Θύματα και εμείς της υπερφορολόγησης των ακινήτων, το αποφασίσαμε με τα πολλά να απαλλαγούμε από το σπίτι των πεθερικών μου.
Δύσκολη, επώδυνη η απόφαση και για τους δυό μας. Δεν έλεγα εγώ να το χωνέψω ότι κοτζάμ οροφοδιαμέρισμα στην κεντρική πλατεία του Περιστερίου θα σκοτωνόταν για λιγότερα από εκατό χιλιάρικα. «Είναι κατασκευή του 1981!» μού εξηγούσε ο μεσίτης. «Διαθέτει τζάκι, επάργυρους ρουμπινέδες και στα δύο μπάνια, ψηφιδωτό με την Αγιά Σοφιά στη βεράντα και θέση πάρκινγκ στην πιλωτή!» του αντιγύριζα. Δεν έδειχνε ίχνος συγκίνησης.
Για τη γυναίκα μου, το πράγμα ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Το ρετιρέ εκείνο το'νοιωθε ως πατρικό της. Κι ας το είχαν αγοράσει τον Οκτώβριο του '81, όταν –στα εννιά της- είχε ο πατέρας της κερδίσει το λαϊκό λαχείο. (Στην πραγματικότητα, το λαχείο το είχε αγοράσει μια δευτεροξαδέλφη τους στο πανηγύρι του Άι Μαθιά στην Εύβοια και το'χε δώσει στον Ανέστη να το βάλει στην τσέπη του ενώ εκείνη θα χόρευε τα νησιώτικα. Και το ξέχασε. Και ο πεθερός μου, όταν αποδείχθηκε χρυσό, το υπεξαίρεσε. Αυτό όμως αποτελεί μέγιστο οικογενειακό μας μυστικό...)
Στο ρετιρέ, τέλος πάντων, στο Περιστέρι, είχε η Μερόπη γευτεί τις πιο μεγάλες συγκινήσεις της εφηβείας και της πρώτης νιότης της: Εκεί είχε πάρει το λόουερ στα δεκατέσσερα. Εκεί, στο πάρτυ της στην τρίτη Γυμνασίου, είχε πρωτοχορέψει μπλουζ. Το «Εγώ κι ο Πουφ», συγκεκριμένα, του Μιχάλη Ρακιντζή. Εκεί –στο κρεββάτι των γονιών της- είχε χάσει την παρθενιά της, παραμονές πανελλαδικών εξετάσεων, με έναν γείτονα της χεβυμεταλά, γεγονός που μου αποκάλυψε μετά τη γέννηση και του δεύτερου γιού μας. Εκεί, τέλος, είχα εμφανιστεί εγώ με ένα τεράστιο μπουκέτο ορχιδέες κι ένα ουίσκυ «Τσίβας» για να ζητήσω το χέρι της.
Βρήκαμε αγοραστή, έναν Αλβανό –άκουσον, άκουσον!- που είχε προκόψει ως ελαιοχρωματιστής στην Ελλάδα.
Προτού υπογράψουμε τα συμβόλαια πήγαμε στο Περιστέρι, την περασμένη Κυριακή, να το αδειάσουμε. Τα πεθερικά μου, πρώτα ο Ανέστης και λίγους μήνες αργότερα η Μπεμπέκα, έχουν πεθάνει προ τετραετίας. Το σπίτι είχε μείνει από τότε κλειστό, σε ποιόν να το νοικιάσεις και για πόσο; - ίσαμε που θα στο φθείρει. Άσε που το εισόδημα απ'τα νοίκια θα σου το φάει η εφορία...
Ντύσαμε τους καναπέδες και το σύνθετο με νάυλον για να τα πάρουν οι βαστάζοι της μεταφορικής. Λύσαμε τα κρεββάτια, βγάλαμε το ψυγείο και τον φούρνο από την πρίζα, ξεκρεμάσαμε τα κάδρα. Η Μερόπη δεν σταματούσε να μιξοκλαίει. Όταν μάλιστα έβγαλε από την πιατοθήκη το σερβίτσιο με τις μεταξοτυπίες του Αλέκου Φασιανού, που το είχε αποκτήσει η μάνα της με τα κουπόνια κάποιας εφημερίδας, ξέσπασε σε λυγμούς. «Πήγαινε εσύ να αδειάσεις το πατάρι!» με διέταξε γιατί με ντρεπόταν.
