Ημερολόγια Κουζίνας

Ημερολόγια Κουζίνας Facebook Twitter
1


08.01 ΤΕΤΑΡΤΗ

To τεύχος άργησε να κλείσει, έχασα το αεροπλάνο, πήρα άλλη πτήση και επιβεβαίωσα τον μύθο που με θέλει να μικραίνω όλα μου τα ταξίδια στο νησί τουλάχιστον κατά 50%. Στο αεροπλάνο έκανα παρέα με την Ντόνα Ταρτ και το νέο της βιβλίο που περίμενα πολύ καιρό. Στη σελίδα 500 απογειωθήκαμε και είχα δώσει όρκο ότι μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων θα το τελείωνα. Αν και κατά βάθος το αγάπησα αυτό το μυθιστόρημα τόσο πολύ, χίλιες σελίδες ακόμα θα ήθελα να είχε, να με κράταγε μέχρι το τέλος του Φλεβάρη ή κάπου εκεί στις Αλκυονίδες. Έφτασα ένα ωραίο απόγευμα.

Σε όλη τη διαδρομή προς την πόλη μου με τον ημίτρελο χρυσαυγίτη –χωρίς να το ξέρει ακόμα– ταξιτζή είδα τα πιο μαγικά χρώματα του δειλινού. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είδακαι αστέρια. Η κουζίνα μύριζε φαγητό. Κεφτέδες είχα παραγγείλει, η μάνα μου γκρίνιαζε πως της χάλασα την οργάνωση και τώρα όλα είχαν παγώσει. Για μένα καθόλου. Πρώτη φορά, μετά από μήνες, που κάποιος άλλος μου μαγείρεψε. Έφαγα μόνος στην κουζίνα, με τη μάνα να με τσεκάρει ανά πεντάλεπτο. «Ευτυχώς αδύνατος, ευτυχώς μια χαρά μου ήρθες, όλα καλά, και το μούσι σού πάει, δεν σε γερνάει ή μήπως σε γερνάει;». Κοιμήθηκα από τις δέκα στο εφηβικό μου δωμάτιο, ένα δωδεκάωρο. Αυτά παθαίνεις όταν πέφτεις να κοιμηθείς κουρασμένος σε μικρές επαρχιακές πόλεις. Η βουή που σε ξυπνούσε δεν υπάρχει και κοιμάσαι περισσότερο. Για τις επόμενες τρεις μέρες έκανα το ίδιο πράγμα: καφές στο μπαλκόνι με τον ήλιο καταπρόσωπο, άλλον ήλιο όμως, όχι τον αθηναϊκό. Πολύ πιο γλυκό και καθαρό, πανέμορφο.

Άκουγα τα νέα της γειτονιάς, της οικογένειας, διάβαζα το βιβλίο μου κι έκοβα βόλτες στην πόλη. Ξέρεις, όταν λείπεις από έναν τόπο, μετά θες να τον ξανακάνεις δικό σου συνήθως. Ποτέ δεν γίνεται, βέβαια, δικός σου. Η δική μου μέθοδος είναι να περπατάω στην πόλη μου. Το λάθος μου είναι πως περπατάω συνήθως στα μέρη που ήξερα και απολάμβανα όσο ήμουν εκεί, τα οποία πια είτε έχουν αλλάξει, είτε έχουν παρακμάσει, και δεν σημαίνουν τίποτα σε κανέναν. Και νιώθεις όλο και πιο ξένος. Και δικαίως. Τα απογεύματα έτρεχα στον πεζόδρομο δίπλα στη θάλασσα. Άλλο πράγμα ο διάδρομος του γυμναστηρίου, άλλο το μπετόν. Προτιμώ το πρώτο, όσο ωραία θέα και να έχει το δεύτερο. Πάντως, ήταν ωραίο το τρέξιμο, που, σε συνδυασμό με την ανεβαστική μουσική που υποχρεωτικά ακούμε εμείς οι «αθλητές» όταν τρέχουμε, σε κάνει να μην παίρνεις και πολύ στα σοβαρά αυτά τα χρώματα του απογευματινού ουρανού που σου κόβουν τα γόνατα. Τα βράδια έβλεπα φίλους κι έτρωγα. Έφαγα τάπας (!) πολύ μέτρια σε ένα πολύ δήθεν, πανάκριβο μέρος, έφαγα εξαιρετικό

