ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΙΚΑ ΒΑΓΙΑΝΗ
Ο έσχατος των εξευτελισμών. Ό,τι χειρότερο μπορεί να σου λάχει, ο πάτος του πηγαδιού, ο βόθρος της αγάπης. Αντιπαθώ την καψούρα. Δεν έχει καμιά θέση στη ζωή, στη σκέψη μου, στον χαρακτήρα μου γενικώς. Μου κάνει απίστευτα λαϊκούρα, μπανάλ και ξεράσογλου.
Το πρόβλημα είναι ότι η καψούρα αδιαφορεί παγερά για το τι σκέφτομαι γι' αυτήν. Έρχεται και μου κατσικώνεται εντελώς απρόσκλητη, στη εντελώς λάθος ώρα, και εννοείται, με τον εντελώς λάθος άνθρωπο. Άσε που χτυπάει και κάτι αρμένικες βίζιτες: άπαξ και εγκατασταθεί, δεν ξεκουμπίζεται, δεν παίρνει από λόγια, ούτε από υπονοούμενα γενικώς, δεν παίρνει τίποτα, ούτε -φυσικά- γιατρειά.
Όλα είναι θέμα παιδείας. H Αγωγή του Καψούρη θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία μας από την πρώτη νηπίου. Είναι το μόνο άθλημα στο οποίο επιδίδονται οι Έλληνες με πάθος και συνέπεια, η μόνη πραγματική μας βαριά βιομηχανία. Ακόμα κι εγώ, που δεν με λες και γάτα στα γκομενικά, θα μπορούσα να διδάξω Ανωτάτη Καψουρική σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο του εξωτερικού, στο Χάρβαρντ, ας πούμε.
Ακόμα θυμάμαι ένα βράδυ που βομβάρδιζε ο Κλίντον τη Σερβία. Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η Μάρθα, που τραβιόταν τέρμα γκάζια μ' έναν γκόμενο και πήρε να μου κλαφτεί για κάτι τρομερό (της είχε πει καληνύχτα μ' ένα παράξενο ύφος και τι νόμιζα εγώ γι' αυτό;). «Ρε μαλάκα, γίνεται πόλεμος», πήγα να τη συνεφέρω. «Στ' αρχίδια μου ο πόλεμος. Μ' εμένα πες τι θα γίνει!». Αυτή είναι η καψούρα. Σκοτώνει την Αμανπούρ που έχεις μέσα σου και ξυπνάει την επίδειξη τάπερ.
Μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκα και ζω εδώ που ζω. Στη χώρα η οποία γέννησε το Νεύμα που κατέβασε τη Δήμητρα από το αεροπλάνο του Χέρφιλντ. Στη χώρα της Μεγάλης Πίστας, όπου τα παιδιά, από επτά χρόνων, ξέρουν απ' έξω τον στίχο «σίγουρα θα πάμε, μια που φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή». Κι όχι μόνο τον ξέρουν, αλλά τον εννοούν!
Θα πέσεις στα μωσαϊκά και θα παρακαλάς...
Άκουσα για πρώτη φορά αυτό το τραγούδι -το 'λεγε η αξέχαστη Μοσχολιού- λίγο πριν κλείσω τα είκοσι. Είχα ήδη ερωτευτεί πολλές φορές, ως κοπέλα, έφηβη κι ονειροπόλα, αλλά αυτό το ζήτημα με την καψούρα ούτε καν με είχε απασχολήσει. Θα ήταν μάλλον κάτι που πάθαιναν οι άνθρωποι που είχαν σπίτι τους μωσαϊκά, υπέθετα αφελώς, κάποια παρενέργεια της μαρμαρίνης. Εμείς είχαμε παρκέ και μια Μπουχάρα στο σαλόνι. Προφανώς δεν κινδύνευα.
Μια μέρα, εκεί που είχα εντελώς αλλού το μυαλό μου, άνοιξε η πόρτα του γραφείου και χύθηκαν πάνω στη ζωή μου η Κατρίνα, το Τσερνομπίλ, ο Πρώτος, ο Δεύτερος (και πιθανόν ο Τρίτος) Παγκόσμιος Πόλεμος, το Κρακατόα και τοΠινατούμπο, μαζί με την Αποκάλυψη του Ιωάννου και με λεζάντα-μπαλετάκι όλα τα μαύρα σκυλιά της Κόλασης που ορμούσαν επάνω μου για να μου κόψουν από ένα κομμάτι. Τόσο αθόρυβα και διακριτικά μπήκε στη ζωή μου η καψούρα. Ακόμα θυμάμαι ότι η τελευταία μου σκέψη πριν πεθάνω (γιατί, βεβαίως, η καψούρα είναι θάνατος μέσα στη ζωή) ήταν «την πουτσίσαμε».
