«ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΣ; Πάψε να είσαι μικρός», υποστήριζε ένας Γερμανός φιλόσοφος και θυμήθηκα αυτό το ρητό εξ αφορμής της απόφασής του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά από τη Ν.Δ. Είναι αλήθεια ότι ο πρώην πρωθυπουργός ποτέ δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Συχνά έχει συμπεριφερθεί με μικροπρέπεια, μίσος, αγνωμοσύνη και πολιτικαντισμό.
Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που ο πρώην αρχηγός της Πολιτικής Άνοιξης ξεπερνά τα όρια. Ήταν το 1993 όταν είχε πάλι διαγραφεί και αποχωρήσει, μιλώντας τότε για το «ξεπούλημα της Μακεδονίας» από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Για τον Αντώνη Σαμαρά πάντα υπάρχει μια αφορμή. Όλα αυτά τα χρόνια πορεύεται με μια διαρκή ανησυχία, με ύφος διαμαρτυρόμενο και μια απύθμενη υπεροψία.
Εκπροσωπεί επάξια ένα μοντέλο πολιτικού επαρχιωτισμού με αμέτρητες οπισθοδρομικές ιδέες. Είναι κουραστικό να κραυγάζει σαν άλλος μακεδονομάχος, να καταφεύγει σε απλουστευτικά σχήματα και να εκφράζει μια άκρατη θρησκοληψία. Είναι ο πολιτικός που με έναν τραμπικό και ακροδεξιό λόγο διανθισμένο με στερεότυπα περί πατρίδας και ιδανικής οικογένειας καθώς και με μπόλικες σάλτσες περί ηθικής και συνείδησης, αποδεικνύει συνεχώς τι σημαίνει να είσαι ένα γερασμένο μυαλό.
Ίσως να μην έχει υπάρξει πιο αχάριστος πολιτικός από τον συγκεκριμένο. Και αυτό επειδή ήταν μέρος ενός πολιτικού κόμματος που τον έκανε βουλευτή, υπουργό Πολιτισμού και Εξωτερικών, ευρωβουλευτή, αρχηγό του και, φυσικά, πρωθυπουργό. Κι ήταν αυτός που έφερε τη Νέα Δημοκρατία στα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας της.
Η πολιτική του διαδρομή περιλαμβάνει πολλές εμμονές, κακεντρέχειες και δογματισμούς. Κάθε φορά που ο ίδιος αισθάνεται ότι του λείπει η πολυπόθητη καρέκλα απασφαλίζει δημοσίως με συνεντεύξεις – πυροτεχνήματα όπως έκανε και τώρα όπου μέσω του «Βήματος» ζήτησε την παραίτηση Γεραπετρίτη και πρότεινε τον Κ. Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναρωτιέμαι, όμως, από που προέρχεται όλο αυτό το φουσκωμένο «εγώ» του πρώην πρωθυπουργού; Θα έλεγε κανείς πως έχει ζηλέψει τη δόξα κάποιων εγχώριων celebrities οι οποίοι μιλούν επί παντός επιστητού. Σαν να θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του έναν influencer της πολιτικής.
Προφανώς και ήταν σωστή η σημερινή απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθυστέρησε κιόλας. Πόσες φορές να προσπεράσεις τον τοξικό του λόγο; Πόσες φορές να μην ενοχληθείς με τα υπερπατριωτικά τσιτάτα του; Πόσες φορές να μην απαντήσεις σε έναν πολιτικό που εκτοξεύει ομοφοβικές και μισαλλόδοξες απόψεις; Πόσες φορές να δικαιολογήσεις τον καιροσκοπισμό του και τη ρητορική του μίσους; Η αλλαγή στάσης του πρωθυπουργού ήταν ξεκάθαρη από τη στιγμή που αναφέρθηκε στους «υπερπατριώτες» και τους «πατριώτες της φακής».
Ένα σοβαρό κυβερνητικό κόμμα που σέβεται την πολιτική του ιστορία είναι ανοιχτό στην πολυφωνία αλλά αναμφίβολα χρειάζεται να πορεύεται με κάποιους αυτονόητους κανόνες πολιτικής συνύπαρξης. Είναι ξεκάθαρο ότι εποφθαλμιούσε την έξοδο του προκειμένου να συνεχίσει να συμπεριφέρεσαι ως μια παραπολιτική περσόνα, επενδύοντας σε κακοστημένες δημόσιες παρεμβάσεις. Φυσικά, έχει καταγράφει και παλαιότερα, το μόνο που καταφέρνει είναι να πέφτει στην ίδια του την παγίδα, ειδικά όταν ξεστομίζει τη λέξη «αλαζονεία».
