Η Βάγια Κάλφα λατρεύει την ησυχία της Αλεξανδρούπολης. Περισσότερο, όμως, λατρεύει να γράφει. Από μικρή, άλλωστε, την τραβούσαν τα στυλό και τα λευκά τετράδια. Εκεί έγραψε τα πρώτα της ποιήματα, εκεί μοιράστηκε στίχους με φίλους, από εκεί ταξίδεψε ως την πρωτεύουσα. Τα «Απλά Πράγματα» (Γαβριηλίδης, 2012), με τα οποία πρωτοσυστήθηκε στο κοινό, απέσπασαν το Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη από την Εταιρεία Συγγραφέων και το Βραβείο Γ. Αθάνα από την Ακαδημία Αθηνών. Δεν υπήρχε καλύτερη αφορμή για να μας αφηγηθεί την ιστορία της.
Μίλησέ μας λίγο για τη διάκριση στην Ακαδημία Αθηνών.
Ένας πολύ καλός φίλος και ποιητής, ο Αλέξης ο Μάινας, όταν πήρε στα χέρια του το βιβλίο, τα "Απλά Πράγματα" πίστεψε σε αυτό και μου πρότεινε να το στείλω σε ποιητές και κριτικούς, όπως επίσης και σε διαγωνισμούς. Δεν είχα ιδέα για τις διαδικασίες και με κατατόπισε σχετικά με τα βραβεία, τις προθεσμίες κι όλα αυτά. Το έστειλα λοιπόν και κάπως έτσι ξεκίνησε. Σε αυτό το σημείο θέλω να πω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχεις κάποιον να σου δείξει το δρόμο. Όταν ξεκινάς και, κυρίως, όταν είσαι μακριά από το κέντρο, όλα αυτά σου μοιάζουν μεγεθυμένα και απρόσιτα- δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Είμαι πολύ τυχερή και αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί βρήκα ανθρώπους μέσα από το βιβλίο.
Πότε και πώς ενημερώθηκες για τη βράβευσή σου;
Την πρώτη φορά το βραβείο ήρθε σε μία πολύ δύσκολη στιγμή. Ενημερώθηκα κάπως αστεία, από σπόντα. Ήταν Κυριακή μεσημέρι, είχα μπει στο facebook και είδα αρκετά μηνύματα στο "inbox" όπου μου έδιναν συγχαρητήρια. Το"Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη" θεσπίστηκε πέρσυ πρώτη φορά, οπότε δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα μου έδιναν συγχαρητήρια, μέχρι που κάποιος μού έστειλε το μήνυμα που είχε αναρτήσει η κυρία Χριστοδούλου στον "τοίχο" της στο οποίο μιλούσε γι αυτό. Τη δεύτερη φορά μού τηλεφώνησαν στη δουλειά. Δούλευα σε βιβλιοπωλείο εκείνο το εξάμηνο. Από τη μία πλευρά μου έλεγαν για το βραβείο και από την άλλη έμπαινε κόσμος, μία ουρά φοιτητές που ερχόταν για τα συγγράμματα της σχολής τους, σπρώχνοντας και φωνάζοντας- ήταν πολύ περίεργο, από τη μία η μεγάλη χαρά κι από την άλλη να πρέπει να συναρμολογηθώ στη στιγμή και να εξυπηρετήσω τον κόσμο. Και οι δύο φορές μου άφησαν μία πολύ γλυκιά γεύση και χαίρομαι πολύ που δεν ενημερώθηκα με ορθόδοξο τρόπο.
Περιέγραψέ μας τα συναισθήματά σου όταν πήρες την τιμητική διάκριση.