Το πάτωμα στο οποίο έπεσα κατευθείαν με υποδέχτηκε μ' ένα σαρδόνιο γέλιο. «Χο-χο-χο, είμαι το μωσαϊκό. Μπορεί να μη με γνώριζες, αλλά τώρα θα γίνω ο καλύτερός σου φίλος. Σαν στο σπίτι σου!».
Τον πρώτο καιρό πετούσα στα σύννεφα από τη δυστυχία μου, κυρίως γιατί νόμιζα, ηλιθίως, ότι μόνο η δική μου ψυχή ήταν τόσο μεγαλειώδης και ανθεκτική ώστε να χωρέσει αυτήν τη συναισθηματική κοσμογονία. Κολοκύθια στο πάτερο, βεβαίως. Καθώς καταδυόμουν στον όγδοο Κύκλο της Κολάσεως (ο Δάντης δεν έφτασε ποτέ πέρα από τον έβδομο, αλλά ο Δάντης δεν άκουσε ποτέ το «Αν ήξερες πόσο σε θέλω απόψε» με τον Τόλη σε κατάσταση κόκκαλου), καθώς λοιπόν παραπατούσα ζαλισμένη στο Πυρ το Εξώτερον, ανακάλυψα ότι κάθε άλλο παρά μόνη ήμουν εκεί. Η καψούρα -κι αυτό είναι που δεν μπορώ να της συγχωρήσω- σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι κάτι το μοναδικό, που αποκαλύφθηκε σε όλη του τη βιαιότητα μόνο σ' εσένα.
Στην πραγματικότητα είναι μια απίστευτη μπαναλιτέ: όλοι καψουρεύονται. Δεν είσαι τίποτα ξεχωριστό. Σκάσε και σούρσου. Τουλάχιστον, εκμεταλλεύσου την ευκαιρία να γνωρίσεις κόσμο. Αυτό και έπραξα - οι μεγαλύτερες και μέχρι σήμερα πιο ανθεκτικές φιλίες μου χτίστηκαν πάνω στους ώμους ανθρώπων που με έχουν δει (Θε μου σχώρα με) να βγάζω αφρούς από το στόμα. Και όχι μόνο δεν τρόμαξαν, όχι μόνο δεν με κορόιδεψαν, αλλά μου μαγείρεψαν φακές ή κοκ-ω-βέν και με άφησαν να ζήσω στο χαλάκι της πόρτας τους για μερικά χρόνια.
Καλωσορίσατε στην Ξεφτιλούπολη
Δεν με πειράζει τόσο να χάνω την αξιοπρέπειά μου, τη δουλειά μου, την αίσθηση του μέτρου ή τον μπούσουλα, γενικώς. Αυτό που με πειράζει πιο πολύ είναι ότι χάνω το χιούμορ μου. Όταν η καψούρα μπουκάρει από την πόρτα, το χιούμορ αυτοκτονεί πέφτοντας από το φωταγωγό. Όλα είναι σοβαρά και τραγικά. Όλα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Όλα σε σχέση με το «θέμα σου», φυσικά, γιατί ο καψούρης, σαν κανονικό πρεζάκι, δεν έχει και πολύ χρόνο για να ασχοληθεί με τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Ακόμα θυμάμαι ένα βράδυ που βομβάρδιζε ο Κλίντον τη Σερβία. Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η Μάρθα, που τραβιόταν τέρμα γκάζια μ' έναν γκόμενο και πήρε να μου κλαφτεί για κάτι τρομερό (της είχε πει καληνύχτα μ' ένα παράξενο ύφος και τι νόμιζα εγώ γι' αυτό;). «Ρε μαλάκα, γίνεται πόλεμος», πήγα να τη συνεφέρω. «Στ' αρχίδια μου ο πόλεμος. Μ' εμένα πες τι θα γίνει!». Αυτή είναι η καψούρα. Σκοτώνει την Αμανπούρ που έχεις μέσα σου και ξυπνάει την επίδειξη τάπερ.
