Πότε έπαψε ο Έλληνας να είναι Οδυσσέας;

Πότε έπαψε ο Έλληνας να είναι Οδυσσέας; Facebook Twitter
Οδυσσέας και Τηλέμαχος σκοτώνουν τους μνηστήρες/ Christophe Thomas Degeorge
6

«Πότε έπαψε ο Έλληνας να είναι Οδυσσέας;» αναρωτήθηκα κοιτάζοντας μέσα απ'το ΚΤΕΛ, Πάτρα-Αθήνα, τον φουρτουνιασμένο Κορινθιακό.


Αναρωτήθηκα από μέσα μου, εννοείται. Θα ήταν σχεδόν κωμικό να θέσω τέτοιο προβληματισμό στους μισοναρκωμένους απ'το κούνημα του λεωφορείου και στιβαγμένους στα στενά καθίσματα συνεπιβάτες μου... Χάρη στην κρίση, τα «υπεραστικά» –που στον καιρό της ευμάρειας τα καταδέχονταν μονάχα οι μετανάστες- γνωρίζουν σήμερα μεγάλες δόξες. Η μεσαία τάξη, η οποία κάποτε δεν χαμπάριαζε από βενζίνες και διόδια, κατακλύζει τώρα τους σταθμούς των ΚΤΕΛ. Και ταξιδεύει σχετικά ανθρώπινα κι απρόσωπα. Πού οι παλιές εποχές, τα ηρωικά '70ς, όταν ο οδηγός έβαζε στη διαπασών λαϊκοδημοτικά, οι επιβάτες μεράκλωναν και έπιαναν τον σκοπό ή και τον χορό - καλαματιανοί εν κινήσει στην Εθνική Οδό; Μόνο ένας Κουστουρίτσα ή ένας Πάνος Χ. Κούτρας μπορεί να αναπαραστήσει τέτοια γλέντια...

Το ερώτημά μου πάντως για τον Οδυσσέα στάθηκε κάθε άλλο παρά ποιητικό.

Εάν ένας ήρωας αντανακλούσε επί χιλιετίες τον εθνικό μας χαρακτήρα, αυτός δεν ήταν άλλος από τον θρυλικό βασιλιά της Ιθάκης.
Όχι ο απρόσιτα ωραίος και γενναίος Αχιλλέας. Ούτε ο απάνθρωπα αλλαζών Αγαμέμνων. Ούτε ασφαλώς ο σοφός Νέστορας...

Πώς συμπολίτες μας προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία; Αντιδρούν με πανικό σε ό,τι απειλεί την μίζερη έστω βολή τους; «Εγώ από μικρό παιδί δεν γούσταρα ντράβαλα και περιπέτειες. Να σχολάω ήθελα κάθε μεσημέρι στις δύο και να επιστρέφω ξένοιαστος στο σπίτι μου.»


Αλλά ο εμπνευστής του Δούρειου Ίππου. Ο πολυμήχανος, ο μπαγαπόντης. Εκείνος που ήξερε τους πλάγιους τρόπους, τα πονηρά κόλπα. Που έπαιζε με τις ψυχολογικές αποχρώσεις φίλων και εχθρών - που έπαιζε και με τους θεούς ακόμα. Ο κατ'εξοχήν επιβιωτικός. Ο επί δεκαετία περιπλανώμενος σε μακρινές στεριές και θάλασσες, πότε τραβώντας των παθών του τον τάραχο, πότε απολαμβάνοντας μέρες κρασιού και λουλουδιών στην αγκαλιά της Καλυψώς. Ο καυχησιάρης, που αφού τύφλωσε τον Πολύφημο με το όνομα «Κανένας», μετά δεν άντεξε να μην του συστηθεί, για να θαυμάσει όλος ο ντουνιάς το ανδραγάθημα του, τι κι αν το μάθαινε κι ο πατέρας του Κύκλωπα, ο Ποσειδώνας, και τον καταδίωκε ως τα πέρατα της οικουμένης; «Οδυσσεύς» εξάλλου σημαίνει εκείνον που εξοργίζει τους άλλους... Ο παραμυθάς, ο οποίος μάγεψε τους Κερκυραίους τραγουδώντας τα πάθη του κι έπεισε τον πατέρα της Ναυσικάς να τον στείλει με ασφάλεια στην Ιθάκη. Ο μάστορας, που κατασκεύαζε με τα χέρια του καράβια και κρεββάτια. Εκείνος που εξόντωσε τους μνηστήρες για να ξανακερδίσει το βασίλειο του και την Πηνελόπη όμως αντί να γαληνέψει και να τα χαρεί, άρχισε από την επομένη κιόλας μέρα να σχεδιάζει καινούργια ταξίδια...


Μικρούς και μεγάλους Οδυσσείς συναντάμε καθ'όλη τη διαδρομή του Ελληνισμού. Ανθρώπους που φλέγονταν από τη λαχτάρα ενός γυρισμού, γνωρίζοντας ότι και πάλι –ανικανοποίητοι- θα έβγαιναν στο δρόμο. Που ονειρεύονταν το αιώνιο, ποντάροντας στο εντελώς πρόσκαιρο. Που κατακτούσαν με διπλωματία και με γαλιφιά τους ίδιους τους κατακτητές τους.