Συγκινήθηκα με τους δικούς μου που το έζησαν αυτό. Για μένα ήταν ανάμεικτα μέσα μου. Ήταν μεγάλη χαρά και τιμή και αμηχανία. Ένιωθα και κάποια ενοχή και κάτι αντιδραστικό σαν φόβο μήπως χάσω κάτι δικό μου σε όλο αυτό που φυσικά με ξεπερνούσε. Πάνω από αυτά, όμως, ήταν η ευγνωμοσύνη για την εμπιστοσύνη που εισέπραξα από σημαντικούς ποιητές. Κακά τα ψέματα, η λήθη πληγώνει και τα βραβεία ίσως να μην σου εγγυώνται μνήμη, δεν παύουν όμως να είναι ένα χέρι στον ώμο την στιγμή που εκτίθεσαι. Εύχομαι και η δική μου γενιά να αποδειχτεί γενναιόδωρη με τους επόμενους.
Μπορεί να συντηρηθεί κάποιος από την ποίηση στην Ελλάδα;
Νομίζω πως την απάντηση την γνωρίζουμε ήδη. Αν μιλάμε βιοποριστικά, σαφέστατα όχι.
Σε ποιον δίνεις να διαβάσει πρώτος τα ποιήματά σου, εμπιστευόμενη το γούστο του και την κρίση του;
Αφού ολοκληρώσω τη συλλογή και έχω κάνει πρώτα την επιμέλεια, δίνω να τη δουν ένα δύο άτομα που εμπιστεύομαι. Είναι ποιητές, με ήθος και παιδεία που σέβομαι και, το κυριότερο, δεν προσπαθούν να προσαρμόσουν τη γραφή μου στην αισθητική τους. Με ενδιαφέρει κυρίως αυτό που θα μου πουν για τα αμφίβολα ποιήματα. Αν κάποιο ποίημα, ωστόσο, το θεωρήσουν αδύναμο κι εγώ το πιστεύω, θα το εντάξω στη συλλογή, με το ρίσκο εκ των υστέρων να αισθανθώ πως είχαν δίκιο. Νομίζω ότι και το κάπως πιο αδύναμο είναι μέρος της σύνθεσης- ελευθερία τελικά. Όπως πολύ ωραία είχε πει κι ένας νέος ποιητής, υπάρχουν και πλωτά ποιήματα, αυτά που ξεκουράζεσαι για λίγο και μετά συνεχίζεις το κολύμπι.
Ποια ήταν η πρώτη επαφή με τον κόσμο της ποίησης; Ποια ήταν τα παιδικά σου ερεθίσματα;
Από μικρή με τραβούσαν τα στυλό και τα λευκά τετράδια. Με μάγευαν οι λέξεις, ένιωθα ελεύθερη στην έκθεση (είχα την τύχη να έχω ένα δυνατό δάσκαλο στο σχολείο που δε μας περιόριζε σε αυτά που έπρεπε να ειπωθούν), αλλά μου έλειπε η πυκνότητα των μαθηματικών λύσεων. Θυμάμαι αυτή την αίσθηση έντονα, όμως δεν ήταν κάτι που είχε μορφή όλο αυτό. Έγραφα και κάτι σαν ημερολόγιο που στην πορεία το έβλεπα αργό και πρόσθετα κάποια μυθοπλαστικά στοιχεία, αλλά στο τέλος το βαριόμουν. Με τραβούσε και η ζωγραφική τότε και το παιχνίδι στη γειτονιά. Ξεκίνησα να διαβάζω και να γράφω αργά, όταν ήμουν φοιτήτρια. Είχα ένα πρόβλημα υγείας που με ταλαιπωρούσε εκείνο το διάστημα και έπρεπε να μείνω μέσα. Έτσι ξεκίνησα και στην πορεία με ρούφηξε η ποίηση.