Ανεβαίνω με τη σκάλα, τρυπώνω ο μισός στο πατάρι κι αρχίζω να κατεβάζω αντικείμενα. Από ένα σημείο και ύστερα, σαν αρχαιολόγος αισθανόμουν στην Αμφίπολη. Ό,τι ενθύμιο, ό,τι τρόπαιο είχαν δρέψει τα πεθερικά μου κατά τη διάρκεια της ζωής τους, το είχαν αποθηκεύσει σε εκείνο το χώρο του ενάμισυ κυβικού μέτρου πάνω από μπάνιο.
Τι το νυφικό της Μπεμπέκας! Τι η επίσημη αφίσα του Γουέμπλεϊ με αυτόγραφο του Ελευθεράκη που ήταν γείτονάς τους! Τι ο δίσκος «Εδώ Πολυτεχνείο», που είχε κυκλοφορήσει αμέσως μετά την Μεταπολίτευση, με τη φωνή της Δαμανάκη! Τι ο Ανέστης αγκαλιά με τον Σταμάτη Κόκοτα, στο τσακίρ-κέφι, στον παλιό «Διογένη»!
Τα ανέσυρα ένα-ένα και τα πετούσα στο πάτωμα. Από τη μια αναρωτιόμουν σε ποιο μουσείο όφειλα να τα δωρίσω. Από την άλλη σκεφτόμουν πως η κάθε ελληνική οικογένεια που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει μια ανάλογη συλλογή.
Άπλωσα το μακρύ μου χέρι, άγγιξα τον θερμοσίφωνα και έψαυσα στηριγμένο επάνω του ένα πελώριο κάδρο. Μού βγήκε η πίστη -ακροβατικό έκανα σωστό- για να το βγάλω δίχως να το σπάσω και χωρίς να χάσω την ισορροπία μου και να βρεθώ φαρδύς-πλατύς στο παρκέ. Στο τέλος τα κατάφερα. Το πήρα αγκαλιά και κατέβηκα προσεκτικά τη σκάλα.
Ήταν ένα πορτρέτο του Ανδρέα Παπανδρέου από την πρώτη φορά που κέρδισε τις εκλογές. Μπροστά ο Ανδρέας, όσο ρετουσαρισμένος έπρεπε, πίσω ο ήλιος να σκάει από μια θάλασσα που στραφτάλιζε. Κάτω αριστερά ο πράσινος ήλιος. Και –σαν «Εν Τούτω Νίκα»- το σύνθημα «Ο Λαός Θέλει, το Πασόκ Μπορεί να φέρει την Αλλαγή»... Κορνίζα χρυσοποίκιλτη.
Εντυπωσιάστηκα. Τα πεθερικά μου τα είχα για όπου φυσάει ο άνεμος – όχι σαν τους γονείς μου που είχα γραφτεί στην κλαδική από το 1974... Κοίταζα τον Ανδρέα και μετρούσα σε πόσες συγκεντρώσεις είχα από παιδάκι ανεμίσει σημαίες. Πόσες αφίσες είχα κολλήσει, μέλος της ΠΑΣΠ στο πανεπιστήμιο, τότε που και γκόμενα ακόμα με τα «Κάρμινα Μπουράνα» έβγαζες...
«Α ρε Ανδρέα!» μονολόγησα.
«Α ρε Θανάση!» μου απάντησε.
Έμεινα άναυδος.
«Α ρε Ανδρέα!» επανέλαβα.
«Α ρε Θανάση!» ξανάπε το πορτρέτο. Σαν να'δα τα χείλη του να κουνιούνται.
«Μου μιλάς;» έτρεμα όχι τόσο από τρόμο όσο από συγκίνηση.
«Σου μιλάω» επιβεβαίωσε με εκείνη την μπάσα, μεταλλική κάπως φωνή, που συνάρπαζε τα πλήθη.
«Σε εμένα μιλάς;»
«Μιλάω σε όποιον μού μιλάει. Κανείς όμως σχεδόν δεν μου μιλάει πιά. Οι μισοί μιλάνε εκ μέρους μου. Και οι άλλοι μισοί... Οι άλλοι μισοί μιλούν για να με βρίσουν...»
«Πού πήγες, Ανδρέα;» έγινα γραφικός σαν καψούρης.
