ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΧΩΜΕΝΙΔΗ
Κάθε πρωί, ως μαθητής του Δημοτικού, κατηφόριζα στην οδό Πατησίων από το πατρικό μου, που ήταν δυό στενά παραπάνω, για να πάρω το σχολικό. Πολυκατοικίες, πολυκατοικίες, πολυκατοικίες, λεωφορεία που αγκομαχούσαν και τρόλεϊ που τους έφευγαν συνέχεια οι κεραίες, και στο βάθος μόλις να διακρίνεται –όχι λόγω της απόστασης αλλά εξαιτίας του φαιόγκριζου νέφους που έπνιγε τότε την πρωτεύουσα- ο Παρθενώνας. Τόσο τον είχε συνηθίσει το μάτι μου, τόσο μού φαινόταν οικείος – κομμάτι του τοπίου, ώστε δεν του έριχνα δεύτερη ματιά. Όταν διάβασα για τον Ιερό Βράχο, όταν είδα αναπαραστάσεις της Ακρόπολης όπως την ανέγειραν οι πολίτες της κλασσικής Αθήνας για να στέκει στους αιώνες, δυσκολεύτηκα να ταυτίσω το αριστούργημα με το ερείπιο που διακρινόταν στο βάθος του οπτικού μου πεδίου. Αισθανόμουν ότι επρόκειτο για δύο διαφορετικά πράγματα.
Το ίδιο συμβαίνει, νομίζω, στους κατοίκους του Καΐρου. Η πυραμίδα της Γκίζας ορθώνεται στις εσχατιές της πόλης τους, κοντά σε κάτι χαμοκέλες, αντίκρυ από ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο. Οι ντόπιοι –που έγιναν ντόπιοι χιλιετίες μετά την έκλειψη των Φαραώ- δεν την αντιλαμβάνονται στην ουσία παρά ως πόλο έλξης των τουριστών. Τους οποίους χαρατσώνουν για να τους ανεβάσουν πάνω σε άλογα και σε καμήλες και να τους οδηγήσουν στην είσοδο του μνημείου. Όσοι δεν πάσχουν από κλειστοφοβία, ενθαρρύνονται να μπουν μέσα στην πυραμίδα και να βαδίσουν διπλωμένοι στα δύο μέχρι την ταφική αίθουσα, η οποία είναι –βεβαίως- θλιβερά κενή...
H πιο επικίνδυνη επιλογή για όσους είναι κληρονόμοι θαυμάτων είναι να επιδιώξουν να το κοινωνήσουν. Να σταθούν εμπρός του με όλους τους πόρους τους ανοιχτούς και να το αφήσουν να τους κατακλύσει.
Το πρόβλημα αφορά όλους τους κληρονόμους θαυμάτων. Όλους εκείνους που τους έλαχε να βρίσκονται σε ισόβια επαφή με κορυφαία ανθρώπινα δημιουργήματα, των οποίων ωστόσο δεν είναι οι ίδιοι δημιουργοί. Το να συνυπάρχεις ως κάτοικος Κωνσταντινούπολης με την Αγιά Σοφιά. Το να φυτρώνουν έξω απ'την αυλή του σπιτιού σου οι στύλοι του Ολυμπίου Διός. Το να έχει γραφτεί στη γλώσσα σου η Ορέστεια και ο Επιτάφιος του Περικλέους αποτελεί ένα γεγονός που εάν το συνειδητοποιήσεις, κινδυνεύεις να παραλύσεις. Κάπως σαν να έχει προσγειωθεί στο κρεββάτι σου η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου κι εσύ -από δέος- να κρατάς την ανάσα σου. Για να την αγγίξεις ούτε λόγος...\
Στους κληρονόμους θαυμάτων ανοίγονται τρεις επιλογές.
Η πρώτη –και όχι η λιγότερο έντιμη- είναι να κλείσουν τα μάτια μπρος στην ακτινοβολία τους, να τα φέρουν στις διαστάσεις τους, να τα εντάξουν στην καθημερινότητά τους. Οι Αθηναίοι επί Τουρκοκρατίας αντιμετώπιζαν τον Παρθενώνα σαν ένα ακόμα κάστρο. Έχτιζαν μέσα του εκκλησίες, κατοικούσαν με τις κατσίκες και τις κότες τους πάνω στην Ακρόπολη, εάν κάποιος τους ρωτούσε ποιο είναι το σημαντικότερο αξιοθέατο της μικρής τους πόλης, πιθανότερο να του έδειχναν το αρχοντόσπιτο κανενός κοτζάμπαση παρά τον ιερό βράχο. «Βολφ! Σταμάτα αγοράκι μου να στριμώχνεις τα κορίτσια και να χώνεις το χέρι σου κάτω απ'τις φούστες τους! Ρεζίλι με έχεις κάνει στη γειτονιά!» θα ωρυόταν πιθανόν η μάνα του Μότσαρτ. Και θα την απασχολούσε περισσότερο να τρώει ο μικρός Βόλφγκανγκ την σούπα του παρά να μελετάει στο κλειδοκύμβαλο.