Ξέρεις ότι αρχίζει να σου περνάει όταν αρχίζεις και γελάς. Κοιτάς γύρω σου και συνειδητοποιείς ότι έχεις γίνει μόνιμος κάτοικος στην Ξεφτιλούπολη. Αρχίζεις να χαχανίζεις, με το χάλι σου, πρωτίστως. Είναι θέμα χρόνου να δεις και το χάλι του άλλου. Πόσου χρόνου;
Αδιευκρίνιστο. Το ζήτημα είναι ότι έχεις ήδη πάρει τον δρόμο για τη χώρα τωνΚανονικών Ανθρώπων, έστω κι αν δεν το ξέρεις ακόμα. Δεν ξέρω πότε ακριβώς περνάει η καψούρα, αλλά ξέρω ακριβώς πότε έχει εντελώς εξαφανιστεί ο ιός της από το αίμα: είναι η στιγμή που αρχίζεις να τη θυμάσαι με νοσταλγία.
Μετα-τραυματικές διαταραχές: Ι see dead people
Έρχεται μια μέρα, απίστευτο κι όμως αληθινό, που μπορείς να ακούσεις το «Back to black» στο ραδιόφωνο και να μη ρίξεις το αμάξι πάνω στον πρώτο στύλο της ΔΕΗ που θα βρεθεί μπροστά σου. Έρχεται μια νύχτα που την κοιμάσαι ολόκληρη κανoνικά. Και μετά η επόμενη. Και πολλές επόμενες νύχτες και μέρες, που το πρώτο σου μέλημα δεν είναι να αποφύγεις την τρέλα ή το φονικό, αλλά να πληρώσεις τον λογαριασμό της κάρτας ή να γραφτείς εγκαίρως στο μάθημα, ή κάτι τέτοιο, αληθινό και απολύτως πεζό και αντικαψουρικό. Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος (ποτέ δεν είσαι μετά την καψούρα). Αλλά έχεις γίνει «καλά». Συγχαρητήρια. Καθαρός πια.
Τότε, τι είναι αυτός ο διάολος μέσα σου που σε κάνει να σκέφτεσαι με τρυφερότητα εκείνα τα γλιστερά βάραθρα; Έχει ποτέ κανένα θύμα σεισμού νοσταλγήσει τη στιγμή που βρέθηκε αποκλεισμένο κάτω από τόνους ερειπίων; Έχει ποτέ κανένας μετανιώσει που τον έβγαλαν από τα συντρίμμια του τροχαίου; Όταν είσαι μέσα στην καψούρα και νιώθεις όλα σου τα κόκκαλα να αλέθονται γλυκά στη μηχανή του κιμά, κάνεις τάματα να ξεφύγεις και δεν σ' ακούει κανείς να σε λυπηθεί, να σου δείξει τον δρόμο για την έξοδο. Κι όταν συνέρχεσαι, φαντάζει σαν μια χώρα μακρινή και μυστήρια, που τη γνώρισες παλιά, και πάντα θέλεις να ξαναπάς για να δεις πώς είναι. Αλλά κανείς δεν σου δείχνει πώς να γυρίσεις. Αυτή η αντίφαση με ξεπερνάει.
Υποθέτω ότι όλο το θέμα παίζει πάνω στο αντίθετό του. Την ιερότητα και τη φτήνια, τον Σατανά και τον Θεό, τη Μήδεια και την Κατερίνα Στανίση. Μια πρόβα θανάτου, αυτό είναι η καψούρα. Συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, είναι τρομερή και γελοία ταυτοχρόνως, και ο καθένας την κουλαντρίζει όπως μπορεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ως φαινόμενο είναι απείρως πιο ενδιαφέρουσα από τον Βαλεντίνο τον Καληνυχτάκια. Χίλιες φορές να παραστώ στην Αφή της Ιερής Καψουρικής Φλόγας, με αιώνια πρωθιέρεια την Άννα Βίσση και Ύμνο το «Μαύρα γυαλιά φοράω - πριν με πατήσει το λεωφορείο - και με βρουν με το γκάζι ανοιχτό - την ώρα - που - σπάω - πράγματα».
Είπαμε, είναι το εθνικό μας σπορ: Let the games begin...
σχόλια