Ότι όσοι ζούμε στον τόπο αυτό κληρονομήσαμε, θέλοντας και μη και ανεξαρτήτως... γονιδίων, μια ιστορία τόσο βαριά, που συχνά καταντά τροχοπέδη και μεγαλομανίας άλλοθι, το γνωρίζουμε. Ότι η γη αυτή, σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών για χιλιετίες, εξακολουθεί, παρά τις συλήσεις και τις φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές, να κρύβει ακόμα πολλές εκπλήξεις στα έγκατά της, το αντιλαμβανόμαστε νομίζω επίσης. Ότι ένα μοναδικό εύρημα όπως ο Τύμβος Καστά στην Αμφίπολη εμπλουτίζει την αρχαιολογία, την ιστοριογραφία και τη συλλογική ιστορική μνήμη ευνοώντας, ταυτόχρονα, την τουριστική ανάπτυξη, είναι παραπάνω από κατανοητό.
Εντελώς αχρείαστη ήταν, απεναντίας, η υπερπαραγωγή αγωνίας, μυστηρίου και θεάματος, με τον πρωθυπουργό να σπεύδει να καρπωθεί την πολιτική υπεραξία της ανακάλυψης, βγάζοντας ένα όλο μεταφυσικό δέος λογύδριο συνοδεία καμαρωτών παρατρεχάμενων, και τα κανάλια να παραφυλάνε ποιο θα απαθανατίσει πρώτο τον μεγαλοπρεπή νεκρό(-ούς) και τους «αμύθητους θησαυρούς» που ενδέχεται να κρύβει το μνημείο, εφόσον βέβαια είναι ασύλητο – κάτι αμφίβολο, με δεδομένη την πλούσια δράση αρχαιοκαπήλων στην περιοχή ήδη από την αρχαιότητα.
Όχι πως περιμέναμε μια διαφορετική αντίδραση από την Πολιτεία. Ανάλογα σκηνικά ζήσαμε στη Βεργίνα το '77, σε μια ανασκαφή που είχε αναχθεί σε εθνικό ζήτημα, αφού είχε συνδεθεί άμεσα με την απόδειξη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας «μας», αρχαίας και σύγχρονης. Δεν είναι μόνο εγχώριο το φαινόμενο, εννοείται. Η εκμετάλλευση της αρχαιολογίας για «εθνικούς σκοπούς» είναι συνήθης πρακτική σε χώρες πολιτιστικά και πολιτικά υπανάπτυκτες ή ανασφαλείς, προβληματικά συγκροτημένες, που μη θέλοντας ή μην μπορώντας να επενδύσουν σε ορθολογικές, νεωτερικές προοπτικές προτιμούν να παπαγαλίζουν ένα ένδοξο, συχνά επίπλαστο και μυθοποιημένο κατά το δοκούν παρελθόν. Λες κι αν πράγματι βρίσκαμε στην Αμφίπολη τον Αλέξανδρο, θα τον βάζαμε σαν άλλον Ελ Σιντ να καταδιώξει έφιππος, ακόμα και νεκρός, το ΔΝΤ, την Τρόικα, τη Μέρκελ, τους Τούρκους, τους Σκοπιανούς και όλους τους άλλους βάρβαρους που μας εποφθαλμιούν. Και θα φουσκώναμε τόσο με τον αέρα τον κοπανιστό της εθνικής υπερηφάνειας, ώστε θα παθαίναμε τυμπανισμό σαν τα υποσιτισμένα παιδιά της Αφρικής, εξακολουθώντας βέβαια να λιμοκτονούμε, εφόσον δεν τρώγεται, βλέπεις, η ρημάδα!
Αχρείαστες είναι, ωστόσο, και κάποιες απόπειρες απαξίωσης των ευρημάτων για αντιπολιτευτικούς λόγους. Την αναμφίβολα σημαντική ανασκαφή δεν την κάνει η κυβέρνηση αλλά σκληρά εργαζόμενοι –με τους προβολείς της δημοσιότητας διαρκώς πάνω τους, συν τις επίμονες προσδοκίες για μια «εδώ και τώρα» σπουδαία ανακάλυψη– αρχαιολόγοι, συντηρητές κι εργάτες. Που είναι, τουλάχιστον, από τους τυχερούς, εφόσον περικοπές και λιτότητα έχουν κάνει άνω-κάτω και αυτό τον κλάδο. Πρόσφατη ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Αρχαιολόγων καταγγέλλει αυθαίρετες συγχωνεύσεις αρχαιολογικών Εφορειών, κατάργηση οργανικών θέσεων καθώς και ολόκληρων τμημάτων, δεκάδες προγράμματα ΕΣΠΑ που βρίσκονται στον αέρα εξαιτίας αυτών των εξελίξεων και εμπλοκή «εξωϋπηρεσιακών παραγόντων» (βλέπε ιδιωτών επιχειρηματιών) στις ανασκαφές, με αρχή την Αμφίπολη. Υπερβολές; Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι επισκεπτόμενος κανείς τα αρχαιολογικά μνημεία της χώρας συναντά συχνότατα εικόνες μαρασμού κι εγκατάλειψης, με εξαίρεση τα πλέον διάσημα ή όσα εξυπηρετούν ευθέως την υφιστάμενη εθνική αφήγηση, τα επικοινωνιακά παιχνίδια της εκάστοτε κυβέρνησης και τους μικροπολιτικούς σχεδιασμούς της.
