προς Πειραιώς μήπως περάσει κάνα λεωφορείο; Τελικά αποφασίσαμε να πάμε ποδαράτοι ως την Ομόνοια για να πάρουμε το μετρό έστω μέχρι τον Νέο Κόσμο. Στο δρόμο, η κυρία Πηνελόπη μου έλεγε ότι αισθάνεται σαν αντιστασιακός, αλλά και το ότι πήγε πρόσφατα στο Περού για να δει αν όντως οι αρχαίοι Περουβιανοί είχαν κονέ με εξωγήινα όντα. Αμ, πες τα μας, κυρία Πηνελόπη μου τόση ώρα, κι έλεγα πως σε ξεχώρισα μεσ' στον πανικό! Καλό τρελοκομείο είσαι και του λόγου σου...
Φτάνουμε Ομόνοια, αλλά ο σταθμός είχε κλείσει και η οσμή των δακρυγόνων είχε γίνει ήδη αισθητή κι εκεί. Τι κάνουμε; αναρωτιόμαστε πάλι! Τη βρήκε τη λύση η κυρία Πηνελόπη. Στις αρχές της Σωκράτους, κάνει οτοστόπ και μας παίρνουν στ' αμάξι τους δυο παιδιά από τη Γεωργία που δε μιλούσαν γρι ελληνικά. Παγκράτι μήπως πάτε; ρωτάμε...Παγράτι, Παγράτι, κει πάμε, μας λέει η κοπέλα και δίνει στον δικό της να βάλει ένα cd με σκυλοπόπ ρωσικά τραγούδια. Ήθελαν να μας διασκεδάσουν οι άνθρωποι κιόλας! Την ώρα εκείνη, μου τηλεφωνεί η Κωχ, αυτό κι αυτό της λέω και με ενημερώνει πως και η Συγγρού είναι κλειστή!
Δίπλα μου η κυρία Πηνελόπη αρχίζει να κλαίει κυριολεκτικά από το γέλιο! Τι γελάς; τη ρωτάω. Μα, είναι να μη γελάω; Ξεκίνησα νωρίς να πάω στην πορεία, έφαγα δακρυγόνα, πήγα για φαΐ, κινδύνεψα να φάω ξύλο, με άρπαξε ένας τύπος που έκανε τον καθυστερημένο, εγώ έκανα τη στραβή, πήραμε τραίνο μαζί, χαθήκαμε, μας πάνε σπίτι τώρα με οτοστόπ δύο ξένοι που έτυχε να μένουν κι αυτοί στο Παγκράτι και σου τηλεφωνεί και η Μαρίζα Κωχ! Τι άλλο θες; Πόσο πιο σουρεαλιστική μπορεί να ήταν η μέρα αυτή;
Τ' ακούω κι εγώ όλα αυτά, συνειδητοποιώ τι πέρασα παρέα με μίαν άγνωστη γυναίκα και το γυρνάω σ' ένα τέτοιο εκτονωτικό γέλιο, που παρέσυρε και το ζευγάρι των Γεωργιανών. Δώσαμε και στα παιδιά ένα δεκάευρω για την εξυπηρέτηση, για έναν καφέ- που λένε, το πήραν με τα χίλια ζόρια και μας άφησαν έξω από μια εκκλησία. Στην οποία εκκλησία, όμως, είχε μεγάλο πανηγύρι, αφού εκείνη τη μέρα γιόρταζε κάποιος Άγιος Μεγάλη η Χάρη Του. Πάω προς τα πάνω, μου λέει η κυρία Πηνελόπη. Κι εγώ πάω ν' αγοράσω μισό κιλό χαλβά Φαρσάλων! Είμαστε τελικά για τα πανηγύρια, σχολίασε φεύγοντας πάντα με το γέλιο. Όπως και ολόκληρη αυτή η χώρα, ανταπόδωσα και χαθήκαμε.