Οι πρώτοι κατά συρροήν δολοφόνοι στην Ελλάδα
Την άνοιξη του 1969, δυο Γερμανοί τουρίστες διασχίζουν την Ελλάδα. Πρόκειται για τον Χέρμαν Ντουφτ και τον Χανς Μπασενάουερ. Είναι Γερμανοί, 31 ετών και με τη δράση τους εγκαινιάζουν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των εγκλημάτων. Τις κατά συρροήν δολοφονίες. Η Ελλάδα της εποχής έχει εγκλήματα τιμής, εγκλήματα ερωτικού πάθους και κτηματικών διαφορών, βεντέτες και εγκλήματα εδίκησης. Οι πέντε ληστείες και οι έξι φόνοι που διαπράττουν σε μικρό χρονικό διάστημα είναι ένα γεγονός πρωτοφανές.
Οι Ντουφτ και Μπασενάουερ φτάνουν στην Ελλάδα μέσα στη χούντα, τον Φεβρουάριο του 1969 και μέχρι τα μέσα Απριλίου δολοφονούν έξι ανθρώπους με σκοπό τη ληστεία. Χρησιμοποιούν όπλο ή στιλέτο και τα εγκλήματά τους τα διαπράττουν με απίστευτη αγριότητα και ψυχραιμία. Ο Ντουφτ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στη λεγεώνα των ξένων κατά τη διάρκεια του γαλλοαλγερινού πολέμου, είναι ο αρχηγός. Ο Μπασενάουερ πιστό και πειθήνιο όργανό του. Ο Ντουφτ δεν έχει οικογένεια. Ο Μπασενάουερ έχει γυναίκα και τρία παιδιά. Να σημειώσουμε εδώ ότι ήταν σεσημασμένοι από την Ιντερπόλ για ληστείες στην Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Τα εγκλήματά τους: Στις 5 Μαρτίου σκοτώνουν τον ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης Νικόλαο Κανάρη, 35 ετών και τον στρατιώτη Κων. Κούλη, 22 ετών, που έκανε οτοστόπ και τους παρακάλεσε να τον πάνε προς Αθήνα, για να φτάσει στο στρατόπεδο που υπηρετούσε. Επίσης τραυματίζουν σοβαρά τον υπάλληλο του πρατηρίου Αναστάσιο Γκιζίνο. Στις 13 Μαρτίου δολοφονούν μέσα στο σπίτι του τον 50χρονο ελληνοαμερικανό χρηματιστή Παντελή Αθηναίο για να τον ληστέψουν. Στις 7 Απριλίου ληστεύουν και σκοτώνουν τον οδηγό ταξί Ιωάννη Φραγκιαδάκη, 34 ετών. Κρύβουν το πτώμα και επιστρέφουν με το ταξί του στην Αθήνα. Στις 10 Απριλίου σφάζουν και ληστεύουν στην Εθνική οδό τον 40χρονο υπάλληλο πρατηρίου βενζίνης Ιωάννη Τσουτσάνη. Στις 11 Απριλίου καθ΄οδόν προς Πάτρα, σταματούν μια BMW με γερμανικές πινακίδες, σκοτώνουν τον οδηγό, τον μετανάστη από τη Γερμανία Γιώργο Παπαγεωργίου και τον ληστεύουν. Επιστρέφουν στην Αθήνα, παρκάρουν στο Χαϊδάρι την δική τους Μερσεντές και κυκλοφορούσαν με την BMW. Αυτό ήταν και το θανάσιμο πραγματικά λάθος τους.
