Τη βλέπουμε να κυματίζει καθημερινά σε σχολεία, δικαστήρια, δημαρχεία, υπουργεία κ.λπ. δημόσια κτίρια, σε αρχαιολογικά μνημεία, ναούς, βενζινάδικα, στρατόπεδα, γήπεδα, βαπόρια, πολλές φορές και σε σπίτια ή τροχοφόρα. Η πρωινή της έπαρση είναι από τις πιο οικείες παραστάσεις των μαθητικών χρόνων, μαζί με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου σε στάση προσοχής (που ποτέ δεν κατάφερα να τηρήσω, όντας νευρόσπαστο παιδιόθεν). Εννέα ισοπαχείς, οριζόντιες κι εναλλασσόμενες λευκές και γαλάζιες λωρίδες κι ένας λευκός σταυρός σε μπλε φόντο στο πάνω αριστερό μέρος ορίζουν την επίσημη εθνική σημαία της χώρας από τον Δεκέμβριο του 1978 – ως τότε, επίσημη ήταν αυτή με το κυανό πλαίσιο και τον μεγάλο λευκό τετράγωνο σταυρό στη μέση που είχε ορίσει τον Μάρτιο του 1822 η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (απόφαση Προσωρινής Διοίκησης αρ. 540, παρ. ρδ'-ρε'), ενώ η γαλανόλευκη με τις λωρίδες ορίστηκε ως σημαία του Πολεμικού Ναυτικού.
Όσο αφορά τον συμβολισμό της, η επίσημη εκδοχή λέει ότι τα χρώματά της συμβολίζουν το γαλάζιο του Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων του, ενώ οι εννέα λωρίδες αντιστοιχούν στις συλλαβές του κορυφαίου σλόγκαν της Ελληνικής Επανάστασης «ελευθερία ή θάνατος». Ο σταυρός, πάλι, υποδεικνύει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα συν, βεβαίως, το ακλόνητο χριστιανικό φρόνημα του γένους. Νεότεροι μελετητές, ωστόσο, θεωρούν ότι αυτός ο τύπος της σημαίας προκρίθηκε από τον αγγλόφιλων φρονημάτων Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο της Α' Εθνοσυνέλευσης, κατ' αντιγραφή της σημαίας της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών που ίσχυε μεταξύ 1660-1704 και μοιάζει πράγματι πολύ με τη δική μας, με τη διαφορά πως ήταν κόκκινη-άσπρη. Κάτι που, εφόσον αληθεύει (υπάρχει η ένσταση ότι δύσκολα θα γνώριζε την εν λόγω σημαία ο γεννηθείς το 1791 Μαυροκορδάτος), δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό καθώς η Εταιρία αυτή ήταν για αιώνες το «μακρύ χέρι» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Ασία, καταδυναστεύοντας πληθυσμούς, λεηλατώντας πόρους και προκαλώντας μέχρι πολέμους όπως αυτοί του οπίου μεταξύ Βρετανίας-Κίνας. Το αρχικά ανοικτό κυανό χρώμα της σημαίας «σκούρυνε» στα χρόνια του Όθωνα ώστε να προσομοιάζει, καθώς λέγεται, στο βαθύ μπλε του βασιλικού οίκου της Βαυαρίας, ενώ προστέθηκε ένα στέμμα στο κέντρο του σταυρού. Από τότε, βασιλικά εμβλήματα προστέθηκαν κι αφαιρέθηκαν τουλάχιστον τρεις φορές από την επιφάνειά της.
Θα ήταν ονειρικό να καταργούσαμε κάποτε σημαίες, κράτη, σύνορα και στρατούς, να στήναμε παντού αυτόνομες, αυτοδιαχειριζόμενες, αλληλέγγυες κοινότητες κάτω από πολύχρωμα λάβαρα, ίσαμε τότε όμως ας διατηρούμε τουλάχιστον το δικαίωμα να νοηματοδοτούμε τη γαλανόλευκη όπως εμείς θέλουμε...