Διαβάζει ο κόσμος ποίηση σε καιρό κρίσης;
Νομίζω πως σε καιρούς κρίσης είναι που έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποίηση (και την τέχνη γενικότερα). Ας θυμηθούμε τι ποίηση γράφτηκε από την πρώτη μεταπολεμική γενιά και πώς επιστρέφουμε σε αυτήν σήμερα. Ο Λειβαδίτης, για να πω ένα γρήγορο παράδειγμα, διαβάζεται πολύ από το 2008 και μετά. Δεν είναι τυχαίο. Έχουμε ανάγκη να διαβάζουμε αυτά που μας συμβαίνουν, τους δίνουμε μορφή με αυτό τον τρόπο. Ειδικά όταν νιώθουμε ότι μας ξεπερνούν και μας χτυπά το παράλογο, η ποίηση μας βοηθά να πιάνουμε τα πράγματα και να τα καταλαβαίνουμε κάπως καλύτερα, χάρη σε εκείνη νιώθουμε λιγότερο εξωπραγματικοί. Η ποίηση ήταν και είναι παρηγοριά για τον αναγνώστη, εκείνος δεν αισθάνεται ενοχή να καταφύγει σε αυτή. Αν κάπου υπάρχει ένας ενδοιασμός ως προς την ποίηση σε περιόδους κρίσης έχω την αίσθηση πως είναι από την πλευρά κυρίως του ποιητή και λιγότερο του αναγνώστη. Αυτός που γράφει μπορεί να αισθανθεί ότι υποκρίνεται, ασφαλής πίσω από το χαρτί του τη στιγμή που κάπου χύνεται αίμα. Ό,τι και να πεις, όσο και να σε καίει, το αίμα σταματάει στο χαρτί ή εφευρίσκεται εκεί, πρακτικά δεν σε πιτσιλάει. Από την άλλη πλευρά, ο καθένας έχει τα όπλα του για να αντισταθεί. Στον μικρόκοσμό του, ναι, αλλά από ελάχιστες μετατοπίσεις σε πολλούς μικρόκοσμους κινείται ο κόσμος.
Σε απογοητεύουν τα νούμερα που δείχνουν ότι ο Έλληνας εγκαταλείπει το βιβλίο χρόνο με τον χρόνο;
Οι στατιστικές είναι συνήθως ζοφερές. Οι καταστροφές ήταν ανέκαθεν φανταχτερές και, ας μην το κρύβουμε, έναν εθισμό σε αυτές τον έχουμε (ποντάρω την απεξάρτησή μας στις υπερβολικές δόσεις που μας δίνουν την τελευταία κυρίως τετραετία). Τα νούμερα που λες, όμως, λαμβάνουν υπόψη τους την εποχή και την κρίση; Όσους δανείζονται βιβλία από φίλους ή δημοτικές βιβλιοθήκες; Όσους κατεβάζουν ένα βιβλίο από το διαδίκτυο ή παρακολουθούν λογοτεχνικά ιστολόγια; Επειδή αλλάζει η πρόσβασή μας σε αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι το βιβλίο εγκαταλείπεται. Κι έπειτα άλλο πράγμα το περιεχόμενο (και η ίδια η ανάγνωση) και άλλο το μέσο. Μας πονάει, αν πούμε ότι όντως μας πονάει, ότι εγκαταλείπεται το βιβλίο ή η ανάγνωση; Το ότι χρειάζομαι το χαρτί για να θεωρήσω κάτι βιβλίο, για παράδειγμα, το βλέπω ως δικό μου κόλλημα που εντάξει μπορεί να το έχει η πλειονότητα αυτή τη στιγμή στη χώρα, αλλά στο μέλλον; Όμως ακόμα και να συμβαίνει αυτό που λένε τα νούμερα, δεν το βρίσκω απαραίτητα αρνητικό. Το βιβλίο είναι ελευθερία και το να υπονοείς απογοήτευση γι αυτόν που δεν το έχει ανάγκη είναι ίδιο με το να δυσανασχετείς με τον συγγραφέα που δεν έχει ιδέα από μπάλα. Είναι κανονιστικό, καταπιεστικό κι αλαζονικό όσο καλές προθέσεις κι αν έχεις. Δε χρειαζόμαστε δέκα εκατομμύρια ποιητές, φιλοσόφους ή κοινωνιολόγους στη χώρα, αλλά δέκα εκατομμύρια ανθρώπους που να ακολουθούν την κλίση τους και να θέλουν να προσφέρουν.