Στο Χαϊδάρι της δεκαετίας του 60, δεν ήταν συνηθισμένο να υπάρχει μια Μερσεντές έξω από την πόρτα σου. Μια γυναίκα, η Μαρία Κωνσταντάρα - Ταμπουράκη παρατηρεί το εγκαταλελειμμένο έξω από την πόρτα της αυτοκίνητο, το οποίο έχει στα καθίσματα κηλίδες αίματος. Η αστυνομία στήνει ενέδρα και οι δολοφόνοι συλλαμβάνονται. Χωρίς την παρατηρητικότητά της ίσως τα εγκλήματα να έμεναν ανεξιχνίαστα. Οι ξένοι «τουρίστες» ήταν φαινομενικά ευγενείς, υπεράνω πάσης υποψίας. Έτσι ξεγελούσαν τα θύματά τους, τα οποία εκτελούσαν με απόλυτη μεθοδικότητα και κυνισμό. Επίσης ήταν ξένοι, χωρίς ποινικό μητρώο στην Ελλάδα και σχεδόν απίθανο να αναγνωρισθούν από αυτόπτεις μάρτυρες. Οι αναπαραστάσεις των φόνων είναι ανατριχιαστικές. Οι δυο δολοφόνοι εκτελούν μεθοδικά τα θύματά τους με απίστευτη ηδονή. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται η εγκληματική ψυχρότητα ως χαρακτηριστικό της καταγωγής του φονιά. Οι δύο εγκληματίες καταδικάστηκαν από το Πενταμελές Εφετείο πεντάκις σε θάνατο, για κάθε μία από τις πέντε δολοφονικές επιθέσεις ξεχωριστά. Η γυναίκα του Μπασενάουερ σε μια συνέντευξή της, θεωρεί την τιμωρία του άνδρα της δίκαιη. Εκτελέστηκαν στις 15 Δεκεμβρίου του 1969, ο Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο Μπασενάουερ στην Αίγινα. Ο Ντουφτ ζήτησε να του αφήσουν την ώρα της εκτέλεσης τα μάτια ακάλυπτα.
Ενα ροζ έγκλημα μέσα στον καύσωνα του Αυγούστου (διήγε διπλή ζωή το θύμα)
Τον Αύγουστο του 1957, ο καύσωνας ταλαιπωρεί την Αθήνα. Είναι πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, ώσπου μια δολοφονία έρχεται να συγκλονίσει το πανελλήνιο. Ένας άντρας, ο Δημήτρης Πεπές, σιδηροδρομικός υπάλληλος, βρίσκεται δολοφονημένος μέσα στο κλειδωμένο του σπίτι. Ο Πεπές, οικογενειάρχης και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού, βρίσκεται στην Αθήνα μόνος του. Η γυναίκα του και το παιδί του βρίσκονται σε διακοπές στο χωριό. Το έγκλημα είναι στυγερό. Δεκαοκτώ μαχαιριές. Το θύμα φορά μόνο τα εσώρουχά του. Το δωμάτιο είναι πλημμυρισμένο στο αίμα. Κανένας γείτονας δεν έχει ακούσει φασαρία το προηγούμενο ή τα προηγούμενα βράδια. Το σπίτι είναι τακτικό, δεν υπάρχουν σημάδια πάλης και το μόνο που λείπει από το σκηνικό είναι το ρολόι του θύματος.
Το έγκλημα αρχίζει να συζητείται στα δημοσιογραφικά γραφεία και αρχίζει να εκφράζεται η υπόνοια ότι το έγκλημα είναι σεξουαλικό. "Πρέπει να ήταν ιδιαίτερα στενές οι σχέσεις του θύματος με τον δολοφόνο για να τον δεχθεί με τα εσώρουχα" γράφουν οι εφημερίδες. "Διήγε διπλήν ζωή το θύμα;" Ήδη στοιχεία από τον τόπο του εγκλήματος οδηγούν τους αστυνομικούς σε συμπεράσματα που σοκάρουν! Στο μυαλό όλων έρχεται ένα άλλο σεξουαλικό ανεξιχνίαστο έγκλημα, το οποίο είχε συμβεί πριν από μερικά χρόνια. Επρόκειτο για τον φόνο του 40χρονου Ελληνογάλλου γνωστού με το όνομα Βιλλιέτ. Μάλιστα τότε οι εφημερίδες έγραφαν ότι "ο Βιλλιέτ ή Αργυριάδης έδιδε χασίς και άλλα διεγερτικά δηλητήρια εις τους επισκεπτόμενους αυτόν σαδιστάς". Λίγα 24ωρα αργότερα ο δράστης, ένας υπεράνω πάσης υποψίας οικογενειάρχης, όπως ήταν και το ίδιο το θύμα, οδηγείται στην ασφάλεια. Μεγάλα αποσπάσματα από το ανακριτικό υλικό δημοσιεύονται αυτούσια σε εφημερίδες της εποχής. Μια ροζ ιστορία έρχεται να σκοτώσει την πλήξη του Αυγούστου. Οι εφημερίδες κάνουν αληθινό πάρτι. Αφιερώνουν ολόκληρες σελίδες στο έγκλημα.