Μικρή σημασία έχει ωστόσο το πώς, ποιος, πότε και γιατί την καθιέρωσε τη γαλανόλευκη. Σημαντικότερο είναι τι αισθήματα νιώθουμε οι σύγχρονοι Έλληνες αντικρίζοντάς τη. Γιατί βέβαια, όπως κανένα έθνος δεν είναι ομοιογενές κι ενιαίο κοινωνικά - εκτός ίσως από κάτι μικροσκοπικά νησιωτικά κρατίδια -, έτσι και δεν συγκινούμαστε όλοι το ίδιο στη θέα της. Είναι, εξάλλου, τόση η εθνοφυλετική προπαγάνδα που λουστήκαμε στην εκπαίδευση, τα ΜΜΕ και τον δημόσιο λόγο από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τουλάχιστον μέχρι τη μεταπολίτευση – προπαγάνδα που «βρικολάκιασε» την τελευταία δεκαετία χάρη σε κάτι Χριστόδουλους, Αδώνιδες, Καμένους, Δίκτυα 21, Χρυσαυγές, το «μακεδονικό», τη γεωμετρικά αυξανόμενη ξενοφοβία και τις απανωτές εθνικές αθλητικές διακρίσεις, που φυσικά οφείλονταν «στο DNA της φυλής» και όχι, όπως εν πολλοίς συνέβαινε, στις «ψαγμένες» ντόπες -, ώστε ήταν επόμενο το εθνικό σύμβολο να δημιουργήσει τόσο φανατικούς λάτρεις όσο κι αρνητές.
Για τους «απλά» ρομαντικούς, τους εθνικόφρονες, τους ακροδεξιούς κ.λπ. «επαγγελματίες πατριώτες», η γαλανόλευκη αντιπροσωπεύει την τρισχιλιετή δόξα του εκλεκτού, «ανάδελφου» γένους μας, ένα σύμβολο ιερό για το οποίο, όπως μαθαίναμε σχολείο, χιλιάδες θυσιάστηκαν χύνοντας «ποταμούς αίματος». Κι ας μην ήταν μόνο απελευθερωτικοί (όπως το '21) ή αμυντικοί (όπως το '40-41) αυτοί οι αγώνες αλλά επίσης κατά βάση κατακτητικοί (Βαλκανικοί Πόλεμοι-Μικρασία) ή ιμπεριαλιστικοί (Ουκρανία '19, Κορέα '50). Άξιζε, οπότε, να την κρατούν στις σχολικές παρελάσεις μόνο οι αριστούχοι μαθητές (ποιος δεν θυμάται τον συνεπικουρούμενο από διευθυντές και γονείς άγριο ανταγωνισμό ανάμεσα στους σπασίκλες του σχολείου για το «χρίσμα» του σημαιοφόρου), που βέβαια θα έπρεπε να είναι «Έλληνες το γένος» σύμφωνα όχι με κάποιο κανονισμό αλλά με τη λογική του μέσου «Ελληνάρα». Είχαμε, έτσι, τα σκηνικά ντροπής με τον Οδυσσέα Τσενάι κι άλλους αλλοδαπούς αριστούχους που τελικά υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν στους τάχατες απευθείας απογόνους του Περικλή και του Μεγαλέξανδρου τη θέση τους - και το ζήτημα εδώ δεν είναι αν χρειάζονται ή όχι οι παρελάσεις κι οι σημαίες (προσωπικά, λέω ευθαρσώς «όχι»), αλλά τα όρια ανοχής μας στην ετερότητα. Όρια που στένεψε στο μη παρέκει η Χρυσή Αυγή - είχε προηγηθεί ο επίσης πατριδοκάπηλος και σημαιολάγνος ΛΑΟΣ, που όμως αποδείχθηκε... λίγος -, η οποία κατάντησε τη σημαία ένα ρατσιστικό, φαιόχρωμο κουρελόπανο «παντρεύοντάς τη» με τη σβάστικα, ανεμίζοντάς τη σε εκδηλώσεις μίσους και δένοντάς τη στα κοντάρια των «ταγμάτων εφόδου».
Εννοείται ότι ο πατριωτισμός, με ή χωρίς το πρόθεμα «υπέρ», δεν είναι δεξιό «μονοπώλιο» – πλήθος ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν αγκαλιά με τους πράσινους ήλιους σε εκείνες τις «μεγαλειώδεις» προεκλογικές συγκεντρώσεις του παλιού ΠΑΣΟΚ, που μαζί με την κοινωνική δικαιοσύνη υποσχόταν εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Ελληνικές σημαίες υπήρχαν πάντα στις συγκεντρώσεις του ΚΚΕ Εσ., στο λάβαρο του οποίου γαλανόλευκες λωρίδες συνόδευαν το σφυροδρέπανο, ενώ ήταν σπάνιες ή ανύπαρκτες στις συγκεντρώσεις και τις πορείες του ΚΚΕ πριν το '90, για να πυκνώσουν αισθητά με την εθνικιστική «στροφή» του κόμματος στη συνέχεια. Δεν έπαψε, όμως, ποτέ να είναι «κόκκινο πανί» για την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και φυσικά τον αντιεξουσιαστικό χώρο: «Φαντάζει ωραία/καμένη η σημαία!», λέει το σύνθημα και δεν είναι λίγες οι φορές που αναρχικοί έσκισαν και πυρπόλησαν δημόσια σημαίες, αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια. Ο ίδιος νόμος προβλέπει 6μηνη φυλάκιση ή πρόστιμο για τη φθορά ή το κάψιμο ξένων σημαιών, δίωξη όμως ασκείται μόνο με απαίτηση της θιγόμενης χώρας.
