Η κρίση του 2008 αναστάτωσε, μέσα σε όλα τα άλλα, και όσους επένδυαν τα πάντα στην ταυτότητά τους ως «φιλελεύθεροι», ως «αριστεροί», ως «κεντροδεξιοί» κ.λπ. Μιλώντας επί προσωπικού, μου συνέβησαν πράγματα που δεν είχα φανταστεί στο παρελθόν. Ταυτόχρονες προσκλήσεις να μιλήσω σε hedge funds στο Λονδίνο, στους «Αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα (τόσο στην Κάτω όσο και στην Άνω Πλατεία), στη Βουλή των Λόρδων (Λονδίνο), σε εκδηλώσεις αναρχικών και αριστεριστών στη Σλοβενία, στο Bloomberg (Ν. Υόρκη και Λονδίνο) κ.λπ. κ.λπ. Το «χειρότερο» το άφησα για τελευταίο: αν και έλεγα λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα σχετικά με την κρίση σε τόσο διαφορετικό κοινό, η υποδοχή, και αποδοχή, αυτών που έλεγα ήταν σχεδόν πανομοιότυπη – είτε μιλούσα σε τραπεζίτες στην Ελβετία είτε σε αναρχοαυτόνομους στην Κροατία!
Ο λόγος που η κρίση του 2008 άλλαξε τον κόσμο και δημιούργησε αυτή την περίεργη «σύμπνοια» μεταξύ τόσο διαφορετικών ανθρώπων (προερχόμενων από την Αριστερά και τη Δεξιά), τουλάχιστον ως προς τη «διάγνωση» του προβλήματος, είναι απλός: η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η διάσωσή του από το υστέρημα των πολιτών (ιδίως των πιο αδύναμων) είχε θύματα και στις δύο πλευρές της «ταξικής πάλης», τόσο των επιχειρηματιών όσο και των μισθωτών. Επρόκειτο για μια κυνική, γιγάντια μεταφορά πόρων από ολόκληρη την κοινωνία της παραγωγής προς τους πτωχευμένους τραπεζίτες. Από τη Νέα Υόρκη έως την Αθήνα και από τη Λισαβόνα έως το Ελσίνκι.
Μπροστά, λοιπόν, στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η κρίση του 2008, παρατηρούμε τη φιλότιμη προσπάθεια των δύο αντίπαλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων να παραμείνουν πιστά στην προ του 2008 αφηγηματική τους «κόντρα».
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της ιστορικής συγκυρίας ήταν να μπερδευτούν αυτοί που πάσχιζαν να παραμείνουν πιστοί στα προ του 2008 αφηγήματα. Παραδείγματος χάριν, πλειάδα φιλελεύθερων που κατακεραύνωναν (και εξακολουθούν να το κάνουν) την ασυδοσία των κρατικών παρεμβάσεων έπιασαν τον εαυτό τους να υπεραμύνονται (ιδίως στην Ελλάδα) του μεγαλύτερου κρατικού δανείου στην ιστορία της ανθρωπότητας, από το οποίο επιδοτήθηκε μια μικρή ομάδα «επιχειρηματιών» (δηλαδή των τραπεζιτών), φορτώνοντας όλα αυτά τα νέα, μνημειώδη χρέη στους αδύναμους ώμους αθώων πολιτών και επιχειρηματιών. Πώς να μη βραχυκυκλώσουν οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές των μνημονίων; Την ίδια στιγμή, πολλοί, εξ αριστερών ορμώμενοι, έπιασαν τον εαυτό τους να υποστηρίζει ένα κράτος δήθεν πρόνοιας, το οποίο οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν (τουλάχιστον έως πριν από την κρίση) ως μηχανισμό καθησυχασμού των λαϊκών αντιδράσεων στον καπιταλισμό και στην ταξική πάλη και εκμαυλισμού των συνειδήσεων όσων απευθύνονταν στο κράτος για μια θλιβερή θέση στο Δημόσιο, για ένα επίδομα, για ένα κομμάτι ψωμί.
Μπροστά, λοιπόν, στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η κρίση του 2008, παρατηρούμε τη φιλότιμη προσπάθεια των δύο αντίπαλων ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων να παραμείνουν πιστά στην προ του 2008 αφηγηματική τους «κόντρα». Εμβληματικοί αυτής της προσήλωσης στην προ του 2008 εποχή είναι οι νεοφιλελεύθεροι, που, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν, υποθέτουν ότι ο θρίαμβος του ιδιωτικού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των πτωχευμένων, διαπλεκόμενων τραπεζιτών) είναι η μόνη λύση, και οι αριστεροί, που με την ίδια βαρετή σιγουριά αναπαράγουν το αφήγημα μιας ταξικής πάλης, το οποίο κατατάσσει στην ίδια «πλευρά» τον διαπλεκόμενο τραπεζίτη και τον βιοτέχνη ή τον μικροβιομήχανο που πασχίζει να κρατήσει την παραπαίουσα επιχείρησή του εν ζωή.