Όπως γράφει η εφημερίδα Μακεδονία, στην εξιχνίαση του εγκλήματος καλείται και ένα μεγάλο μέντιουμ της εποχής, η Ελένη Κικίδου, με τη βοήθεια της οποίας είχε εξιχνιαστεί πριν από λίγα χρόνια ένα άλλο στυγερό έγκλημα στην Βουλιαγμένη. Μέχρι τα τέλη Αυγούστου είχαν προσαχθεί και εξεταστεί από την Αστυνομία περισσότερα από 1.000 άτομα, έκφυλοι, σαδισταί και κακοποιοί. Ο δράστης συλλαμβάνεται από το ρολόι του θύματος το οποίο είχε πουλήσει σε ενεχυροδανειστή της εποχής, αφήνοντας την ταυτότητά του. Είναι ο ερωτικός του σύντροφος, Χατζηχρήστος, πατέρας πέντε παιδιών. Υπάρχει η τέλεια ιστορία! Όπως κατέθεσε ο Χατζηχρήστος, "εκείνη τη βραδιά τα πράγματα δεν έγιναν όπως τις άλλες φορές. Όταν πέρασεν η ώρα ο Πεπές μου επρότεινε να αλλάξουμε ρόλους. Εγώ αρνήθηκα και σηκώθηκα όρθιος για να φύγω. Πετάχθηκε από το ντιβάνι ο Πεπές και μέσα στο μισοσκόταδο τον είδα να αρπάζει κάτι στο δεξί χέρι." Αυτά έλεγε ο Χατζηχρήστος, ότι του ζήτησε τα "ανάποδα" ο Πεπές με αποτέλεσμα να θιγεί ο ανδρισμός του τελευταίου, ν' αρπάξει το μαχαίρι και να του ρίξει, 18 μαχαιριές». Το καταπληκτικό είναι ότι το θύμα δε φώναξε βοήθεια, για να μην ακούσει η γειτονιά φωνές και καταλάβουν ότι δεν είναι μόνος του.
Οι τίτλοι των εφημερίδων είναι ενδεικτικοί: «Το έγκλημα είναι καθαρώς σεξουαλικόν. Αγωνιώδης πάλη δυο γυμνών ανδρών εις το σκότος μετά το σεξουαλικόν όργιον». Η δημοσιογραφική κάλυψη είναι κυριολεκτικά αχαλίνωτη. Παρόλο που ο Χατζηχρήστος κατηγορείται για ληστεία μετά φόνου, οι εφημερίδες ασχολούνται μόνο με το σεξουαλικό μέρος του εγκλήματος. Ο εισαγγελέας κάποια στιγμή για να συγκρατήσει την κατάσταση απαγορεύει την αναγραφή ειδήσεων για την υπόθεση. Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ δημοσιεύει ένα άρθρο με τίλο «Ο Βούρκος» στο οποίο μιλά για την «κατρακύλα» του δημοσιογραφικού κόσμου, τη διαπόμπευση των οικογενειών θύματος και θύτη και την «δημοσιογραφική ενημερότητα που κατήντησε ένα κοπρολάγνον τέρας». Η δίκη δεν γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Μόνο μια μέρα κλείνουν πι πόρτες, την μέρα της απολογίας του Χατζηχρήστου. "Μα είναι δυνατόν", λέει η χήρα του, εκφράζοντς το παράπονο στις εφημερίδες οι οποίες παρουσίαζαν τον άντρα της ως ανώμαλο, "να μην το εγνώριζα, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο μετά από συζυγική ζωή 10 ετών;". Αντιθέτως η υπεράσπιση υποστήριξε ότι το έγκλημα συνετελέσθη μέσα σε μια ατμόσφαιρα "σεξουαλικού παροξυσμού". Η δίκη έγινε τρεις μήνες μετά το έγκλημα και ο Χατζηχρήστος καταδικάστηκε σε θάνατο. Η εκτέλεσή του έγινε στην Αίγινα πριν καν συμπληρωθεί χρόνος από τη δολοφονία.
Οι φωτογραφίες των εφημερίδων της εποχής είναι από εδώ
σχόλια