«Πού πήγα. Πέθανα. Δεν έπρεπε κάποτε να πεθάνω;»
«Και πού μας άφησες;»
«Σας άφησα ελεύθερους να αποφασίσετε πώς θα πορευθείτε. Ούτε πολιτική διαθήκη έγραψα ούτε απομνημονεύματα. Ούτε καν διάδοχο όρισα. Σας άφησα να κάνετε ανεπηρέαστοι τα κουμάντα σας.»
«Και καταντήσαμε να χρεοκοπήσουμε!»
«Δεκατέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό μου. Ακόμα και αν σας είχα βάλει στο στραβό το δρόμο, είχατε χρόνο υπεράφθονο να αλλάξετε πορεία...»
«Γιατί όμως λένε πως στις δικές σου τις μέρες ξεκίνησε το κακό;»
«Διότι είναι ανιστόρητοι. Εγώ εφηύρα το ρουσφέτι; Από το 1830 υπάρχει, που ιδρύθηκε η σύγχρονη Ελλάδα. Και πιο πριν. Εγώ ξεκίνησα τα δάνεια; Το πρώτο εθνικό δάνειο συνάφθηκε εν μέσω της επανάστασης του 1821. Και φαγώθηκε από τα λαμόγια της εποχής με τις ρεντικότες...»
«Εσύ όμως –λένε- σπατάλησες τα λεφτά της Ευρώπης. Και έδωσες δύναμη στον κάθε τυχάρπαστο. Σε τύπους που αν δεν τους είχες προωθήσει εσύ, δεν θα τους ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους...»
Απορώ πού έβρισκα το θάρρος να του μιλάω έτσι.
«Έφερα τον λαό στην εξουσία. Το'πα και το'κανα.»
«Έφερες το χωριό στην πόλη...»
«Αυθαδιάζεις, Θανάση! Οι δικοί σου από πού ήταν; Άσε που το χωριό στην πόλη το έφερε ο Καραμανλής μετά τον Εμφύλιο. Και το στέγασε όπως-όπως, σε κάτι ελεεινές πολυκατοικίες. Εγώ έδωσα κάθε ευκαιρία σε απλούς ανθρώπους -χωρίς γενεαλογικά δέντρα και πιστοποιητικά φρονημάτων- να εξελιχθούν. Πριν από μένα, εάν ο πατέρας σου ήταν στο ΕΑΜ, δεν είχες στον ήλιο μοίρα...»
«Οι προϋπολογισμοί όμως τότε ήταν ισοσκελισμένοι. Κανείς δεν άπλωνε τα πόδια του έξω απ'το πάπλωμα...»
«Κανείς. Εκτός από τους φίλους της Αυλής και από τους κομματάρχες της Δεξιάς. Διάβασε –εάν έχεις απορίες- για τα σκάνδαλα πριν απ'τη χούντα. Δεν εννοώ τις εκλογές της βίας και της νοθείας. Μιλάω για οικονομικά σκάνδαλα. Μιλάω επίσης για το μέγιστο σκάνδαλο ο Έλληνας πρωθυπουργός να πηγαίνει στην Αμερικάνικη Πρεσβεία αντί να τον επισκέπτεται ο πρέσβης στο γραφείο του. Πολλοί από τους υπουργούς του Καραμανλή ήταν λαμπροί διανοούμενοι και πρώτης τάξεως κύριοι. Δεν έπαυαν ωστόσο να λένε στους ξένους "στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας"... Εγώ, επειδή τα είχα καταφέρει στην Αμερική, ήξερα τους εδώ εντεταλμένους της απ'την καλή κι απ'την ανάποδη. Δεν με θάμπωναν συνεπώς...»
«Σε θάμπωσε όμως η Δήμητρα... Και η Ρίτα Σακελλαρίου...»
«Την Ρίτα την είχα για να μου τραγουδάει στη γιορτή μου. Είχα όμως και τον Τσιτσάνη. Υπουργός Πολιτισμού επί των ημερών μου ήταν η Μελίνα. Η κολλητή του Χατζιδάκι και του Χορν. Η πιο αστή απ'τους αστούς... Όσο για την Δήμητρα, την ερωτεύτηκα όταν πιά διατελούσα σε απύθμενη απογοήτευση, σε απελπισία σωστή. Από το '85 και ύστερα, είχα χάσει τελείως το ενδιαφέρον μου. Καταλάβαινα, πρώτος εγώ, ότι το πείραμά μου είχε αποτύχει. Όπως δεν ήρθε ο σοσιαλισμός στην υπανάπτυκτη Ρωσία, έτσι δεν θα ερχόταν και στην Ελλάδα των σουλατσαδόρων και των ραντιέρηδων...»