Η αρχαιολογική ανασκαφή γενικότερα είναι μια δουλειά αργή, επίπονη, λεπτομερής, που δεν προσφέρεται για γρήγορους ενθουσιασμούς και εύκολα συμπεράσματα. «Πιέζοντάς» την να προχωρήσει ταχύτερα, ρισκάρεις την αρτιότητα των ευρημάτων και πιθανόν καταστρέφεις ή παραβλέπεις σημαντικές μαρτυρίες που τυχόν κρύβονται στα ανάκατα με χώμα, χαλίκι και πέτρα θραύσματα και σπαράγματα. Η ίδια η ανασκαφή της Αμφίπολης δεν ξεκίνησε φέτος, όπως πολλοί επιπόλαια υπέθεσαν. Τις πρώτες έρευνες έκανε τη δεκαετία του '50 ο αείμνηστος αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης, δάσκαλος της σημερινής υπεύθυνης Καίτης Περιστέρη, όμως δεν ήταν τότε κυβερνητική προτεραιότητα, ούτε κι εκείνος ιδιαίτερα αρεστός στην εξουσία – η χούντα, μάλιστα, τον είχε μεταθέσει. Δικαιολογημένα η κόρη του ξεσπάθωσε σε επιστολή της για «όψιμο ζήλο», «αμετροέπεια από πλευράς ΥΠΠΟ», «εθνικιστική παράκρουση» και «πρωθυπουργό σε ρόλο Ιντιάνα Τζόουνς».
Με τις εργασίες να συνεχίζονται πυρετωδώς στον Τύμβο Καστά, σύντομα θα μάθουμε περισσότερα για το ποιος, πότε και γιατί έκτισε αυτό το μνημείο καθώς και το αν εκεί έχουν ταφεί ένα ή περισσότερα πρόσωπα και ποια μπορεί να είναι αυτά. Αν και το πιθανότερο είναι να μείνουμε στις εικασίες, όπως συνηθίζεται στην αρχαιολογία όταν δεν υπάρχουν αδιάψευστες μαρτυρίες – η χρυσή μάσκα του Αγαμέμνονα που βρέθηκε στις Μυκήνες και η προτομή του Λεωνίδα στη Σπάρτη είναι δύο μόνο γνωστά παραδείγματα «ψευδεπίγραφων» ευρημάτων, ενώ ακόμα και για τον τάφο που αποδόθηκε στον Φίλιππο Β' στη Βεργίνα υπάρχουν διχογνωμίες.
Μεγαλύτερη, όμως, σημασία από την εξακρίβωση της ταυτότητας των εκάστοτε ευρημάτων μιας αρχαιολογικής ανασκαφής έχει, νομίζω, το τι προσλαμβάνουμε εμείς οι σύγχρονοι από αυτήν, πώς την εντάσσουμε στο ατομικό και συλλογικό φαντασιακό, τι ρόλο παίζει στην εθνική αφήγηση που εκπαιδευόμαστε να πορευόμαστε μαζί της. Αλλά γι' αυτό απαιτείται η συνδρομή μιας κριτικής, ανεξάρτητης από ιδεολογικές μεθοδεύσεις, πολιτικές σκοπιμότητες, φτηνούς εθνικισμούς και προκάτ ξερολισμούς αρχαιολογίας. Είναι και ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος να εξακριβώσουμε επιστημονικά πόσο ελληνικό φύλο ήταν ή έγιναν στην πορεία οι Μακεδόνες, ποια ακριβώς σχέση είχαν μ' εμάς τους «χαμουτζήδες» και πώς εντάσσονται –αν εντάσσονται– στην ιστορική συνέχεια που υποτίθεται ότι κληρονομήσαμε. Γιατί αυτό είναι, τελικά, το ζητούμενο σε Πέλλα, Δίον, Βεργίνα και Αμφίπολη.
σχόλια