κρέας σε ένα εστιατόριο που δεν το πιάνει το μάτι σου. Πολύ πολύ σπουδαίο ψήσιμο και ποιότητα κρέατος και μια σαλάτα με ρίζες και αρωματικά που εδώ στην Αθήνα δύσκολα βρίσκεις. Κάπως δυσκολεύτηκα στο σέρβις, αλλά όλα τα άλλα καλά. Έφαγα επίσης όλα τα πατροπαράδοτα, σουβλάκια, σεφταλιές, χοιρινά κρασάτα και πλιγούρια, τραχανάδες και ψιλοκομμένες σαλάτες με δυόσμους και ντολμάδες με σέσκουλα, μέχρι και μπάμιες κοκκινιστές που δεν είναι η εποχή τους, αλλά επειδή μου αρέσουν κι εδώ στην Αθήνα δεν έχω συμμάχους, πάντα εκεί κάτω κάποιος φροντίζει και μου τα φτιάχνει. Έφαγα επίσης ε-π-ι-κ-α σε ένα γιαπωνέζικο στην άκρη της πόλης. Δεν είναι η πρώτη φορά που έφαγα εκεί, πάντα το παλεύω να πηγαίνω. Το φαγητό είναι απίστευτο.

Καυτεροί τόνοι και απαλά ρολά με κάβουρα και αγγούρι και γιγαντιαίες γαρίδες με παράξενες σάλτσες – ακόμα και το γλυκό, αυτή η σούπα με το γάλα καρύδας και τα lychees, ένα αριστούργημα. Οι φίλοι μου είναι μια χαρά. Είναι ένα πολύ παράξενο πράγμα να μεγαλώνεις και να έχεις επαφή με τους κολλητούς σου φίλους. Ο καθένας παίρνει τον δρόμο του. Με άλλων οι δρόμοι σας συναντιούνται πιο συχνά, με άλλων όχι. Λέω το κλισέ, μα απολύτως αληθινό: στα πολλά χρόνια αυτό που έχει σημασία είναι η αγάπη που έχεις και όχι η καθημερινότητα, διότι είναι το πιο σπάνιο. Γελάσαμε πάντως πολύ, κάναμε catch up, εγώ έλεγα τις συνήθεις ανοησίες και τα προβλήματά μου, αυτοί τα δικά τους, τα παιδιά τους, τα σπίτια τους, η κρίση, η ανεργία. Έκανα και δύο γλέντια: ένα σε ένα πολύ πολύ καλό κοκτέιλ μπαρ της πόλης, όπου για πρώτη φορά κάπως ψιλοκουνήθηκα στους ρυθμούς ενός ξένου τραγουδιού. Θυμάμαι ένα τσούρμο Άγγλους (bachelor’s night) να μπαίνουν στο μπαρ ντυμένοι με πουλόβερ με αγιοβασίληδες, ταράνδους και φωτάκια Χριστουγέννων. Τέλειοι! Πήγα και σε ένα λαϊβάδικο με ελληνική μουσική και θεατρικά νούμερα. Δάφνη, thanks for everything! Γύρισα τρεις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα και μπήκα αμέσως στην κουζίνα με μανία. Τα έκανα όλα και για ένα τριήμερο οργάνωσα, ψώνισα, έψησα, ζαχάρωσα, φούρνισα και στόλισα όσο δεν έκανα τις προηγούμενες τρεις μέρες. Φορτωμένος με κόκκινα λουλούδια ανέβαινα στο σπίτι, στη σκάλα έξω από την κουζίνα το δεύτερο ψυγείο μου.

Στις 26 ήρθαν οι φίλοι μου. Τα γνωστά, μαγουλάκια, ομορφιές, γλύκες, κόκκινα κρασιά και όμορφα λόγια. Και έντονες συζητήσεις. Και καλό φαΐ, νομίζω. Μετρημένο πια, χωρίς υπερβολές. Έφτιαξα και μπριός και ήταν τέλειο! Και σουδάκια – δύο μέρες τα φούρνιζα! Και το ψητό γουρουνάκι ένα λουκουμάκι, όλα καλά. Και μετά, αφού έφυγαν οι φίλοι και καθαρίστηκε το σπίτι, έπεσα σε έναν καναπέ και σηκώθηκα, νομίζω, χθες. Πάντως, την Ντόνα Ταρτ την τελείωσα και θέλω να σας ευχηθώ για τον καινούργιο χρόνο με λίγα από τα λόγια της Ντόνα παραφρασμένα – θα το πιάσετε, όμως, το μήνυμα: είναι πολύ εύκολο, όσο περνούν τα χρόνια, να μη βρίσκεις νόημα σε αυτό που κάνεις και αυτό που ζεις. Πολύ εύκολο να συμβεί αυτό. Κάνε ό,τι θες, αλλά προτιμότερο είναι να κάνεις κάτι παρά τίποτα.

Και να ζεις όσο πιο ελεύθερα μπορείς. Καλή χρονιά, παίδες! Σας φιλώ!

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια