To έγκλημα της Φούλας και της Κάστρου στου Χαροκόπου το 1931, δεν ήταν ένα συνηθισμένο έγκλημα. Είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που τελικά το έκαναν τραγούδι, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Η ομορφιά της Φούλας, (της κόρης), το πάθος και η αγριότητα της μάνας (της Τέμις Κάστρου) και ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του θύματος (του Αθανασόπουλου), συνθέτουν μια τραγωδία χωρίς προηγούμενο που σημάδεψε την προπολεμική Ελλάδα. Οι πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν πια. Το τραγούδι έπαψε να ακούγεται. Όμως ακόμα και σήμερα, η δολοφονία και ο τεμαχισμός του πτώματος του εργολάβου της εποχής από την σύζυγο, την πεθερά, την υπηρέτρια και τον ανηψιό της πεθεράς, θεωρείται ως ένα έγκλημα με μυθιστορηματική ιστορία. Τότε, και για πολλά χρόνια, μέχρι να έρθουν άλλες ακόμα και πιο ανατριχιαστικές ιστορίες στο φως, το θεωρούσαν «έγκλημα του αιώνα».
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν έγινε η περίφημη δίκη, υπήρχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον των Αθηναίων να παρακολουθήσουν τη διαδικασία, που έφταναν στο Κακουργιοδικείο για να πιάσουν θέση, εφοδιασμένοι με μπιλιετάκια βουλευτών, που τα χρησιμοποιούσαν για να πάρουν σειρά προτεραιότητας. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι οι γυναίκες, μάνα και κόρη αποφυλακίστηκαν το 1941, στην διάρκεια της Κατοχής όταν η κυβέρνηση Τσολάκογλου υπέγραψε διάταγμα «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος». Κανείς δεν ασχολήθηκε τότε. Η πείνα, η κατοχή οι θάνατοι και η σκλαβιά, τα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής αποσπούσαν την προσοχή από ένα έγκλημα και τους θύτες. Ο Μοσκιός είχε ήδη πεθάνει στη φυλακή, η Κάστρου πέθανε το 1956, η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου έκανε οικογένεια και η Φούλα, η οποία όταν βγήκε από τη φυλακή ήταν μόνο 33 ετών, παντρεύτηκε και μάλιστα έγινε υποδειγματική σύζυγος. Στο βιβλίο «Το έγκλημα στου Χαροκόπου», το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγκυρα, ο Τάσος Κοντογιαννίδης περιγράφει μυθιστορηματικά όχι μόνο το χρονικό του εγκλήματος αλλά και την ιστορία των γυναικών πρωταγωνιστριών του δράματος και την εξαιρετικά πολύπλοκη σχέση τους.
H Άρτεμις (Τέμις) Κάστρου μια γυναίκα πανέξυπνη, με έντονη προσωπικότητα, απελευθερωμένη, άλλαζε τους εραστές σαν πουκάμισα. Χωρισμένη από τον Παναγιώτη Κάστρου και χωρίς χρήματα φτάνει με την κόρη της Φούλα στην Αθήνα. Το κορίτσι έχει υπέροχο πρόσωπο και γαλάζια μάτια, σαγηνεύει τους άντρες, ένας διαρκής πειρασμός. Φτάνουν από την Κεφαλονιά στην Αθήνα και μένουν σε ξενοδοχείο αρχικά και στη συνέχεια σε ένα σπίτι για το οποίο φροντίζει ένας εραστής της Κάστρου, ένας ανύπαντρος συνταγματάρχης. Ο συνταγματάρχης στέλνει κάθε μέρα ψώνια και λουλούδια στις δυο γυναίκες. Ο λοχίας που τα μεταφέρει είναι ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, ο οποίος ερωτεύεται τη Φούλα. Έτσι αρχίζει η μοιραία τους σχέση. Ο Αθανασόπουλος είναι 25 ετών και η Φούλα 12. Την αγαπά αληθινά και παράφορα.
Ο πατέρας της Φούλας είχε μεταναστεύσει στον Καναδά. Πιάστηκε καλά όπως έλεγαν εκείνη την εποχή, και απαντά στις γεμάτες απόγνωση επιστολές της πρώην γυναίκας του και αρχίζει να στέλνει χρήματα. Η Άρτεμις εγκαταλείπει τον συνταγματάρχη, γράφει τη Φούλα στο Αρσάκειο και οι γυναίκες αρχίζουν και ζουν μια ζωή με λούσα και χρήματα. Όταν η Φούλα γίνεται 16 συνεχίζει να βλέπει κρυφά τον Αθανασόπουλο, ενώ η μητέρα της επιμένει να τον αφήσει. Μάνα και κόρη αναπτύσσουν μια ανταγωνιστική σχέση γύρω από το πρόσωπο του Αθανασόπουλου. Στην αφήγηση που έχει στο βιβλίο του ο Τάσος Κοντογιαννίδης περιγράφει και μια σκηνή στην οποία η Φούλα βρίσκει τον Αθανασόπουλο στην κρεβατοκάμαρα της μητέρας της. Το ζευγάρι χωρίζει. Θα ξανασυναντηθούν μετά από λίγο καιρό, θα αρχίσουν να βγαίνουν ξανά, θα παντρευτούν κρυφά και θα ξεκινήσουν στην ουσία μια καινούργια ζωή που δεν είναι καινούργια. Είναι μια ζωή εξαρχής επιβαρυμένη. Η Φούλα εξαρτημένη από την Κάστρου, δε μπορεί να χωρίσει από την μητέρα της, η οποία ζει μαζί τους στο ίδιο σπίτι. Κάστρου και Αθανασόπουλος μισούνται. Το εκδηλώνουν με κάθε τρόπο. Το σπίτι τους δεν είναι ποτέ ήρεμο.
Ο Αθανασόπουλος γίνεται εργολάβος πιάνει χρήματα, παρέες, κάνει τρία παιδιά με τη Φούλα, αλλά αρχίζει να νυχτοπερπατάει. Κάποια στιγμή αρχίζει να μην επιστρέφει και στο σπίτι. Στην δίκη που έγινε κανένας μάρτυρας από την υπεράσπιση ή την πολιτική αγωγή δεν τον θεώρησε ενάρετο οικογενειάρχη. Για την Κάστρου είναι η μεγάλη ευκαιρία να απαλλαγεί από αυτόν και στήνει μια μηχανή μαστροπείας. Η Φούλα έχει πέραση, η ομορφιά της είναι έκπαγλος και τα χρήματα πολλά. Προσλαμβάνει ως οικιακή βοηθό τη Γιαννούλα Μπέλλου, πρόσωπο μοιραίο και αυτή, η οποία θα παίξει ρόλο στο μελλοντικό έγκλημα. Ο Αθανασόπουλος ζει έκλυτη ζωή, βγαίνει με άλλες γυναίκες, κολλάει αφροδίσια, αλλά επισκέπτεται το σπίτι στην Χαροκόπου, άλλοτε για να κοιμηθεί, άλλοτε για να δει τα παιδιά του. Δεν καταφέρνει ποτέ να πάρει τη Φούλα και να απομακρυνθούν από την Κάστρου. Η Κάστρου του είχε δανείσει χρήματα για τις επενδύσεις του. Κάθε φορά που αντιλαμβανόταν ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, στήνει παγίδες και καβγάδες στο ζευγάρι, σπέρνει τη διχόνοια μεταξύ τους. Μέσα στους καβγάδες που ξεσπάνε, δέρνει την Κάστρου, η οποία ορκίζεται πως θα τον εκδικηθεί.
Είναι 5 Ιανουαρίου του 1931. Ο Αθανασόπουλος έχει διασκεδάσει με γυναίκες στα σεπαρέ του Φαλήρου και χτυπάει μέσα στη νύχτα την πόρτα του σπιτιού της Φούλας. Το ζευγάρι καβγαδίζει και ο Αθανασόπουλος πέφτει να κοιμηθεί, πιωμένος και κατάκοπος. Την ίδια νύχτα ένας σεισμός συγκλονίζει το σπίτι και την Αθήνα. Στο σπίτι ξυπνάνε όλοι. Κάστρου, Φούλα, ο ανιψιός που φιλοξενεί, ο Μοσκιός και η υπηρέτρια. Ο Αθανασόπουλος δεν ξυπνά παρά το πρωί, γύρω στις 7. Ζητά από τη Φούλα να κάνουν έρωτα. Εκείνη αρνείται, εκείνος σχεδόν τη βιάζει. Η Φούλα πετάγεται έξω από το δωμάτιο σε έξαλλη κατάσταση μισόγυμνη. Η Κάστρου εξοργισμένη τον καταριέται και ανάμεσα σε όλους πάει να του ζητήσει το λόγο και ο αμούστακος 17χρονος Μοσκιός τον οποίο ο Αθανασόπουλος πετάει έξω. Ο Μοσκιός παίρνει το πιστόλι του και μέσα στην κρεβατοκάμαρα σκοτώνει τον Αθανασόπουλο με δυο σφαίρες. Ένα δράμα έχει ολοκληρωθεί, ένα νέο αρχίζει. Η Φούλα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας. Με τεντωμένα νεύρα, στα πρόθυρα της