Ποιο ποίημα ταιριάζει περισσότερο από ποτέ στη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας;
Ας αφήσουμε τους σημερινούς ποιητές να γράψουν για τη σημερινή κατάσταση. Αν δεν τα καταφέρουν, υπάρχουν πάντα οι κλασικοί.
Τι περιλαμβάνει ένα τυπικό 24ωρο σου;
Αν μιλάμε για Τετάρτη, το βράδυ περιλαμβάνει τσίπουρο ή οινόμελο, σε ένα πολύ ιδιαίτερο φοιτητικό καφενείο της πόλης που έχει γίνει πια στέκι. Τα υπόλοιπα βράδια εξαρτώνται από τη διάθεση και την παρέα. Μου αρέσουν πολύ οι βόλτες με το αυτοκίνητο, τα φώτα της πόλης, οι δρόμοι που αδειάζουν. Κατά τ' άλλα, μέσα στη μέρα έχω κάποιες ώρες για διάβασμα και γράψιμο, για ψάξιμο στο ίντερνετ, μουσική, και για συζήτηση με φίλους που μένουν τώρα μακριά και δεν μπορούμε να βρεθούμε.
Πώς είναι η ζωή μίας 30χρονης στην Αλεξανδρούπολη;
Στην Αλεξανδρούπολη οι ρυθμοί είναι αργοί, όταν θέλεις ησυχία είναι σχεδόν ιδανικά. Στα πολύ θετικά είναι και η ασφάλεια που νιώθεις να επιστρέψεις μόνη σου στο σπίτι νύχτα- νομίζω ότι είναι πολυτέλεια στις μέρες μας. Αυτά είναι τα καλά της επαρχίας, από την άλλη πλευρά σίγουρα λείπουν οι προοπτικές, κάτι που γίνεται περισσότερο φανερό όσο ανεβαίνεις βόρεια ή πας Σαμοθράκη. Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρα για την εγκατάλειψη που βιώνουν εκεί. Για να γυρίσω στην Αλεξανδρούπολη, σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν πράγματα: το Εθνολογικό Μουσείο της πόλης είναι κάτι παραπάνω από παρόν, δύο τρία βιβλιοπωλεία αναλαμβάνουν βιβλιοπαρουσιάσεις, έχουμε και την Κινηματογραφική Λέσχη που, ειδικά το χειμώνα, τη χρειαζόμαστε πολύ. Ωστόσο, σαφέστατα λείπει αυτό που θεωρείται δεδομένο στο κέντρο. Να σκεφτείς ότι η γκαλερί της πόλης είχε φέρει το καλοκαίρι του 2012 έκθεση χαρακτικής με έργα των Πικάσο, Νταλί, Καντίνσκι, Βελίκοβιτς και άλλων και το συζητάμε ακόμη. Στην Αθήνα δε συμβαίνει αυτό. Συχνά ζηλεύω εκθέσεις τις οποίες δεν μπορώ να δω, θεατρικές παραστάσεις που δεν μπορώ να παρακολουθήσω, λείπει ακόμα η μουσική, η ξένη κουζίνα. Αν λείπουν τα ερεθίσματα από νωρίς, μετά σε παίρνει μπάλα και θεωρείς φυσιολογικό αυτό που ζεις, παύεις να ζητάς και να ενίστασαι.
Tα μελλοντικά σου σχέδια;
Αυτή τη στιγμή προσπαθώ να ανασυγκροτηθώ. Με έχει στραγγίσει η δεύτερη συλλογή, «Ληθόστρωτο», οπότε χρειάζομαι κάποιο χρόνο για να φορτίσω τις μπαταρίες μου. Έξω από την ποίηση, θέλω να προχωρήσω σε ένα διδακτορικό που να συνδυάζει φιλοσοφία και λογοτεχνία, αλλά αυτό σε πολύ γενικές γραμμές. Χρειάζεται διάβασμα και εστίαση.
σχόλια