Ίσως να μην έχει υπάρξει πιο αχάριστος πολιτικός από τον συγκεκριμένο. Και αυτό επειδή ήταν μέρος ενός πολιτικού κόμματος που τον έκανε βουλευτή, υπουργό Πολιτισμού και Εξωτερικών, ευρωβουλευτή, αρχηγό του και, φυσικά, πρωθυπουργό. Κι ήταν αυτός που έφερε τη Νέα Δημοκρατία στα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας της, που από το μνημονιακό δηλητήριο που εκτόξευε από το Ζάππειο έκανε στροφή 180 μοιρών, ψηφίζοντας το μεσοπρόθεσμο και το δεύτερο μνημόνιο.
Αυτός που με δική του απόφαση έριξε «μαύρο» στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, παραπέμποντας στις σκοταδιστικές εποχές της Επταετίας. Κι είναι εκείνος που στη σημερινή συνέντευξη του αναφέρεται σε χαριεντίσματα μεταξύ Ερντογάν, Ράμα, Χριστοδουλίδη, Φιντάν και του Έλληνα πρωθυπουργού στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Συνόδου όταν πριν λίγες μέρες συναγελάζονταν με τον Νίκο Παππά, ξεχνώντας φράσεις του όπως «θα σας πάω μέχρι τέλους».
Αυτή είναι η πολιτική του ιδιοσυγκρασία. Εδώ και πολλά χρόνια μένει πιστός στην εθνικιστική του συνέπεια και δεν διστάζει να στρέφει τους προβολείς πάνω του χρησιμοποιώντας ακραία φρασεολογία. Έχει κάθε δικαίωμα να πιστεύει ότι αποτελεί ένα μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο αλλά η πραγματικότητα τον έχει διαψεύσει. Κι είναι αστείο ενώ κυβέρνησε δύο χρόνια (έχουν καταγραφεί ως μια δυσάρεστη παρένθεση), να διαχέει στην κοινή γνώμη θλιβερές εξιστορήσεις με τα πεπραγμένα του, νομίζοντας ότι ο ελληνικός λαός έχει ξεχάσει την αποτυχημένη διαδρομή του.
Ο Μεσσήνιος πολιτικός θεωρεί ότι έχει παραγκωνιστεί πολιτικά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και διαδίδει ότι ελέγχει ένα κομμάτι της ΝΔ. Ουσιαστικά, επιλέγει πάλι να πλήξει την παράταξη, που αν και την έριξε το 1993, τον έσωσε από τον πολιτικό του αφανισμό. Μεγαλοστομίες και φληναφήματα δεν είναι η πρώτη φορά που εκστομίζει. Να θυμίσουμε κάποιες δηλώσεις του για να διακρίνουμε την πολιτική του αξιοπιστία; «Δεν θα επιστρέψω στη Ν.Δ. και αν ακόμη αλλάξουν οι πολιτικές συνθήκες, έστω και αν με καλέσουν για να γίνω ο «αρχηγός» της”, είχε πει κάποτε σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην Καθημερινή το 1993 και τον Αντώνη Καρακαγιάννη, ως αρχηγός τότε της Πολιτικής Άνοιξης.
Είναι κάτι περισσότερο από οφθαλμοφανές ότι ο πρώην πρωθυπουργός, μετά και τα αποτελέσματα των αμερικάνικων εκλογών, αναθάρρησε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφάσισε να σταθεί ξανά απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη ΝΔ, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ευρύτερο χώρο της νέας δεξιάς, κλείνοντας το μάτι και σε σταγονίδια που κινούνται στο πολιτικό φάσμα της ακροδεξιάς.
Ουσιαστικά, για λόγους αυτοπροβολής και καθαρής εκδίκησης να επιδιώξει τη δημιουργία μιας ξεχωριστής προσωπικής ταυτότητας λοξοκοιτώντας στο συντηρητικό τμήμα του πολιτικού σκηνικού. Όπως έλεγε όμως και ένας Γάλλος συγγραφέας «Οι πονηριές και οι προδοσίες οφείλονται αποκλειστικά σε έλλειψη ικανότητας». Και ο πρώην πρωθυπουργός μάς έχει συνηθίσει σε αυτήν την πολιτική τακτική αλλά καλό θα ήταν να θυμάται ότι η Ιστορία τον έχει ήδη κατατάξει στο club των αποτυχημένων αποστατών.