Δέκα μήνες με αναστολή έφαγαν πέρσι δύο φοιτητές που συνελήφθησαν επειδή έκαψαν την ελληνική σημαία έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στις Σέρρες, ενώ στο δικαστήριο είχε οδηγηθεί ο ηθοποιός Βασίλης Διαμαντόπουλος όταν υπερασπίστηκε δημόσια την πυρπόληση σημαίας στην κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του '95: «Είναι απλά ένα πανί που το δώσαν σε έναν ράφτη που το 'ραψε καταλλήλως και δεν έχει καμία παραπέρα σημασία... Σημασία έχει τι υπάρχει πίσω από αυτό το σύμβολο. Αν συμβολίζει μία κοινωνία πολιτισμένη που ξέρει τους στόχους της, μια κοινωνία αποφασισμένη να ορμήσει, να αγωνιστεί, αυτό, ναι, το σέβομαι και το προσκυνώ. Αλλά αυτό το πανί που κάψανε, καλά κάνανε και το κάψανε. Γιατί αυτό το πανί αντιπροσωπεύει μια σαπίλα σήμερα», είχε δηλώσει. Σημειωτέον ότι έχουν γίνει «πεσίματα» ακόμα και σε άσχετα άτομα που έφεραν πάνω τους σημαία ή εθνόσημο, ενώ επεισόδια είχε προκαλέσει η έμπνευση του B-Real να ανεβάσει επί σκηνής μια ελληνική σημαία στη συναυλία των Cypress Hill τον Ιούλιο του ΄04 στο Θέατρο Πέτρας – ομάδα θεατών ξεκίνησε τότε να γιουχάρει και να πετροβολά (!) το συγκρότημα, που πάντως μετά ημίωρη διακοπή επανήλθε.
Η ίδια σημαία που στα μάτια ενός συμβολίζει ένα μικρό πλην ηρωικό έθνος με τεράστια επιτεύγματα και λαμπρό παρελθόν, όπως το θέλει ο εθνικός μας μύθος, στα μάτια κάποιου άλλου αντιπροσωπεύει απλά ένα αυταρχικό, διεφθαρμένο, υπανάπτυκτο, ληστρικό κράτος, κάτι αρκετά πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι η αλήθεια. Αλλιώς την αντίκριζαν οι φαντάροι στο αλβανικό μέτωπο, οι αντιστασιακοί στην Κατοχή, οι ταγματασφαλίτες, οι Απριλιανοί, οι Λαμπράκηδες, οι Νεοδημοκράτες, οι Πασόκοι, διαφορετικά αισθήματα προκαλεί στους εθνολαϊκιστές, τους αριστερούς, τα «Αβγά», τα φρικιά, τους μειονοτικούς, τους μετανάστες, τους κατοίκους της μεθορίου, τους μεγαλόσχημους, τους «βολεμένους», τους μικροαστούς, τους μακροχρόνια άνεργους, τους «απέξω».
Το ίδιο πανί που εσύ δίκαια θα σιχτιρίσεις, με όλο αυτό το αρνητικό ιδεολογικό φορτίο που έφτασε να κουβαλάει, μπορεί να συγκινήσει έναν ξενιτεμένο Έλληνα ή και φιλέλληνα ξένο, δίχως αυτό να τον κάνει απαραίτητα «σοβινιστή». Θα ήταν ονειρικό να καταργούσαμε κάποτε σημαίες, κράτη, σύνορα και στρατούς, να στήναμε παντού αυτόνομες, αυτοδιαχειριζόμενες, αλληλέγγυες κοινότητες κάτω από πολύχρωμα λάβαρα, ίσαμε τότε όμως ας διατηρούμε τουλάχιστον το δικαίωμα να νοηματοδοτούμε τη γαλανόλευκη όπως εμείς θέλουμε – αν θέλουμε - φωνάζοντας ένα «όχι» μεγαλοπρεπές σαν της 28ης Οκτωβρίου σε κάθε καπηλεία της στο όνομα κάποιας μικρόψυχης, «πριβέ», απαρτχάιντ πατρίδας.
σχόλια