«Αυτούς προώθησες στα πράγματα...»
«Θα'θελες να έχω κυβερνήσει αριστοκρατικά; ... Ήμουν, ύστερα, εξηνταέξι πλέον χρονών. Το γήρας για μένα προαναγγέλθηκε όχι με απώλεια των σωματικών μου δυνάμεων. Μα με βαθιά πλήξη.»
«Και γιατί δεν αποσύρθηκες εγκαίρως;»
«Νομίζεις πως θα με διαδεχόταν ο Γεννηματάς; Ο Μένιος Κουτσόγιωργας θα γινόταν πρωθυπουργός – εκείνος ήλεγχε τους μηχανισμούς. Κουτσόγιωργας εναντίον Έβερτ. Χάρη σάς έκανα που δεν φούνταρα από το παράθυρο.»
«Ο Μητσοτάκης;»
«Ο Σαλιέρι μου. Ο Σαλιέρι, ξέρεις, ήταν εξαιρετικός μουσικός. Για τα μέτρα της εποχής του. Ο Μότσαρτ ένα αυθάδες μειράκιο. Που έσπασε ωστόσο τους κανόνες... Έχεις διαβάσει τους λόγους του Μητσοτάκη; Μνημεία καλλιέπειας. Καθώς επίσης και έλλειψης γοητείας...»
«Απ'τους νεότερους; Ο Σημίτης;»
«Ο βολικότερος πατροκτόνος που θα μπορούσε να τύχει. Και για τον εαυτό του και για μένα...»
«Ο Κώστας Καραμανλής;»
«Μπορεί και να τον έκανα παρέα όταν έβγαινα τα βράδια...»
«Ο γιός σου, ο Γιώργος;»
«Προσωπικά δεν θα ήθελα με τίποτα να είμαι γιός του Ανδρέα Παπανδρέου. Η Μαργαρίτα επέμενε να τον ορίσω, το '81, βουλευτή. Ο ίδιος κλώτσαγε μέχρι την τελευταία στιγμή...»
«Ο Βαγγέλης Βενιζέλος;»
«Τον είχα διαλέξει για δικηγόρο μου στη δίκη Κοσκωτά. Οι καλοί δικηγόροι μπορούν να βγάζουν λάδι τους πάντες. Εκτός από τον εαυτό τους...»
«Ο Αλέξης Τσίπρας;»
«Και τόλμη έχει και τύχη μέχρι στιγμής. Αλλά όχι τέχνη. Χωρίς να παριστάνω τον καμπόσο, εγώ ήξερα γράμματα. Βαθιά γράμματα. Κάρολος Κουν, Καστοριάδης, Γκάλμπρεηθ... Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μου. Τα διπλώματα και τους ακαδημαϊκούς τίτλους τα κρέμαγα στους τοίχους του μπάνιου μου στο Καστρί. Αφού όμως τους είχα κερδίσει με το σπαθί μου...»
«Πού πάει η Ελλάδα, Ανδρέα; Η Ευρώπη; Ο κόσμος;»
«Δικό σας πρόβλημα. Εγώ έζησα σε εποχές όπου η Ελλάδα ήλπιζε –είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει- να μην είναι πιά επαρχία. Όπου η Ευρώπη διατηρούσε ακέραιο σχεδόν το κύρος της. Κι ο κόσμος, ο κόσμος συζητούσε για τον σοσιαλισμό. Όχι για την τζιχάντ.»
«Ως τι θα ήθελες να ξαναέρθεις στη ζωή;»
«Ως Βραζιλιάνα μαμμή. Αλλά δεν πρόκειται να ξαναέρθω. Βγάλε τώρα, σε παρακαλώ, το πορτρέτο μου απ'την κορνίζα, σκίσ'το και πέταξέ το. Και πάψε επιτέλους να με σκέπτεσαι. Κλείσε αυτό το σπίτι, ξέχνα με και φύγε. Άσε με να ξεχαστώ στην αγκαλιά της μαμάς μου...».-
σχόλια