Την δεύτερη επιλογή ακολούθησε ο πατέρας του Μότσαρτ και η σύγχρονη Ελλάδα από ιδρύσεως της. Διαφημίζεις το θαύμα που σου έλαχε, το περιφέρεις όπου υπάρχει φιλότεχνο κοινό και προσπορίζεσαι ό,τι μπορείς επιδεικνύοντάς το. Γίνεσαι μάνατζερ, εκδίδεις εισιτήρια και ιλουστρασιόν τουριστικούς οδηγούς, διαβαθμίζεις τους θαυμαστές ανάλογα με το βαλάντιό τους: «Για να επισκεφθείτε νύχτα με πανσέληνο τον ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, θα δώσετε κάτι παραπάνω...» «Για να σας παίξει ο Αμαντέους στο σαλόνι σας, θα ξηλωθείτε...»
Η αποτελεσματική διαχείριση του θαύματος προϋποθέτει την εθελούσια τύφλωση ή κώφωση του διαχειριστή. Αλοίμονο εάν άφηνες το δέος που αισθάνονται οι ξένοι να σε καταλάβει κι εσένα. Πώς θα ήσουν αποτελεσματικός; Το θαύμα γεμίζει τις τσέπες σου και τρέφει το εγώ σου χωρίς όμως να περνάει από μέσα σου. «Εγώ είμαι ο γνήσιος απόγονος και θεματοφύλακας των αρχαίων Ελλήνων!» καμαρώνεις και απαιτείς ό,τι σού έκλεψε ο Έλγιν, για να τα βάλεις κι αυτά στο μουσείο. «Καμαρώστε τα κομψοτεχνήματα της Βεργίνας, προσεχώς και της Αμφίπολης!» διαλαλείς. Εσύ πάλι και αν τα κοιτάς, δεν τα βλέπεις. Σκοπός σου είναι να τα αξιοποιήσεις, όχι να τα ερωτευτείς...
Η τρίτη -και πιο επικίνδυνη- επιλογή είναι να επιδιώξεις να κοινωνήσεις το θαύμα. Να σταθείς εμπρός του με όλους τους πόρους σου ανοιχτούς και να το αφήσεις να σε κατακλύσει.
Πώς θα επηρεαζόταν η καθημερινότητα μας, εάν ανεβαίναμε τακτικά στην Ακρόπολη; Πόσο πιο κούφια θα μας φαίνονταν τα λόγια και οι πράξεις των σημερινών πολιτικών, εάν είχαμε επί της ουσίας μελετήσει Θουκυδίδη; Κάποιος που θα διδαχθεί τις Βάκχες του Ευριπίδη, θα ξανανοίξει άραγε τηλεόραση και αν ναι, για να δει τι;
Δεν εννοώ να συντριβούμε και να ευνουχιστούμε από τη λάμψη. Το ακριβώς αντίθετο εννοώ - να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να φωτιστεί και να γονιμοποιηθεί. Να αντιληφθούμε τη συγγένεια τοπίου και γλώσσας δημιουργικά, δυναμικά, και όχι σαν ψυχοτρόπο φάρμακο είτε σαν πατρογονικό οικόπεδο προς εμπορική εκμετάλλευση.
Το επεδίωξε η γενιά του '30. Έχασε στα σημεία, μάς άφησε όμως και Τσαρούχη και Ελύτη.
Το επιχείρησαν ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ με τις Δελφικές Γιορτές. Ίσως οι μιμητές τους να εκφυλίστηκαν στη γραφικότητα – εκείνοι ωστόσο έδωσαν στον Αισχύλο την ευκαιρία να βγει επιτέλους από τα κιτάπια των φιλολόγων και να ζωντανέψει ως δρώμενο.
Ο σπουδαίος, προφορικός –και για αυτό σχεδόν λησμονημένος- διανοούμενος του Μεταπολέμου Γιώργος Μακρής είχε συντάξει τον Νοέμβριο του 1944 μια φλογερή προκήρυξη ενός «Συνδέσμου Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων». Έγραφε: «Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη και τέλεια κατεδάφιση του Παρθενώνα. Ο οποίος μας έχει κυριολεκτικώς πνίξει...»
Δίκιο είχε ο Μακρής. Όσο συγκατοικούμε με το θαύμα δίχως να συνδιαλεγόμαστε μαζί του, το θαύμα θα μας πνίγει και θα μας υποδουλώνει.
σχόλια