Το τελευταίο τανγκό της Μαβίλη. Θέλω να σου πω μια ιστορία. Της πλατείας Μαβίλη. Με ένα λάμδα και χωρίς σίγμα στο τέλος, όπως την αποκαλούν οι ταξιτζήδες, που έχουν μια εγγενή τάση να βάζουν ένα τελικό σίγμα στα τοπωνύμια (πλατεία Βάθης, οδός Μάρνης κ.λπ.).
Την ιστορία μιας πλατείας που στοίχειωσε τη γενιά μας, της πλατείας που βίαια μας έμαθε το αθηναϊκό μποτιγιόν, εκεί που γράφτηκε με ντανταϊστικά γράμματα το άλφα και το ωμέγα της Μεταπολίτευσης. Στη Μαβίλη ήμασταν κάποτε όλοι ένας για όλους και όλοι για έναν. Μπίρες, πλάκες, σεξ στα όρθια στο πάρκινγκ πίσω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία, πορτοκάλια απ’ το μανάβικο της Δορυλαίου και ουίσκι με παγωμένο νερό στον Λώρα, που δεν έπινε γουλιά αλκοόλ και όταν η κουβέντα άναβε, χτύπαγε το καμπανάκι πάνω από το μπαρ, γέμιζε ξανά τα ποτήρια και ο «ναύαρχος» (ο υπέροχος κύριος Παντελής που, επειδή ήταν πολύ αδύνατος, ο Λώρας του έλεγε πάντα ότι «εσύ πήγες να βγάλεις φωτογραφία και βγήκε ακτινογραφία») ξεκινούσε ακόμα μια ιστορία από τη θητεία του στη Λεγεώνα των Ξένων στην Αίγυπτο.
Ήταν σαν ταινία κάθε βράδυ εκεί στου Λώρα. Κάθε μέρα ξημέρωνε πρώτα και μετά ο Λώρας κατέβαζε τα ρολά και πήγαινε σπίτι του να ξεκουραστεί. Μέχρι και το «National Geographic» είχε έρθει και του είχε πάρει συνέντευξη λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς του 2004. Τότε, γύρω από την πλατεία υπήρχε το (παλιό) Flower με τη Βάσω στο μπαρ (τη Βάσω που μετά άνοιξε το Pairidaeza και το Drunk Sinatra) και τον Λουκιανό Κηλαηδόνη μόνιμο θαμώνα και το Μπρίκι, που εξαργύρωσε τη μεγάλη επιτυχία του Παγκρατίου με ένα νέο, καταπληκτικό μπαρ που παραμένει ένα από τα πιο ωραία της Αθήνας (και στο μυαλό μου είναι η πιο σωστή ελληνική εκδοχή των βρετανικών παμπ).
Υπήρχε (και υπάρχει) και ο Μικές, το ζαχαροπλαστείο που φτιάχνει υπέροχο καζάν ντιπί και πασταφλόρα, το πρακτορείο Προπό «Χρουσή Μερόπη» (τώρα έχει αλλάξει επωνυμία), το ανθοπωλείο που μένει ανοιχτό μέχρι πολύ αργά το βράδυ, ένα «αρχαίο» μαγαζί με εσώρουχα, το καφενείο Αθηνά που είχε Νόβα και βλέπαμε ποδόσφαιρο τρώγοντας κεφτεδάκια (και πια έχει μετατραπεί σε μια αδιάφορη συνοικιακή καφετέρια) και μια κάβα ποτών που δεν άνοιγε σχεδόν ποτέ! Πίσω, στην Τιμολέοντος Βάσσου, δίπλα στο ξενοδοχείο Alexandros, το «θρυλικό» Μικρό Μπαρ του κύριου Γιάννη, που τρέφει μεγάλη αγάπη για τους σκύλους, έπαιζε μουσική από κασέτες και μαγειρεύει την πιο ωραία μαγειρίτσα της περιοχής.
Περίπου είκοσι χρόνια μετά η πλατεία ισορροπεί μεταξύ της παλιάς αστικής της αίγλης και της νέας nightlife αφήγησης, αλλά για κάποιον λόγο συνεχίζει να μαγνητίζει σε αυτό το ιδιότυπο αθηναϊκό τρίγωνο των Βερμούδων ένα πολύ ενδιαφέρον μείγμα ανθρώπων, από γιάπηδες των γύρω γραφείων σε after work drinks (οι οποίοι μεθάνε αποδεδειγμένα πιο γρήγορα απ' όλους), γηραιούς περίοικους με σκυλιά που λιάζονται στα παγκάκια γύρω από το σιντριβάνι, «επαγγελματίες» πότες, περιπλανώμενους ποιητές, συγγραφείς και ζωγράφους, υπαλλήλους της Αμερικάνικης Πρεσβείας, γιατρούς της Βασιλίσσης Σοφίας, τον Αντώνη Πανούτσο και τον Γρηγόρη Ψαριανό στο MG και αστυνομικούς που κάνουν στάση για τυρόπιτες στο Everest.
Και η ζωή συνεχίζεται στην πλατεία που κάποτε αποκαθήλωσε την προτομή της Αλίκης Βουγιουκλάκη και την αντικατέστησε με μια σιδερώστρα, στο πιο καταστασιακό event που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην πόλη. *το κείμενο αυτό δεν περιέχει ούτε μια φορά τις λέξεις «καντίνα στη Μαβίλη».
σχόλια