Έτσι δεν επιβίωσαν η γλώσσα και η συλλογική μας ταυτότητα υπό αλλεπάλληλους ξένους ζυγούς; Απ'την προσάρτηση της Ελλάδας στην ρωμαϊκή κυριαρχία, το 146 π.Χ., η οποία περισσότερο επηρέασε τους Ρωμαίους παρά τους Έλληνες. Μέχρι τη διακυβέρνηση των παραδουνάβιων χωρών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από Έλληνες ηγεμόνες. Απ'τις απανταχού παροικίες, που ανέθρεφαν δαιμόνιους επιχειρηματίες σαν τον Συγγρό και ποιητές σαν τον Καβάφη, μεγιστάνες σαν τον Ωνάση και σκηνοθέτες σαν τον Καζάν. Από τον Κεφαλλονίτη Κωνσταντίνο Γεράκη, ο οποίος έγινε τον 17ο αιώνα αντιβασιλιάς στο Σιάμ. Έως τον Ανδρέα Κορδοπάτη, τον φτωχό Πελοποννήσιο των αρχών του 20ου αιώνα, που δεν θα το έβαζε κάτω εάν δεν μετανάστευε νόμιμα ή παράνομα στην Αμερική. Που οι Αμερικάνοι του βρόνταγαν στα μούτρα την πόρτα κι εκείνος τρύπωνε από το παράθυρο – τα γράφει απαράμιλλα ο Θανάσης Βαλτινός στο ομώνυμο βιβλίο του...


Πώς από εκεί που δεν ορρωδούσαμε προ ουδενός –«το δισάκι μου στον ώμο και στο δρόμο!»- καταλήξαμε δέσμιοι του ίδιου μας του κράτους; Εναποθέσαμε τις ανάγκες και τις ελπίδες μας σε γραφειοκράτες και σε διαπλεκόμενους πολιτικούς, οι οποίοι ανταλλάσσουν ψήφους με ρουσφέτια, που κάνουν τούμπες για να μπουν στο payroll ή ακόμα και στο σαλόνι κάποιου αντιστοίχως διαπλεκόμενου επιχειρηματία; Πώς γραπωθήκαμε –ισόβια βρέφη- απ'τον μαστό του δημόσιου τομέα κι όταν εκείνος στέρεψε, πάθαμε άρνηση, αγανάκτηση, κατάθλιψη; Πώς συρρικνώσαμε τους πόθους μας σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο υπό διαρκή κατάληψη, σε μια θεσούλα υπαλλήλου που δεν παράγει σχεδόν τίποτα, σε ένα κρεββάτι πληκτικού γάμου και σε ένα ράντζο υπολειτουργούντος νοσοκομείου;


Πώς συμπολίτες μας –οι περισσότεροι, φοβάμαι, συμπολίτες μας, σαράντα αλλά και είκοσι χρονών- προτιμούν την ασφάλεια από την ελευθερία; Αντιδρούν με πανικό σε ό,τι απειλεί την μίζερη έστω βολή τους; «Εγώ από μικρό παιδί δεν γούσταρα ντράβαλα και περιπέτειες. Να σχολάω ήθελα κάθε μεσημέρι στις δύο και να επιστρέφω ξένοιαστος στο σπίτι μου» μου έλεγε, ειλικρινέστατα, τις προάλλες ένας συνομήλικός μου. «Όποιον μου το εξασφαλίσει αυτό, θα τον ψηφίσω...»


Το πότε και το πώς έπαψε ο Έλληνας να είναι Οδυσσέας σηκώνει πολυποίκιλες ερμηνείες. Ιστορικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές. Την πιο αισιόδοξη ωστόσο για το δικό μας μέλλον απάντηση την δίνει ο ίδιος ο πανάρχαιος μύθος:

Καμιά διάθεση δεν είχε ο ίδιος ο Οδυσσέας να εγκαταλείψει την Ιθάκη και να τρέχει στην Τροία. Τόσο εξαρτημένος ήταν από τη βολή του μικρού του νησιού –στο οποίο ήταν όμως βασιλιάς- ώστε όταν τον κάλεσαν στην Αυλίδα, όπου συγκεντρωνόταν ο ελληνικός στόλος, υποδύθηκε τον τρελό. Πήγε σε ένα χωράφι του και άρχισε να σπέρνει αλάτι. Και μόνο αφού ο Παλαμήδης ακούμπησε μπροστά στο άροτρο του τον νεογέννητο Τηλέμαχο, πέταξε ο Οδυσσέας τη μάσκα και φόρεσε την πανοπλία. Έπρεπε να τον φέρουν δηλαδή στο μη παρέκει.