Σημαίνει, όμως, αυτή η σύγχυση, αυτό το νέο σκηνικό που έφερε στην επιφάνεια η κρίση του 2008, ότι η διαχωριστική γραμμή Αριστεράς - Δεξιάς έχει ξεπεραστεί; Ότι είναι παρωχημένη; Σε καμιά περίπτωση. Εστιάζω σε δύο παραδείγματα, πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο, που αναδεικνύουν πόσο επίκαιρη παραμένει η διαχωριστική γραμμή Αριστεράς - Δεξιάς: τον κατώτατο μισθό και το φοιτητικό άσυλο στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η πολιτική της Τρόικας όσον αφορά τους ελάχιστους μισθούς είναι ότι όσο πιο χαμηλοί είναι, τόσο καλύτερα, καθώς αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Το καθαρά δεξιό αυτό σκεπτικό βασίζεται στην υπόθεση ότι η εργασία είναι σαν τα μαρούλια στη λαϊκή αγορά: όταν μένουν απούλητα μέχρι τις 12 το μεσημέρι, πρέπει να ρίξει ο μανάβης την τιμή τους, έως ότου να ξεπουλήσουν. Η αριστερή προσέγγιση διαφέρει επειδή κρίνει πως η εργασία διαφέρει ποιοτικά από τα μαρούλια. (Γι' αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, προτείνει την επανάκαμψη του κατώτατου μισθού στα επίπεδα του 2012.)
Η απάντηση εκείνων που παραδέχονται μεν ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να δίνει τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά παράλληλα φοβούνται πως πολλές μικρές επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να καταβάλλουν 700 ευρώ τον μήνα, είναι ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού εν μέσω κρίσης θα αυξήσει την ανεργία. Άρα, αναρωτιούνται κάποιοι, γιατί είναι «προοδευτική» πολιτική η αύξηση του κατώτατου μισθού;
Δεν θα ασχοληθώ με την (σημαντική) κεϋνσιανή απάντηση ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα βοηθήσει να βελτιωθεί η συνολική ζήτηση, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων όλων των επιχειρήσεων. Θα επικεντρωθώ, αντίθετα, σε μια απάντηση που αναδεικνύει τη διαφορετική αντίληψη Αριστεράς - Δεξιάς: Αν μια μικρή επιχείρηση καρκινοβατεί και ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να καταβάλλει έναν αξιοπρεπή μισθό (π.χ. των 700 ευρώ) σε εργαζόμενο, τότε δεν δικαιούται να είναι... εργοδότης. Τι να είναι τότε; Εφόσον κρίνει πως η επιχείρηση έχει μέλλον, μπορεί να πάρει τον εργαζόμενο συνεταίρο του και να μοιράζονται τα όποια κέρδη μισά-μισά (κάτι που απαιτεί αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, που να καθιστούν εύκολη την επέκταση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί της επιχείρησης στους έως τώρα εργαζομένους).
Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα επιτρέψει στη μικρή, καρκινοβατούσα επιχείρηση να προχωρήσει χωρίς ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ για τον εργαζόμενο (ο οποίος είναι πια συνέταιρος και όχι μισθωτός), παρά μόνον πληρώνοντας ΦΠΑ, φόρο επί των κερδών και όποιες άλλες εισφορές πλήρωνε έως τώρα ο επιχειρηματίας για τον εαυτό του. Να μια αριστερή εναλλακτική στη δεξιά αντίληψη περί μισθών πείνας: όποιος εργοδότης δεν μπορεί να καταβάλλει τον ελάχιστο μισθό, να παίρνει συνεταίρους (και όχι μισθωτούς), με τους οποίους θα μοιράζεται τα κέρδη, τωρινά και μελλοντικά.
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την απόφαση της πρυτανείας να μισθώσει εταιρεία σεκιούριτι για να αποτρέψει την είσοδο στο πανεπιστήμιο εξω-πανεπιστημιακών «στοιχείων». Δεν έχω καμία αντίρρηση (έχοντας ζήσει προσωπικά τέτοιες «εισβολές» που έθεταν σε κίνδυνο την ακεραιότητα των φοιτητών μου και εξευτέλιζαν την έννοια του ασύλου των ιδεών) ότι το πανεπιστήμιο δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι ξέφραγο αμπέλι. Από την άλλη, η εκχώρηση της φύλαξής του σε εξω-πανεπιστημιακά «στοιχεία», όπως οι εταιρείες σεκιούριτι ή τα ΜΑΤ, είναι το άλλο άκρο του δεξιού αυταρχισμού. Μια αριστερή, αυτοδιοικητική λύση θα ήταν η δημιουργία επαγγελματικής υπηρεσίας ασφάλειας του ίδιου του πανεπιστημίου (που θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Υπηρεσία Διαφύλαξης Πανεπιστημιακού Ασύλου), με πλήρη εξάρτυση, εκπαίδευση κ.λπ., αλλά που να λογοδοτεί στο πανεπιστήμιο και (γιατί όχι;) να απασχολεί (με καθεστώς μερικής απασχόλησης) εκπαιδευμένους φοιτητές, οι οποίοι, με αυτό τον τρόπο, να εξασφαλίζουν κι ένα εισόδημα κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
Στον καιρό της κρίσης, ο τρόπος που εκλαμβάναμε τον διαχωρισμό Αριστεράς - Δεξιάς έχει ξεπεραστεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει ξεπεραστεί ο ίδιος ο διαχωρισμός. Απλώς, η ιστορική συγκυρία μάς επιβάλλει να τον επαναπροσδιορίσουμε.
σχόλια