κατάρρευσης. Η Κάστρου αναλαμβάνει να δώσει λύσεις. Το πτώμα του Αθανασόπουλου πρέπει να εξαφανιστεί. Τον μεταφέρουν σε μια αποθήκη στην ταράτσα για να τον κάψουν. Το πτώμα μένει άκαυτο και η γειτονιά πλημμυρίζει μια απαίσια τσίκνα. Και τότε αποφασίζουν να τον τεμαχίσουν. Οι ιατροδικαστές αργότερα, όταν βρέθηκαν τα μέλη πεταμένα σε σακούλες στον Κηφισό, στα Κοκκαλάδικα, πίστεψαν ότι κάποιος χειρούργος τα είχε κόψει τόσο δεξιοτεχνικά.Ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης δηλώνει ότι «βρισκόμαστε μπροστά σε έναν Έλληνα χασάπη του Ντίσελντορφ». Και μόνο η δήλωση αυτή γεννά το φόβο στους Αθηναίους. Οι πολιτικές πιέσεις να βρεθεί ο δολοφόνος είναι μεγάλες. Η πόλη πρέπει να ησυχάσει. Τα είχε κόψει η οικιακή βοηθός, η οποία είχε εμπειρία από το χωριό της στα σφαχτά. Τον Αθανασόπουλο τον τεμάχισαν και τον έριξαν στο ποτάμι. Τις σακούλες ανακάλυψε ένα μικρό παιδί την επόμενη ημέρα. Μετά από λίγες μέρες η αστυνομία φτάνει στα ίχνη της οικογένειας των δολοφόνων και το σπίτι αδειάζει. Όλοι οδηγούνται στις φυλακές και τα ανήλικα παιδιά σε ίδρυμα.
Η δίκη αρχίζει τον Φεβρουάριο του 1932. Όλη η Αθήνα παρακολουθεί τα πρόσωπα του συνταρακτικού δράματος. Παρελαύνουν όλοι οι ποινικολόγοι, οι δημοσιογράφοι και η κοσμική Αθήνα στο ακροατήριο. Η δίκη κρατάει 40 ημέρες από τις οποίες μια γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Όταν ασχολούνται με τις ανωμαλίες και τη σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος. Η Κάστρου υποστηρίζει στην απολογία της, η οποία έγινε μέσα σε πολλές αντεγκλίσεις ότι έσωσε την κόρη της από ένα μαρτύριο και ότι όλη η ευθύνη είναι δική της.Το δικαστήριο καταδικάζει τη Κάστρου (45 ετών) και τη Φούλα (25 ετών) εις θάνατον, την οικιακή βοηθό Γιαννούλα Μπέλλου (38) σε ισόβια, τον Δημήτρη Μοσκιό (18) σε είκοσι χρόνια. Όλες οι έρευνες και οι μαρτυρίες κατά την ακροαματική διαδικασία κατέτειναν ότι η Φούλα δεν είχε συμμετοχή στο απεχθές έγκλημα. Έλεγαν τότε ότι η Φούλα καταδικάστηκε για την ομορφιά της, χωρίς οίκτο και εξαντλώντας όλη τη σκληρότητά τους. Μάνα και κόρη αποφυλακίστηκαν στην Κατοχή, το 1941.
Η συνταρακτική τους ιστορία έγινε τραγούδι από τον Ιάκωβο Μοντανάρη σε μουσική του Μάρκου και παιζόταν σε κέντρα, καφενεία και πλατείες.
Το τραγούδι που κυκλοφόρησε με τον Αντ. Νταλγκά (ηχογραφήσεις), τον Κ. Νούρο, τη Ρ. Εσκενάζη, την Μαρίκα Πολίτισσα και την Ζωή Κασιμάτη υπολογίζεται ότι πούλησε 90.000 δίσκους. Η σύνθεση της ορχήστρας είναι κιθάρα, τσίμπαλο και βιολί. Η μελωδία ακολουθεί την κλίμακα του Κιουρντί.
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα,
Εβάλανε τον ανηψιό και τούριξε τη σφαίρα.
Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
- Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια,
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.»
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια,
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει,
Μ' αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού 'τανε η χάρη.
Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες,
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νειάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καϋμένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νειάτα σου να χάσεις.
Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
- Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.
Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!
σχόλια