Ίσως και εμείς να μην έχουμε φτάσει ακόμα στο μη παρέκει. Για αυτό και δίνουμε ακόμα βάση σε έωλες υποσχέσεις μέτριων δημαγωγών. Και μισοναρκωμένοι ταξιδεύουμε μέσα στο εθνικό μας λεωφορείο.

6

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

4 σχόλια
Σωστη ερωτηση, δυσκολη απαντηση.Υπαρχει ακομα ο Ελληνας Οδυσσεας, περισσοτερο η λιγοτερο επιτυχημενος. Πολλοι που φυγαμε για αλλου και ειμαστε ακομα στο δρομο, πληρωνοντας το τιμημα της ξενιτιας αλλα θελοντας να δημιουργησουμε και να ζουμε σαν ανθρωποι σε μια κοινωνια ανθρωπων που θα διαπνεεται απο αρχες και σεβασμο. Κατι που η ιδια η χωρα μας δεν μπορεσε να μας δωσει. Και κατι που πληγωνει. Καθε μερα. Καποιοι μεινανε πισω στην πατριδα και οντως σχολανε στις 3. Νομιζω τελικα ειναι θεμα αξιων. Και κουλτουρας. Οταν η αριστεια δεν διαπιστωνεται, επιβραβευεται και εξυψωνεται, τοτε μαλλον επικρατει μετριοκρατια.
Όντως Βαρδάρη, για πολλούς, η "Ιθάκη" δεν βρίσκεται στην Ελλάδα αλλά πρόκειται για φυσικό ή ιδεατό προορισμό που οι ίδιοι επέλεξαν. Το παράδοξο είναι πως γι αυτούς η Ελλάδα, ως (φυσικός) τόπος αλλά και ως τρόπος (τρόπος ζωής ή νοοτροπία), συχνά λειτουργεί όπως οι Σειρήνες. Είναι ο νόστος της γλυκειάς ζωής πίσω στα πάτρια εδάφη, ανάμεσα σε φίλους και οικογένεια (ο πειρασμός του επαναπατρισμού, δηλαδή), στον οποίο αν ενδώσει ο Οδυσσέας, μπορεί χάσει τον δρόμο του και μην φτάσει ποτέ στην πραγματική "Ιθάκη". Υπάρχουν όμως και πολλοί "Οδυσσείς" που ζουν στην Ελλάδα και αναζητούν και αυτοί την ιδεατή Ιθάκη, αντιστεκόμενοι σε διάφορες "Σειρήνες". (Δεν αναφέρομαι στον Σειρηνάκη και τις τσόντες του, μπαϊ δε ουαίη :-) ).
Ο κρατικοδίαιτος Έλληνας πιο πολύ με τους Μνηστήρες μοιάζει.Μπορεί να είναι Αγέλαος (ένας από τους Μνηστήρες--απ' το άγω+λαός = αυτός που οδηγεί τον λαό) ή μέλος της αγέλης που άγεται. (που τα βρίσκω, ε; --στην Wikipedia :-) )Πάντως από το 1897 μέχρι το 1947, 50 χρόνια, η Ελλάδα έζησε σχεδόν συνεχείς πολέμους, με δυο τρομερές καταστροφές (την Μικρασιατική και τον Εμφύλιο). Η δε Μικρασιατική Καταστροφή "ευνούχησε" την άρχουσα τάξη, που μέχρι τότε προσπαθούσε να κάνει την Ελλάδα περιφερειακή δύναμη (και θα μπορούσε να έχει πετύχει). Έκτοτε η άρχουσα τάξη, ο καπετάνιος, δεν έχει συνέλθει (έφαγε κι άλλες σφαλιάρες, προδοσίες από συμμάχους, κλπ--Κύπρος π.χ.). Δεν έχει λοιπόν σχέδιο, έκτοτε, δεν ξέρει προς τα που να σαλπάρει ξανά. Όσο για τον λαό, φυσικό ήταν, μόλις έγινε ειρήνη, να προσπαθήσει να βρει "απάγκειο". Σε τελική ανάλυση και ο Οδυσσέας ξαπόσταινε κάθε τόσο (με την Καλυψώ, au bord de l'eau, έμεινε 10 χρόνια--να μην αράξουμε λιγάκι κι εμείς;). Κάποιοι το κατάφεραν το '50 - '60, οι υπόλοιποι διεκδίκησαν, και πέτυχαν το δικό τους "απάγκειο", μετά το '81. Το απογοητευτικό, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτό που ακολούθησε απ'το '90 και μετά. Σάπισε το καράβι.
Αντιστεκόμαστε στο μέλλον. Αυτό νομίζω ότι μας συμβαίνει. Το φοβόμαστε, αρνούμαστε να του "ανοιχτουμε", να το δοκιμάσουμε. Όσο κι'ας το παρόν μας ξεθωριασε, έχασε κάθε ομορφιά. Εκείνο που φαίνεται πως δεν έχουμε καταλάβει είναι ότι το μέλλον θά'ρθει, δε γίνεται, δεν Μπορούμε να το αποφύγουμε. Μόνο που όσο καθυστερουμε, τόσο περισσότερο δυσκολευουμε τον ερχομό του....